Στο πλαίσιο της ραγδαίας επιδείνωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας γίνεται μια έξαλλη κατάχρηση της έννοιας του νεοοθωμανισμού με κεντρικό φορέα του τον Ταγίπ Ερντογάν. Ξεχνάμε, όμως, ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι ούτε ο νεοοθωμανισμός που προωθούσε κάποτε ο Νταβούτογλου ως μια ευφυή επινόηση και αντιστροφή αυτού που κάποτε ο κεμαλισμός θεωρούσε ως τουρκική υποχωρητικότητα. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Τουρκία προκειμένου να λειάνει την πολιτική διαλλακτικότητας της απέναντι στην Ευρώπη και τις περιφερειακές δυνάμεις όσο και απέναντι στους γειτονές της χρησιμοποιούσε το ”νεοοθωμανικό” μοντέλο ως τεκμήριο αυτοκρατορικής πολυπολιτισμικότητας, υπεροχής και ισχύος.
Aπό τότε που ο Ερντογάν νομιμοποίησε το κόμμα του μέσω του «νεοοθωμανικού» ονείρου, όλα έχουν αλλάξει: η απόπειρα πραξικοπήματος, το δημοψήφισμα, η εμπλοκή στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Σήμερα η Τουρκία και έχει αποτύχει να παραμείνει ανοιχτή στη Δύση και βρίσκεται σε αντιπαλότητα με (σχεδόν) όλους τους γειτονές της. Κατά κάποιο τρόπο μοιάζει σαν η κατάρρευση της χρησιμότητας του «νεοοθωμανικού» επινοήματος να την έχει φέρει σε μια κατάσταση που είχε περιέλθει η Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν την κατάρρευση της. Για αυτό το λόγο είναι χρήσιμο την επόμενη φορά που κάποιος θα μιλήσει περισπούδαστα για τον νεοοθωμανισμό και τον ακραίο ισλαμισμό του Ερντογάν να του θυμίσουμε ορισμένα ιστορικά δεδομένα. Κάποια ίσως εξηγούν και την αγωνία του Τούρκου προέδρου να πλοηγηθεί στην αληθινά εύθραυστη σχέση του με τον αραβικό κόσμο...
(1) Γιατί οι Τούρκοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν κατάφεραν ποτέ να αποικίσουν την Μέση Ανατολή
Οι Μουσουλμάνοι Άραβες που αποτελούσαν την μεγάλη πλειοψηφία στις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική δεν αντιμετωπίζονταν, τουλάχιστον θεσμικά- σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ωστόσο στη Συρία/Παλαιστίνη, όπως και στο Ιράκ είχε επιβληθεί μια κυρίαρχη τάξη που αποτελούνταν από κυβερνήτες, δημόσιους λειτουργούς και την στρατιωτική φρουρά και που όλοι τους μιλούσαν αποκλειστικά τουρκικά. Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι σε αντίθεση με τους Μαμελούκους, η κυρίαρχη τάξη των Οθωμανών Τούρκων δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει ρίζες στις περιοχές που διοικούσε. Δηλαδή ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός τουρκικός αποικισμός σε αυτά τα εδάφη.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι μετακόμιζαν συχνά σε διαφορετικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, οι οποίες ορισμένες φορές δεν ήταν αραβόφωνες και συνήθως επέστρεφαν στην «καρδιά» της Τουρκίας, μόλις συνταξιοδοτούνταν. Επιπλέον ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε κάποια συντονισμένη προσπάθεια «τουρκοποίησης» των μη-Τούρκων Μουσουλμάνων, οι οποίοι ήταν Οθωμανοί υποτελείς. Αξίζει να προσθέσουμε σε αυτό και το γεγονός ότι ο Μεχμέτ Αλή Πασάς της Αιγύπτου δεν θεωρούσε τον εαυτό του ούτε Αιγύπτιο ούτε άραβα και δεν μιλούσε καν αραβικά. Όμως το 1805 είχε αποφασίσει ότι θα κάνει την Αίγυπτο την έδρα της επιρροής του, κάτι που είχε ως προϋπόθεση την μεταβολή της μέχρι τότε Οθωμανικής επαρχίας σε έθνος-κράτος (κάτι που κατά κάποιο τρόπο υπήρξε την εποχή των Φαραώ). Ήταν και αυτή η φιλοδοξία του Μεχμέτ Αλή Πασά, που παραλίγο να γκρεμίσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία μια ώρα αρχύτερα.
“H κυρίαρχη τάξη των Οθωμανών Τούρκων δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει ρίζες στις περιοχές που διοικούσε. Δηλαδή ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός τουρκικός αποικισμός στη Μέση Ανατολή.”
(2) Γιατί οι Λιβανέζοι σε σύγκριση με τους υπόλοιπους Άραβες πέτυχαν από την αρχή να προκόψουν στο επιχειρείν
Στην οροσειρά του Λιβάνου κατοικούσαν κυρίως Μαρωνίτες (Χριστιανοί που συνδέονται με το ανατολικό δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) και Δρούζοι (μια ιδιαίτερη αραβόφωνη εθνότητα που λόγω της ξεχωριστής μονοθεϊστικής θρησκείας της παρέμειναν απομονωμένοι). Σε αυτή την περιοχή οι Οθωμανοί αναγνώρισαν και εμπιστεύτηκαν τους λιβανέζους εμίρηδες, χαρίζοντας τους την αυτονομία και τα προνόμια που διατηρούσαν από την εποχή των Μαμελούκων. Επομένως, ο Λίβανος ήταν το μοναδικό τμήμα της αυτοκρατορίας, στο οποίο αναπτύχθηκε μια εναλλακτική εκδοχή της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας. Στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρξε κληρονομική αριστοκρατία. Στην πραγματικότητα η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένας πελώριος στρατιωτικός οργανισμός που διοικούνταν συγκεντρωτικά με σημείο συγκρότησης τα στρατιωτικά ιδεώδη. Επομένως, αν θεωρήσουμε ότι η ανάπτυξη μιας φεουδαρχίας ευρωπαϊκού τύπου υπήρξε κομβικό στάδιο στην οριστική ανάπτυξη του καπιταλισμού, έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία σταδιακά οπισθοχώρησε σε σύγκριση με την Ευρώπη σε επίπεδο υλικής και βιομηχανικής ισχύος.
(3) Γιατί οι Άραβες -κόντρα στις νεο-οθωμανικές ονειρώξεις του Ερντογάν- θεωρούν τους τέσσερις αιώνες της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια σκοτεινή για εκείνους εποχή.
Οι πρόγονοι των Αράβων παρέδωσαν σε τουρκικά χέρια πρώτα την στρατιωτική ηγεσία και έπειτα την πολιτική ηγεσία. Σε αντίθεση με τους Άραβες, οι Πέρσες είχαν σταθερά εχθρικές σχέσεις με τους Τούρκους και δεν έγιναν υποτελείς των Οθωμανών Τούρκων. Επίσης η αραβική γλώσσα, αν και αποτελούσε την ένδοξη βάση του αραβικού πολιτισμού και μοιραία διατηρήθηκε ως η γλώσσα της θρησκείας, τα τούρκικα και τα περσικά, αφού πρώτα δέχθηκαν σημαντικές αραβικές επιρροές, διαμόρφωσαν μια αμιγώς ανεξάρτητη πολιτιστική οντότητα.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους πρώτους δυο αιώνες έστρεψε τις δυνάμεις της εναντίον της χριστιανικής Ευρώπης με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όμως μετά την περίοδο του Μωάμεθ του Πορθητή, όταν ο εγγονός του, ο Σελίμ ο Α’, έγινε ο ένατος σουλτάνος (1512-1520), η Οθωμανική Αυτοκρατορία επεκτάθηκε προς την Ασία και την Βόρεια Αφρική (κατακτώντας το Χαλιφάτο των Μαμελούκων της Αιγύπτου, το οποίο περιλάμβανε τις περιοχές της Συρίας/Παλαιστίνης και την Αίγυπτο). Είναι η εποχή που η καρδιά του αραβικού κόσμου περνάει στους Οθωμανούς.
(4) Ο πόλεμος ανάμεσα στο σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ κορυφώνεται περισσότερο από δυο αιώνες στο δεύτερο μισό της Οθωμανικής περιόδου.
Η περίοδος που ο αραβικός κόσμος περνάει στον έλεγχο των Οθωμανών συμπίπτει και με την κορύφωση της διαμάχης ανάμεσα στο σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ και τις αντίστοιχες αυτοκρατορίες. Στην Περσία η δυναστεία των Σαφαβίδων καθιερώνει τον Σιιτισμό και ελέγχει τις περιοχές που αντιστοιχούν σήμερα στο Ιράν, το Αζερμπαϊτζάν, την Αρμενία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, την Γεωργία, καθώς και σε μεγάλα τμήματα του Πακιστάν, του Τουρκμενιστάν και της Τουρκίας. Στον Σελίμ έχει αποδοθεί η φράση «το να σκοτώσει κάποιος έναν Σιίτη ισοδυναμεί με το να σκοτώσει 70 χριστιανούς».
Στρατιωτικά οι Οθωμανοί -το σουνιτικό Ισλάμ- είχαν ανέκαθεν το πάνω χέρι στις στρατιωτικές αναμετρήσεις, όμως η περσική πολιτισμική επιρροή υπήρξε ισχυρότατη και έπαιζε σημαντικό ρόλο στη Τουρκία. Ακόμη και όταν οι Οθωμανοί απέκτησαν τον οριστικό έλεγχο της Μεσοποταμίας (Ιρακ), η πλειοψηφία των αραβόφωνων υπηκόων παρέμειναν Σιίττες.
(5) Γιατί η πιο καθοριστική περίπτωση απόρριψης των Τούρκων ως ηγετών του Ισλάμ προήλθε από τους Άραβες
Στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα στη Νατζντ, περιφέρεια της Σαουδικής Αραβίας που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου, εμφανίστηκε ο θρησκευτικός ηγέτης (και για κάποιους μεταρρυθμιστής) Muhammad Ibn Abd al-Wahhab, ο οποίος άρχισε να διαδίδει την έννοια του Ταουχίντ (Tawhid). Πρόκειται για την πλέον θεμελιώδη έννοια του μονοθεϊσμού, σύμφωνα με την οποία ο θεός είναι ένας και μοναδικός, απορρίπτοντας τις ισχύουσες και ποικίλες μορφές ειδωλολατρίας και καλώντας για επιστροφή στην καθαρότητα του αρχαϊκού Ισλάμ.
Ο Abd al-Wahhab σύναψε μια πανίσχυρη και ανθεκτική στο χρόνο συμμαχία με την εξέχουσα τοπική φυλετική δυναστεία του Οίκου των Σαούντ (καλλιεργώντας τον σπόρο, ο οποίος σχεδόν δυο αιώνες οδήγησε στην ίδρυση του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας το 1932). Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα οι μαχητές του Ουαχαμπισμού προωθήθηκαν στον Περσικό Κόλπο και στην Μεσοποταμία (Ιρακ), όπου κατέστρεψαν τους σιιτικούς ιερούς τόπους και ναούς της Kerbala και της Νejaf. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν δυτικά και κατέλαβαν την Μέκκα και τη Μεδίνα, όπου λεηλάτησαν τον τάφο του Husayn ibn Ali, εγγονού του Μωάμεθ, κατάσχοντας θησαυρούς και λατρευτικές κειμήλια, γιατί προσέβαλαν τον άγριο πουριτανισμό τους.
“Oι άραβες δεν θεωρούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους ικανούς στο να διαφυλάσσουν τους ιερούς μουσουλμανικούς τόπους”
Oι Άραβες δεν θεωρούσαν τους Οθωμανούς Τούρκους ικανούς στο να διαφυλάσσουν τους ιερούς μουσουλμανικούς τόπους. Ο Ουαχαμπισμός θεωρείται από κάποιους μελετητές ως υπερσυντηρητικό μεταρρυθμιστικό κίνημα και από κάποιους ως ριζοσπαστικό ψευδοσουνιτικό κίνημα, από το οποίο «μετενσαρκώθηκε ο τρομοκρατικός στρατός του ISIS». Οι διδασκαλίες του κήρυκα Muhammad Ibn Abd al-Wahhab χρηματοδοτούνται σήμερα από το κράτος της Σαουδικής Αραβίας, αποτελώντας τον επίσημο κορμό του σύγχρονου σουνιτικού Ισλάμ.