9. Οι αρνητές του Κρυφού Σχολειού και ο εξωραϊσμός της Τουρκοκρατίας

Μια σειρά κειμένων του Γιώργου Καραμπελιά για την ελληνική ιστορία.
Νικόλαος Γύζης, Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας,γνωστότερο ως Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885/86.
Νικόλαος Γύζης, Έλληνικόν Σχολείον έν καιρώ δουλείας,γνωστότερο ως Το κρυφό σχολειό, ελαιογραφία, 1885/86.
commons wikimedia

Είναι γνωστές οι δυσκολίες που συναντούσαν οι Έλληνες για να δημιουργήσουν και να στερεώσουν τα σχολεία τους κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Οθωμανών. Γι’ αυτό και η εκπαίδευση των Ελλήνων αποτελούσε ένα διαρκές άθλημα. Εξ ου και η σύνδεσή της, συμβολικά, με το «κρυφό σχολειό».

Βέβαια, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λειτουργούσαν σχολεία και με αυτή την έννοια δεν υπήρχε, για ολόκληρη την ιστορική περίοδο και όλες τις περιοχές, κάποια γενικευμένη και μόνιμη «απαγόρευση». Ταυτόχρονα, όμως, οι Τούρκοι κατεδίωκαν, για πολλές δεκαετίες μετά την Άλωση, την εκπαίδευση των Ελλήνων, έκλειναν σχολεία, απαγόρευαν ακόμα και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και δεν επέτρεπαν επί αιώνες την ίδρυση σχολείων στη Μ. Ασία. Άλλωστε, τον μεγάλο ιδρυτή σχολείων, τον Κοσμά Αιτωλό, εν τέλει τον απαγχόνισαν.

Κατά συνέπεια, η αναφορά στο «κρυφό σχολειό» ενέχει τη μορφή συμβόλου για τις διώξεις που αντιμετώπιζε η παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Άλλωστε, αυτό θέλουν εν τέλει να αμφισβητήσουν οι αποδομητές, ιστορικοί και μη, αρνούμενοι την ύπαρξη του κρυφού σχολειού: τον καταπιεστικό και «φωτοσβεστικό» χαρακτήρα της οθωμανικής εξουσίας.

Από τον Κωνσταντίνο Κούμα στον Αδαμάντιο Κοραή

Οι Οθωμανοί με δυσκολία έδιναν άδειες για την ίδρυση σχολείων, ακόμα και κατά τον 18ο αι. –σχεδόν πάντοτε κατόπιν δωροδοκίας–, ή τα έκλειναν σε πολλές περιοχές, όπως συνέβη μετά τα Ορλωφικά, το 1770.

Διαθέτουμε μάλιστα τη σχετική μαρτυρία του Κούμα. Ο Κωνσταντίνος Κούμας, γεννημένος στη Λάρισα το 1777, κοραϊστής, εχθρικά διακείμενος προς τη Φιλική Εταιρεία, αναφέρει πως έγινε «δεκαετὴς χωρὶς νὰ ἴδῃ οὔτε ἐκκλησίαν (διότι τὴν εἶχαν κρημνίσει οἱ Τοῦρκοι ), οὔτε κοινὸν σχολεῖον, διότι ἐφυλάττετο ἔγκλειστος, διὰ τὸν φόβον τῶν Γιανιτσάρων», ως συνέπεια του κλίματος των διώξεων που επικρατούσε μετά τα Ορλωφικά: «Ἕνα μόνον ναὸν εἶχαν, τιμώμενον εἰς ὄ­νο­μα τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­χιλ­λί­ου­­­­­, καὶ τοῦ­τον τὸν ἐ­κρή­μνι­σαν. Με­τὰ πα­ρέ­λευ­σιν εἰ­κο­σι­τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν, [ ] ἀ­νε­κτί­σθη ὁ να­ὸς οὗ­τος … διὰ φρον­τί­δος τοῦ ἀ­ξι­ε­παί­νου μη­τρο­πο­λί­του Λα­ρίσ­σης Διονυσίου Καλλιάρχου κα­τὰ τὸ 1794 ἔ­τος, ὁ­πό­τε ὁ κα­λὸς οὗ­τος ποι­μὴν ἀ­νή­γει­ρε καὶ τὸ πα­λαι­ὸν Ἑλ­λη­νι­κὸν σχο­λεῖ­ον»[1].

Εάν αυτά συνέβαιναν κατά την περίοδο της «άνθησης» του διαφωτισμού, σε μία μεγάλη πόλη όπως η Λάρισα, τι άραγε συνέβαινε στη Βόρειο Ήπειρο, στη Μικρά Ασία ή στην… Αίγυπτο; Διαβάζουμε, τη μαρτυρία ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς ηγέτες του γένους, του Μελέτιου Πηγά

Ο Πηγάς (1549-1601), πατριάρχης Αλεξανδρείας, σε επιστολή του, το 1598, αναφέρεται στην καταδίωξη και την απαγόρευση («υπερορία») της ελληνικής γλώσσας, και την πυρπόληση των ελληνικών βιβλίων κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του προκατόχου του: «τὰς μὲν βί­βλους τῆς καθ’ ἡμᾶς καὶ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς σοφίας κα­τα­κα­ῆ­ναι προ­στά­ξα­σα, και ὑ­πε­ρο­ρί­σα­σα τὴν ἐ­ρά­σμιον φω­νὴν τὴν ἑλ­λη­νι­κήν». Όταν η Αίγυπτος, το 1517, κατελήφθη από τον Γιαβούζ (σκληρό), Σελίμ Α΄ (1512-1520), «τριάκοντα χιλιάδες γλωσ­σῶν ἐν τῇ Αἰ­γύ­πτῳ ἀ­πε­τμήθησαν ἡ­μέρᾳ μιᾷ, διὰ τὸ μόνον ἑλ­λη­νι­στὶ λα­λῆ­σαι»[2].

Παρότι πολλοί αποσιωπούν το γεγονός των τριάντα χιλιάδων κομμένων γλωσσών, αυτό συνάδει με τη σκληρότητα που επεδείκνυαν οι Τούρκοι κατά τον 16ο αι. στις κατακτηθείσες «δια του ξίφους» περιοχές. Ο σερ Έντμουντ Πηρς, αναφερόμενος στην απαγόρευση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας στα δικαστήρια των Ιωαννίνων, το… 1890, σημειώνει:

«Εντούτοις ένας τέτοιος περιορισμός βρισκόταν μάλλον σε συμφωνία με την τουρκική παράδοση. Πολλές διαταγές είχαν εκδοθεί σε προγενέστερες εποχές, ιδιαίτερα στην Αρμενία, που απαγόρευαν τη χρήση της μητρικής γλώσσας επί ποινή αποκοπής της γλώσσας του παραβάτη»[3].

Προπαντός στις περιοχές που οι Οθωμανοί θεωρούσαν είτε ότι ανήκαν στον «σκληρό πυρήνα» της επικράτειάς τους, όπως στη Μ. Ασία, είτε σε εκείνες όπου ήθελαν να δημιουργήσουν μουσουλμανικά ερείσματα στον πληθυσμό, όπως στον Πόντο, τη Βόρειο Ήπειρο, την Αλβανία, τη Βοσνία κ.λπ., εκεί οι εξισλαμισμοί προσελάμβαναν βίαιο χαρακτήρα – εξ ου και η διατήρηση επί αιώνες κρυπτοχριστιανών. Σύμφωνα δε με τον Σπύρο Βρυώνη, στη Μ. Ασία, οι Τούρκοι εμπόδιζαν τη λειτουργία σχολείων αλλά και εκκλησιών, επιδιώκοντας τον εξισλαμισμό της περιοχής[4].

Κατά τους πρώτους «σκοτεινούς αιώνες», υπήρχαν ελάχιστα κατώτερα σχολειά, τα πλείστα σε μοναστήρια, μακριά από το μάτι των Τούρκων. Γι’ αυτό και όλες οι τοποθεσίες που χαρακτηρίζονται ως «κρυφά σχολειά» βρίσκονται μέσα ή δίπλα σε μοναστήρια. Και αν οι Τούρκοι μπορούσαν να κλείνουν τα σχολεία των Ελλήνων επί είκοσι πέντε χρόνια, το 1770, πώς άραγε διδάσκονταν, έστω και ελάχιστα κολλυβογράμματα, τα παιδιά των Λαρισαίων;

Αμέσως μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος διεκτραγωδεί την καταστροφή των διδακτηρίων από τον Πορθητή: «Ἀλ­λὰ νῦν, φεῦ τῶν κα­κῶν!, ἀ­πώ­λε­το πᾶν. [ ] Ποῦ τὰ παι­δευ­τή­ρι­α τῆς σο­φί­ας; [ ] Κα­τε­πό­θη­σαν ὑ­πὸ τοῦ Μω­ά­μεθ».

Γράφει ο ίδιος ο Αδ. Κοραής στο «Σάλπισμα Πολεμιστήριο» (1801): «Τοὺς ἱ­ε­ροὺς ἡ­μῶν να­οὺς με­τέ­βα­λαν εἰς τζα­μί­α, καὶ μὴν ἀρ­κού­με­νοι νὰ μᾶς στε­ρεύ­ω­σι τὰ ἀ­ναγ­καῖ­α μέ­σα νὰ συ­στή­σω­μεν σχο­λεῖ­α εἰς ἀ­να­τρο­φὴν καὶ φω­τι­σμὸν τῶν ἡ­με­τέ­ρων τέ­κνων, μᾶς ἁρ­πά­ζουν ἀ­πὸ τοὺς πα­τρι­κοὺς κόλ­πους καὶ αὐ­τὰ τὰ τέ­κνα…»[5].

Η Εύα Βλάμη, στο βραβευμένο από την Ακαδημία βιβλίο της, Γαλαξείδι, ιστορεί:

«… τὸ Γαλαξείδι εἶχε κι αὐτὸ τὸ κρυφὸ σκολειό του… ἐκειδά, στὸ μικρὸ νησόπουλο τοῦ Ἀη-Κωνσταντίνου, μέσα στὸ κλησιδάκι του! Ὁ Νικόλαος Λογοθέτης, σὰ γύρισε ἀπὸ τὴ Βενετιὰ πῆρε νὰ γραμματίζει, κρυφὰ ἀπὸ τὴν Τουρκιά, τὰ παιδάκια. Μετὰ ἀπὸ τὸ σηκωμὸ ὅμως τοῦ Ὀρλὼφ ἀποσκύλιασε ἡ Τουρκιά, τοὺς πῆρε μυρουδιά, χάλασε τὸ σκολειὸ κ’ ἔκλεισε στὴ φυλακὴ τοὺς δασκάλους…»[6].

Και μόνο στα τέλη του 18ου αιώνα αλλάζει η κατάσταση, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις. Όπως επισημαίνει ο Γάλλος διπλωμάτης Κ. Ρεφενέλ (1797-1827), σχετικά με την αλλαγή αυτή κατά τον 18ο αι.: «Ενταύθα πρέπει να παρατηρήσωμεν πόσον εβελτιώθη η θέσις των Ελλήνων. Άρτι μεν απηγορεύετο αυτοίς να ανεγείρωσι σχολεία[7].

Θα αρκούσαν, τα όσα ελάχιστα, λόγω χώρου, παραθέσαμε, για να κλείσουμε το σχετικό ζήτημα, θεωρώντας αυτονόητο το γεγονός πως, όπως και οι λοιπές δραστηριότητες του ελληνισμού, έτσι και η εκπαίδευσή του διεξαγόταν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς «κρυπτείας» εξ ου και ο όρος «κρυφό σχολειό».

Η «αποδόμηση» του κρυφού σχολειού

Εν τούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες, το ζήτημα της ύπαρξης «κρυφού σχολειού» κατέστη αντικείμενο έντονης διαμάχης, καθώς τίθενται εν αμφιβόλω οι διώξεις των Οθωμανών κατά της παιδείας. Και η σχετική συζήτηση απέκτησε μια υψηλή ιδεολογική αξία διότι μέσω της μεταβολής του «κρυφού σχολείου» σε «μύθο», η Τουρκοκρατία μεταβάλλεται απλώς σε μια «οθωμανική περίοδο», εν τέλει πολύ λιγότερο καταπιεστική.

Το μικρό δοκίμιό του Άλκη Αγγέλου (1917-2001), Τὸ Κρυφὸ σχολειό, Χρονικὸ ἑνὸς μύθου[8], το 1997, θα μεταβληθεί σύντομα στη βασική βιβλιογραφική αναφορά για τα κυριολεκτικώς χιλιάδες κείμενα που θα δημοσιευτούν έκτοτε, στα πλαίσια της μεγάλης ιδεολογικής αντιπαράθεσης «παράδοσης και εκσυγχρονισμού». Ο Αλέξης Πολίτης, ο Βασίλης Κρεμμυδάς, ο Αντώνης Λιάκος, ο Π. Στάθης και δεκάδες άλλοι, ιστορικοί ή δημοσιογράφοι, θα κατακεραυνώνουν «ανελέητα» ένα σχολειό που θα γίνει ακόμα πιο «απόκρυφο», κάτω από αυτή την επικοινωνιακή καταιγίδα.

Για να καταδείξουν, μάλιστα, πως το κρυφό σχολειό ήταν «αδιανόητο», υποστηρίζουν πως οι Οθωμανοί αναγνώριζαν και «σέβονταν» τη θρησκεία των ραγιάδων και, κατά συνέπεια, αναγνώριζαν και την εκπαίδευση που παρείχαν οι εκκλησιαστικοί θεσμοί.

Και όμως οι Οθωμανοί ανέχονταν απλώς τους χριστιανούς και τη θρησκεία τους, διότι είχαν ανάγκη από υποζύγια, αλλά μέχρις εκεί. Και εκτεταμένοι εξισλαμισμοί ελάμβαναν χώρα κατά τον 18ο αι., στην Ήπειρο, ή ακόμα και κατά τον 19ο και τον 20ό, στον Πόντο· και εκκλησίες μετατρέπονταν σε τεμένη, και πολύ δύσκολη ήταν η παραχώρηση άδειας για την ανοικοδόμηση εκκλησιών που είχαν καταρρεύσει.

Οι μεγάλοι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, επί Σελίμ Α΄ (1520) και Μουράτ Γ΄ (1577), είχαν ως αποτέλεσμα οι εκκλησίες «…νὰ κα­τε­δα­φι­σθοῦν, ἠ­ναγ­κά­σθη­σαν δὲ οἱ χρι­στι­ανοὶ νὰ ἀ­νε­γεί­ρωσι νέ­ας ξυλίνας. Ἀπό δὲ τοῦ 1730 μηδὲ νὰ διορ­θῶ­σι τὰς ἐκ­κλη­σί­ας ἠ­δύ­ναν­το. [ ]»[9]. Ο Άγγλος περιηγητής, σερ Πωλ Ρικώ, σημειώνει το 1678:

« Είναι τραγική η μετατροπή των ναών σε τζαμιά [] τα μυστήρια της Αγίας Τράπεζας τελούνται κρυφά[ ]. Οι ορθόδοξοι ιερείς είναι αναγκασμένοι να ιερουργούν στο σκοτάδι και με μυστικότητα, τρέμοντας τον θρησκόληπτο χαρακτήρα των Ασιανών φανατικών»[10].

Ο Άλκης Αγγέλου παραχαράσσει τον Στέφανο Κανέλλο

Ο Αγγέλου υποστηρίζει ότι πρώτος κάνει ανοικτά αναφορά στο κρυφό σχολειό ο νεαρός Στέφανος Κανέλλος (17921823), διαφωτιστής κοραϊκών τάσεων και αγωνιστής,που δίδασκε στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου, το 1822, σε επιστολή του προς τον Γερμανό λόγιο και φιλέλληνα Καρλ Ίκεν, έγραφε:

« Οἱ Τοῦρ­κοι ἐμ­πό­δι­ζαν τὰ σχο­λεῖ­α αὐ­στη­ρό­τε­ρα καὶ ἀ­πὸ τὰς ἐκ­κλη­σί­ας … [Οι Έλληνες] ἐ­προ­σπα­θοῦ­σαν μὲ δόσιν χρημάτων καὶ μὲ διαφόρους τρόπους νὰ συ­στέ­νουν κοι­νὰ σχο­λεῖ­α κρυ­φί­ως»[11].

Σύμφωνα με τον Αγγέλου όμως, δεν πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας όσα γράφει ο Κανέλλος! Ο «λόγος του Κανέλλου σχετική και μόνο βαρύτητα έχει», διότι, «μεγαλωμένος μέσα στο κλίμα του προεπαναστατικού αναβρασμού, [ ] μετατοπίζει για λόγους σκοπιμότητας [ ] ολόκληρο το βάρος προς την κατεύθυνση του Τούρκου. (Όμως) Γιατί ο Τούρκος να ενοχληθεί από την ύπαρξη σχολείων; Τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να τον ανησυχήσει από την ενασχόληση ενός μικρού σχετικά μέρους του πληθυσμού με τα γράμματα»[12];

Δηλαδή, ο Κανέλλος μιλάει για κρυφό σχολειό για λόγους εθνικής σκοπιμότητας! Όμως, ο Α.Α., ανοικείως, δεν παραθέτει κανένα άλλο απόσπασμα από τη μακροσκελή επιστολή, ώστε να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του. Καθόλου παράδοξο, καθώς η επιστολή, υποστήριζε τα ακριβώς αντίθετα. Μόνο σε μισή σελίδα, από τις επτά σελίδες της επιστολής, καταφέρεται εναντίον των Τούρκων, σε μία σελίδα δε, στρέφεται εναντίον των Φαναριωτών, ενώ, σε δύο σελίδες, η Εκκλησία περιγράφεται με τα μελανώτερα χρώματα:

«Ἡ συ­νέρ­γεια καὶ ἐ­πίρ­ροι­α τοῦ ἱ­ε­ρα­τεί­ου εἰς τὴν πρό­ο­δον τοῦ ἔ­θνους εἶ­ναι πολ­λὰ μι­κραί, ἂν καὶ ὄ­χι καὶ ἀ­πο­φα­τι­καί[ ] · τὸ τάγ­μα τοῦ­το, χω­ρὶς νὰ πέ­σῃ τι­νὰς εἰς ὑ­περ­βο­λήν, ἠμ­πο­ρεῖ νὰ τ’ ὀ­νο­μά­σῃ κα­τα­φύ­γιον τῆς ὀ­κνη­ρί­ας καὶ ἀ­μα­θεί­ας.»

Και συνεχίζει στον ίδιο τόνο, τόσο ώστε νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί στον Γερμανό συνομιλητή του για τις αντικληρικαλιστικές του θέσεις.

«Ἡ πε­ρὶ τοῦ κλή­ρου μας γνώ­μη μου ἴ­σως σὲ φα­νῇ πολ­λὰ αὐ­στη­ρά· μὲ πό­νον ψυ­χῆς σὲ ἔ­γρα­ψα αὐ­τὰς τὰς κρί­σεις· ἀλ­λὰ [ ] βι­ά­ζο­μαι νὰ σὲ ὁ­μο­λο­γή­σω, ὅ­τι εἰς τοὺς τε­λευ­ταί­ους τού­τους χρό­νους οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς μας ὄ­χι μό­νον δὲν ὠ­φέ­λη­σαν ἀλ­λὰ καὶ ἔ­βλα­ψαν πα­ρὰ πο­λύ»[13].

Δηλαδή, ο Κανέλλος μάλλον ελεεινολογεί το ελληνικό έθνος στα μάτια του ευρωπαϊκού κοινού και των Φιλελλήνων και δεν το εξωραΐζει μιλώντας για το κρυφό σχολειό, όπως ανακριβέστατα ισχυρίζεται ο Αγγέλου.

Μια πλειάδα αναφορών

Ο ακραιφνής δημοτικιστής, Ιακωβάκης Ρίζος-Νερουλός –Φαναριώτης που βρισκόταν στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ως πρωθυπουργός των ηγεμόνων, και έλαβε μέρος στο επαναστατικό κίνημα του Υψηλάντη–, γράφει για τον Δραγουμάνο Παναγιωτάκη Νικούσιο (1613-1673) και τον διάδοχό του, Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (1641-1709):

«Οι Τούρκοι απαγόρευαν αυστηρά την ίδρυση δημοσίων σχολείων, διότι φοβούνταν πως αν οι χριστιανοί μορφώνονταν, θα γίνονταν δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι. Ο Μαυροκορδάτος [ ] εξασφάλιζε άδεια να ιδρύει δημόσια σχολεία … ως αναμορφωτήρια ανηλίκων. Με αυτόν τον τρόπο, ο δραγουμάνος Παναγιωτάκης και ο διάδοχός του, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, κατόρθωσαν να συστήσουν σχολεία σε πολλές πόλεις»[14].

Ο εκλεκτός των αποδομητών ιστορικών, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο νεώτερος, σε εκτενές υπόμνημά του προς τις ευρωπαϊκές αυλές, γράφει το 1820: «Τίποτε δεν ήταν πιο αυστηρά απαγορευμένο από την ίδρυση ενός σχολείου»[15]. Ψεύδεται άραγε και αυτός;

Παραδόξως, η πανουργία της Ιστορίας συνήργησε ώστε όσοι έγραψαν πρώτοι για διώξεις εναντίον της παιδείας και για κρυφή άσκησή της ήταν όλοι διαφωτιστές λόγιοι και κάποτε έντονα αντικληρικαλιστές. Και όμως, οι υποτιθέμενοι «συνεχιστές» τους, σήμερα, ισχυρίζονται πως το Κρυφό Σχολειό είναι ένας μύθος που κατασκεύασε η… Εκκλησία, η οποία στην πραγματικότητα άρχισε να ασχολείται με το ζήτημα από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν.

Τέλος, το «βαρύ πυροβολικό» που επιστρατεύει ο Αγγέλου, είναι ο φιλοοθωμανός πατριαρχικός λόγιος Μανουήλ Γεδεών, ο οποίος θα γράψει, το 1939, πως η τουρκική κυβέρνηση «οὐδέποτε ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων (υπογραμ. Γεδεών) ἐμπόδισε τὴν ἐν νάρθηξι καὶ κελλίοις διδασκαλίαν», και συνεχίζει: «οὐδαμοῦ ἀνέγνων ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων [υπογρ. Γεδεών] βεζίρην, ἢ ἀγιάνην, ἢ σουλτᾶνον ἐμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ἢ οἰκοδομήν…»[16].

Για τον Αγγέλου, που παραθέτει και τα δύο αποσπάσματα, χωρίς όμως την υπογράμμιση του ιδίου του Γεδεών, αυτή η μαρτυρία είναι αποφασιστικής σημασίας, Εντούτοις, μάλλον τα αντίθετα μαρτυρεί διότι υπογραμμίζει πάντοτε το «ἐν ὁμαλῇ καταστάσει πραγμάτων». Ο Γεδεών επιβεβαιώνει, εκ του αντιθέτου, πως, σε οποιαδήποτε «μη ομαλή» περίοδο, υπήρχαν, ίσως, διώξεις και απαγορεύσεις. Πότε όμως ήταν «ομαλή» η κατάσταση στην οθωμανική Αυτοκρατορία, και μάλιστα σε όλη της την έκταση; Κυριολεκτικώς ποτέ!

Εν κατακλείδι, είναι αναμφισβήτητο πως μορφές «κρυφού σχολειού», δηλαδή περιόδων και περιοχών στις οποίες οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των Ελλήνων καταδιώκονταν, εν μέρει ή καθολικά, και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να τις ασκούν είτε παράνομα και κρυφά είτε ημιπαράνομα και ημινόμιμα,- όχι μόνο υπήρξαν αλλά δεν θα ήταν δυνατό να μην υπάρχουν αν γνωρίζουμε τη φύση του οθωμανικού καθεστώτος. Και αν είναι όντως σχετικά λίγες οι άμεσες αναφορές σε γραπτές πηγές, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι επρόκειτο για την καθημερινότητα των ραγιάδων· άλλωστε, και οι αναρίθμητες απαγορεύσεις τέλεσης θρησκευτικών τελετουργιών, οι δεκάδες χιλιάδες πράξεις βεβήλωσης ή καταστροφής ναών, καταγράφονται εξαιρετικά σπάνια, παρά την ύψιστη σημασία τους για τους χριστιανούς ραγιάδες, καθώς αποτελούσαν στοιχεία της κανονικότητας της ισλαμικής οθωμανικής κυριαρχίας και της υποταγής των ραγιάδων και της θρησκείας τους.

[1] Κωνσταντίνος Μ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων από των Αρχαιοτάτων Χρόνων έως των Ημερών μας, τ. 12, εν Βιέννη της Αυστρίας 1832, σσ. 539-540, 383-384.

[2] Α. Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν,Κων/πολη 1870, σ. 117.

[3] Sir Edwin Pears, Life of Abdul Hamid, Constable & Company, Λονδίνο 1917, σ. 208.

[4] Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μ. Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σσ. 311-355.

[5] Αδαμάντιος Κοραής, Σάλπισμα Πολεμιστήριον, Εν Αλεξανδρεία 1801, σ. 14.

[6] Εύα Βλάμη, Γαλαξείδι η μοίρα μιας ναυτικής πολιτείας, Εστία, Αθήνα, β έκδ., χχ, σσ. 100-101,

[7] Raffenel C.D. (Claude Denis), Ιστορία των Νεωτέρων Ελλήνων από της Αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως… μέχρι του 1825, 1861, σσ. 157-158.

[8] Άλκης Αγγέλου, Τὸ Κρυφὸ σχολειό. Χρονικό ενὸς μύθου, Εστία, Αθήνα 1997.

[9] Α. Διομήδη-Κυριακού, Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, Αθήνα 1872, σ. 272.

[10] Sir Paul Rycaut, The Present State of the Greek and Armenian Churches, Anno Christi, 1678, J. Starkey, Λονδίνο 1679, σσ. 12-13, 23.

[11] Carl Iken, Leukothea, τ. 1, Λειψία 1825, σσ. 7, 14.

[12] Ά. Αγγέλου, Το Κρυφό Σχολειό…, ό.π., σ. 23.

[13] Α. Δημητρακόπουλος, Επανορθώσεις σφαλμάτων παρατηρηθέντων εν τη Νεοελληνική Φιλολογία του Κ. Σάθα μετά καί τινων προσθηκών, 1872 σσ. 49-51.

J. Rizo-Nérοulοs, Cοurs de Littérature Grecque Mοderne, seconde édition revue et augmentée, Genève-Paris 1828 σσ. 45-46 (μτφρ. Γ. Κεκαυμένος).

[15] Βλ. Alex. Mavrocordato, «Coup d’ oeil sur la Turquie».

[16] Μ. Γεδεών, Ιστορία των του Χριστού πενήτων, ό.π., τ. Α΄, σσ. 179-180.

Διαβάστε τα προηγούμενα

Δημοφιλή