Αν θεωρήσουμε πως η ιστορία του νεώτερου ελληνισμού έχει ως αφετηρία το 1071 ή το 1204, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις ιστορικούς αναβαθμούς μέχρι σήμερα.
Κατά τον πρώτο ιστορικό αναβαθμό –1071-1453–, επιταχύνεται η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνικού έθνους, μέσα από τη συρρίκνωση του οικουμενικού ελληνισμού του Βυζαντίου, περίοδος που κλείνει το 1453, όταν ολοκληρώνεται η υποταγή των Ελλήνων στους Τούρκους και τους Φράγκους.
Ο δεύτερος, 1453-1715, τα πιο μαύρα χρόνια της κατοχής, όταν οι Έλληνες εγκαταλείπουν τις πόλεις και αποσύρονται στα ορεινά και στα νησιά, και ο βασικός συνεκτικός ιστός του έθνους καθίσταται η Ορθοδοξία.
Ο τρίτος, είναι η νεοελληνική Αναγέννηση –1715-1922–, κατά τη οποία αναγεννάται –οικονομικά πολιτιστικά και στρατιωτικά– ο ελληνισμός και δοκιμάζει, με την Επανάσταση του 1821 και την εποποιία της Μεγάλης Ιδέας 1912-1922, να ανασυστήσει στα όρια του ύστερου βυζαντινού κράτους ένα ενιαίο έθνος-κράτος, πατρίδα για την πλειοψηφία των Ελλήνων, έτσι ώστε το έθνος να συμπέσει με ένα ελληνικό έθνος-κράτος
Κατά την τέταρτη περίοδο, 1922-2019, μετά την αποτυχία της εθνικής ολοκλήρωσης, το 1922, το ελληνικό έθνος τείνει να συρρικνωθεί στα όρια του περιορισμένου ελλαδικού κράτους και της Κύπρου. Επί εκατό χρόνια, ο ελληνισμός κινείται χωρίς ενιαίο εθνικό όραμα, με αποτέλεσμα τα όποια μεγάλα επιτεύγματα να συνοδεύονται από καταστροφές, στιγματισμένες από την εμφύλια διαμάχη (1915-1936, 1943-1949, 1967-1974) και η συνολική πορεία να είναι καθοδική.
*****
Ο χώρος μας, από το 1071 και μετά, αντιμετώπιζε τη πολλαπλή πίεση της Ανατολής της Δύσης, και δευτερευόντως του Βορρά.
Η ιστορία της αποικιακής υποταγής των Ελλήνων, με αφετηρία το 1071(1204), υποβαθμίζει τον ρόλο της Δύσης. Όχι μόνο την κατάκτηση του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χώρου αλλά, ίσως και ακόμα περισσότερο, την οικονομική και θρησκευτική διείσδυση – άλλωστε την απαρχή των ανοικτών εχθροπραξιών μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης σηματοδοτεί το εκκλησιαστικό σχίσμα του 1054.
Το 1071, οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν τη βυζαντινή Νότια Ιταλία· το 1082 αποβιβάζονται στο Δυρράχιο, με τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και, το 1185, η πόλη πέρασε οριστικά στον Νορμανδό βασιλιά, Γουλιέλμο Β΄ της Σικελίας.
Την ίδια περίοδο, οι Ενετοί έμποροι εμπορεύονται στο Βυζάντιο και στην Πόλη χωρίς να καταβάλλουν το «κομμέρκιον» – «Φόρο Προστιθέμενης Αξίας». Ενώ οι Βυζαντινοί έμποροι κατέβαλλαν 10% επί της αξίας, οι Δυτικοί έμποροι απαλλάσσονταν εντελώς από το κομμέρκιον. Υπήρχαν μάλιστα δύο τελωνεία, ένα κρατικό και ένα των Δυτικών, το τελευταίο με τουλάχιστον δεκαπλάσιο κύκλο εργασιών.
Όταν αντέδρασαν οι Βυζαντινοί, επί Ανδρονίκου Κομνηνού, και ξέσπασε αιματηρή εξέγερση, το 1182, εναντίον των Φράγκων, η απάντηση τους ήρθε το 1204. Κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διαμέλισαν το βυζαντινό κράτος με την Partitio Romaniae – τα 2/5 στους Ενετούς και τα 3/5 στους λοιπούς Φράγκους. Θα επιβιώσουν μόνο τέσσερις ελληνικές εστίες, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, της Τραπεζούντας, στον Πόντο, και το Δεσποτάτο του Μορέως.
Παράλληλα, από τα ανατολικά, συνεχίζεται η κατάληψη της Μικράς Ασίας από τους Τούρκους. Η μάχη του Ματζικέρτ, το 1071, αποτελεί την απαρχή της εισβολής τουρκικών φύλων και, παρά το ότι οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της Μ. Ασίας, θα το ξαναχάσουν οριστικά με τη μάχη του Μυριοκεφάλου, το 1176.
Την ίδια περίοδο, οι Σέρβοι συγκροτούν κράτος, οι Βούλγαροι δημιουργούν το β΄ βουλγαρικό κράτος, μετά την ήττα του Σαμουήλ, και οι Αρμένιοι ιδρύουν ανεξάρτητα βασίλεια. Δηλαδή, διαμορφώνονται οι εθνικές ταυτότητες και οι Βυζαντινοί, από «Ρωμαίοι Έλληνες», υποχρεώνονται να γίνουν και πάλι Έλληνες. Η ταυτόχρονη πίεση από Ανατολή, Δύση και Βορρά έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση της ιδιαίτερης αντιστασιακής ταυτότητας του νεώτερου ελληνισμού.
Παράλληλα, ενισχύεται ο ρόλος της Ορθοδοξίας, καθώς οι Βυζαντινοί Έλληνες ταυτίζονται πλέον μαζί της, απέναντι τόσο στους Μουσουλμάνους όσο και στους Δυτικούς καθολικούς.
Μεταξύ των Ελλήνων, αρχίζει να παγιώνεται η νεώτερη εθνική συνείδηση, στη Νίκαια κατ’ εξοχήν, που πολεμούσε ταυτόχρονα με Δυτικούς και Τούρκους. Από 1204 έως την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, το 1261, επί 60 χρόνια δημιουργείται στη Νίκαια ένα σύγχρονο ελληνικό κράτος που, παράλληλα με τη συστηματική ανακατάληψη εδαφών, αναπτύσσει τη βιοτεχνία και την αγροτική παραγωγή. Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ή ο Ιωάννης Βατάτζης, ταυτόχρονα με τον αυτοκρατορικό τίτλο, διεκδικούν την ελληνική τους ταυτότητα ως «βασιλείς των Ελλήνων».
Αυτή η περίοδος, ήδη από την εποχή των Κομνηνών με την ελληνοκεντρική «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, μέχρι τους Παλαιολόγους, αναδεικνύει την Κομνήνεια και Παλαιολόγεια Αναγέννηση. Στην αγιογραφία εγκαινιάζεται ένα ανανεωτικό ρεύμα, τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του οποίου θα αποτελέσει ο Μανουήλ Πανσέληνος, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται και η λογοτεχνία του νεώτερου ελληνισμού. Τα ακριτικά άσματα, οι παραλογές, τα πτωχοπροδρομικά, οι «κέντρωνες», τα ιπποτικά και άλλα μυθιστορήματα. Στη φιλοσοφία και την ιστορία, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ο Γρηγοράς, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο Πλήθων κ.ά. Το έπος του Διγενή Ακρίτα, γραμμένο τον 12ο αιώνα, και τα Ακριτικά τραγούδια περιγράφουν την ανειρήνευτη σύγκρουση με το ισλάμ, και θα αποτελέσουν, σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, το Έπος του Νεώτερου Ελληνισμού, όπως τα ομηρικά έπη στην αρχαία Ελλάδα – αποτυπώνοντας την ιδιοπροσωπία του νεώτερου ελληνισμού.
Ωστόσο, αυτή η Αναγέννηση, που προηγείται σημαντικά της ιταλικής, διεκόπη βιαίως από τη Δύση και τους Οθωμανούς. Η τύχη του Βυζαντίου θα σφραγιστεί το 1350-1354, όταν οι Τούρκοι διαπεραιώνονται στην Ευρώπη. Χαρακτηριστική, είναι η διαδρομή του αυτοκράτορα, του Ιωάννη Καντακουζηνού (1292–1383) μεγάλου πολεμιστή αλλά και σημαντικού διανοούμενου και ιστορικού – στον οποίο ο Καβάφης έχει αφιερώσει δύο ή τρία ποιήματα («μας ρήμαξε ο Καντακουζηνός, μας ρήμαξε ο κυρ Γιάννης»). Από τα δεκαοχτώ του χρόνια, ο Καντακουζηνός πολεμούσε αδιάκοπα επί σαράντα έτη: εμφύλιοι –τότε και η κομμούνα της Θεσσαλονίκης, με τους Ζηλωτές–, μάχες με τους Σέρβους, τους Βούλγαρους, τους Τούρκους, τους Φράγκους. Στο τέλος, το 1354, στα 60 του χρόνια, ο πολεμιστής εκάρη μοναχός και προσχώρησε στον Ησυχασμό. Ο ελληνισμός δεν μπορούσε να διατηρήσει την πολιτειακή του αυτονομία και ο μόνος δρόμος ήταν η πνευματική επιβίωση. Γι’ αυτό και συνδέθηκε με το ρεύμα του Ησυχασμού, του Γρηγορίου Παλαμά, του Νικολάου Καβάσιλα και άλλων, οι οποίοι αποδύονται σε μια εκτενή κριτική στα δυτικά δόγματα και εμμένουν στην εσωτερικότητα.
Στην Πελοπόννησο, παράλληλα, εξελίσσεται μια νέα ανανεωτική προσπάθεια με τον Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα (Κωνσταντινούπολη 1355-Μυστράς 1452). ο οποίος σε υπόμνημα του προς τους Παλαιολόγους, υποστηρίζει ότι ο παλιός βυζαντινός κόσμος έχει τελειώσει και η μόνη σωτηρία είναι η δημιουργία ενός κράτους με εθνικά χαρακτηριστικά, αναγέννηση της παραγωγής και περιορισμό των εισαγωγών. Θα πρέπει να απορριφθεί ακόμα και η Ορθοδοξία, διότι η Εκκλησία έχει φθαρεί.
Εκεί, στον Μοριά, εξελίσσεται και η τελευταία απόπειρα δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, λίγο πριν την Άλωση. Ως δεσπότης του Μορέως, ανακατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Μοριά, πέρασε στη Στερεά και σκόπευε να φθάσει στην Ήπειρο. Όμως οι Φράγκοι των Αθηνών συνεργάστηκαν με τους Τούρκους και, με επικεφαλής τον ίδιο τον Σουλτάνο, υποχρέωσαν τον Παλαιολόγο να περιοριστεί στην Πελοπόννησο.
Οι Παλαιολόγοι και ένα μεγάλο κομμάτι των ελίτ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασώσουν το κράτος, δέχτηκαν και το πρωτείο του Πάπα, με σκοπό να μας συνδράμουν οι Δυτικοί απέναντι στους Τούρκους. Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438-1442, η πλειοψηφία της ελληνικής αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τους Παλαιολόγους, τον Βησσαρίωνα και τον Γεννάδιο (τον μετέπειτα Πατριάρχη), θα συνταχθούν με τους ενωτικούς. Αλλά ο Πλήθωνας θα συνταχθεί με τον Μάρκο Ευγενικό και τους ανθενωτικούς.
Στην Κρήτη, η οποία κατελήφθη από τους Ενετούς, το 1208, έγινε ήδη μια πρώτη εξέγερση εναντίον τους και, μέχρι την Άλωση της Πόλης, όσο υπήρχε ακόμα το όραμα μιας ανασύστασης, επί 250 χρόνια, έχουμε αλλεπάλληλες επαναστάσεις (11 ή 12) – η πιο μεγάλη διήρκεσε 17 χρόνια. Και σε ορισμένες από αυτές, οι Ενετοί υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν και να παραχωρήσουν προνόμια στους Κρήτες.
Όταν όμως πέφτει η Κ/πολη, οι Κρητικοί αποδέχονται σταδιακώς δυτικά στοιχεία, τα οποία όμως ενσωματώνουν στη δική τους παράδοση. Στην Κρήτη συγκροτείται, για τριακόσια χρόνια, ως συνέχεια της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής, η σημαντικότερη Σχολή αγιογραφίας της εποχής, η Κρητική, η οποία θα φθάσει μέχρι το Άγιον Όρος με τον Θεοφάνη τον Κρήτα. Άλλωστε, και ο Θεοτοκόπουλος ήταν ήδη μεγάλος «μαΐστορας» της βυζαντινής ζωγραφικής όταν έφυγε, 27-28 χρόνων, από την Κρήτη. Στην Κρήτη θα φανούν μεγάλοι αντιδυτικοί ιεράρχες, ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Μελέτιος Πηγάς κ.ά., ενώ πολύ σύντομα θα δημιουργηθεί η μεγάλη λογοτεχνική παράδοση, με τον Ερωτόκριτο, την Ερωφίλη κ.λπ.
Ο Ράνσιμαν τονίζει ότι οι Βαλκάνιοι, τη στιγμή που οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Ευρώπη, θα μπορούσαν να τους καταβάλουν εάν την ίδια στιγμή δεν πολεμούσαν μεταξύ τους. Άλλωστε, μετά από λίγο, στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389), οι Σέρβοι, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να υποκαταστήσουν τους Βυζαντινούς, θα ηττηθούν κατά κράτος από τους Τούρκους.
Η αποικιοκρατία
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, της πάλης προς όλα τα αζιμούθια, ήταν αδύνατο το Βυζάντιο να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πίεση ολόκληρης της Δύσης, η οποία άρχιζε την αποικιακή της εξόρμηση. Διότι η αποικιοκρατία αρχίζει εδώ, σε μας. Είμαστε οχτώ αιώνες αποικιοκρατούμενοι, ή μετααποικιοκρατούμενοι.
Και είναι κάτι το οποίο αποκρύπτουν συστηματικά οι ελίτ της χώρας. Αν αναφερόσουν σε μια άλλη χώρα και υπογράμμιζες ότι οι κατακτητές μοίρασαν τα πάντα, δημιούργησαν φέουδα, εγκατέστησαν φυτείες ζαχαροκάλαμου στην Κύπρο, όλοι θα συναινούσαν ότι πρόκειται για τυπική αποικιοκρατία. Ωστόσο, η θεωρία των ελληνικών ελίτ υποστηρίζει εσχάτως ότι δεν είχαμε αποικιοκρατία ή Ενετοκρατία, αλλά «ενετική περίοδο»!
Και όμως, οι Ενετοί δεν άφησαν ποτέ να δημιουργηθεί κανονικό σχολείο στην Κρήτη ή τα Επτάνησα, γιατί ήξεραν τη σημασία της εκπαίδευσης, και έσπρωχναν τους Έλληνες αποκλειστικά στη Βενετία. Γι’ αυτό δεν άφησαν ποτέ να δημιουργηθεί τυπογραφείο, ακόμα και στην Κωνσταντινούπολη, και οι Έλληνες τύπωναν τα βιβλία τους στη Βενετία. Το τυπογραφείο του Κύριλλου Λούκαρι και του Νικόδημου Μεταξά, το 1627, επιβίωσε μόνο μερικούς μήνες, καθώς η γαλλική πρεσβεία κινητοποίησε τον Βεζύρη και οι γενίτσαροι το κατέστρεψαν. Και βέβαια, η τουρκική αποικιοκρατία (που οι ίδιοι κύκλοι αποκαλούν πλέον «οθωμανική περίοδο») ήταν η σκληρότερη από όλες. Σφαγές, παιδομάζωμα, υποδούλωση, καταβαράθρωση της παιδείας.
Και παρότι, επί έξι ή επτά αιώνες, ο ελληνισμός ζει κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, είναι θαύμα το ότι επιβιώνουμε και κατορθώσαμε έστω να φτιάξουμε αυτό το κουτσουρεμένο κράτος. Και αυτό το θαύμα τροφοδοτείται από έναν μεγάλο πολιτισμό, που έρχεται από την αρχαιότητα, περνάει στο Βυζάντιο, και τα τελευταία του υπολείμματα υπάρχουν μέχρι σήμερα. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε το πώς επιβιώνει ο ελληνισμός μετά από δυο χιλιάδες χρόνια κατακτήσεις. Ήταν ένα σώμα το οποίο είχε μια τεράστια δύναμη, και όσο και να έκοβες κάτι έμενε – η μαγιά του Μακρυγιάννη. Μόνο που τώρα, έχουμε φθάσει στην ίδια τη μαγιά.
Συναφώς, ο νεώτερος ελληνισμός γεννήθηκε ενάντια σε κύματα κατακτήσεων, αλλεπάλληλων εισβολών, στη διάρκεια τριών ή τεσσάρων αιώνων. Γι’ αυτό το κύριο σημείο αντίστασης, παράλληλα με τους πολυμέτωπους στρατιωτικούς αγώνες, ήταν η ορθόδοξη και η δημοτική παράδοση. Όπως έγραψε ο Κλωντ Φωριέλ, το ελληνικό δημοτικό τραγούδι είναι ασύγκριτο διότι είναι φορέας μιας τεράστιας παράδοσης, η οποία, επειδή δεν μπορούσε να διοχετευτεί αλλού, πέρασε στο δημοτικό τραγούδι.
Ο ελληνισμός δεν μπορεί να επιβιώσει πολιτικά, και «καταδύεται»· ένα μεγάλο μέρος «παίρνει τα βουνά». Φεύγουν οι λόγιοι στη Δύση, φεύγουν οι μετανάστες σε όλο τον ιστορικό περίγυρο, εγκαταλείπουν οι Έλληνες τις πόλεις· τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, 70% με 80% των πόλεων κατοικούνται από Τούρκους. Τότε εποικίζονται πολλά νησιά τα οποία ήταν έρημα, και έγιναν τα ναυτικά νησιά της Επανάστασης, και κυρίως οι ορεινές περιοχές. Ο ελληνισμός, για να επιβιώσει, καταφεύγει στα βουνά, στα νησιά, στην Ορθοδοξία, στο δημοτικό τραγούδι, στις παροικίες, στην κλεφτουριά. «Φεύγει», δηλαδή καταφεύγει εκεί, για να μπορέσει να επιβιώσει και να αντισταθεί.