Τέλη δεκαετίας του ′ 90. Το ραντεβού ήταν για το πρωί της Δευτέρας. Ο συγχωρεμένος ο Άγγελος Μπόβαλης μου έχει κανονίσει τη συνάντηση με τον Μπάμπη Αγρολάμπο, αρχισυντάκτη του ελεύθερου στο καλύτερο ραδιόφωνο της εποχής.
«Είναι φοβερός ρεπόρτερ, έχει καλύψει τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, αλλά γενικά ό,τι κάνει το κάνει καλά. Θα σου μάθει πολλά. Τι πανεπιστήμια και μαλακίες» μου είχε πει ο Μπόβαλης τότε.
Η συνάντηση δεν έγινε εκείνη την ημέρα. Ο Μπάμπης είχε μπλέξει κάπου όπως με ενημέρωσαν, πάντα κάπου έμπλεκε, ήταν ο χαρακτήρας του τέτοιος. Δύο ημέρες αργότερα συνάντησα έναν τριαντάρη μικροκαμωμένο, αεικίνητο τύπο, που κάπνιζε συνέχεια ενώ σου μιλούσε και ταυτόχρονα το βλέμμα του σ΄έβγαζε ακτινογραφία.
«Δεν είμαι σίγουρος εάν θέλω να ασχοληθώ με τη δημοσιογραφία, παρότι μου αρέσει» του διεμήνυσα. «Καλά, κάτσε και θα δεις πως θα πάει» μου απάντησε και αμέσως μου έδωσε μια στοίβα εφημερίδες να διαβάσω με την εντολή ότι αυτή θα ήταν η πρωινή ρουτίνα μου από εδώ και στο εξής.
Κάθε μέρα στις 7 το πρωί στα γραφεία του Flash στο Μαρούσι. Ακόμη βλέπω όνειρα από εκείνη την περίοδο. Με βλέπω να είμαι στην αίθουσα σύνταξης με το τσιγάρο να πάει σύννεφο και τα χαρτάκια με τις αναθέσεις του ρεπορτάζ της ημέρας να μοιράζονται στον κάθε φέρελπι δημοσιογράφο που βρισκόταν υπό την εποπτεία του Μπάμπη.
Έτσι άρχιζε η μέρα: με τηλέφωνα, τρέξιμο, ρεπορτάζ στο δρόμο, ηχογραφήσεις, μοντάζ, αυστηρά χρονοδιαγράμματα και μπινελίκι. Πολύ μπινελίκι.
Ο Μπάμπης ήταν εκρηκτικός και αγχώδης χαρακτήρας, η δουλειά έπρεπε να γίνει όπως ήθελε αυτός, δηλαδή άψογα. Πάντα διαβασμένος, βιβλιοφάγος και με κριτική σκέψη. Του έλεγες ένα και καταλάβαινε δύο.
«Δείξε μου τις ερωτήσεις». «Ενα, δύο, τρία. Συγκεκριμένα πράγματα μην χάνεσαι. Εσύ ρωτάς και πρέπει να πάρεις απαντήσεις, δεν θα σου λένε ό,τι θέλουν αυτοί..» και μπινελίκι. Μα όταν έβγαινε το ρεπορτάζ στον αέρα, καθόριζε την ειδησεογραφία της ημέρας και ο Μπάμπης καμάρωνε για τα παιδιά του. Μια ομάδα από νέους δημοσιογράφους με μεράκι και όρεξη για δουλειά.
Ο Μπάμπης δούλευε σκληρά και όλοι από σεβασμό ξέραμε ότι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε λιγότερο από εκείνον.
Πολλές ώρες στη δουλειά, ξενύχτια, τηλέφωνα μέσα στη νύχτα λόγω έκτακτων γεγονότων. Τα κομάντο του ρεπορτάζ ακολουθούσαν τον λοχία τους, τον Μπάμπη.
Ιστορίες; Πολλές. Ο καθένας από τους μαθητές του, γιατί ο Μπάμπης έφτιαξε σχολή στον Flash, έχει να πει και από μια.
Όπως με τη δολοφονία του Σόντερς από τη «17 Νοέμβρη». Εχω τελειώσει το «γερμανικό νούμερο» της νυχτερινής βάρδιας και ετοιμάζομαι να πάω σπίτι. Καθυστερώ λίγο να φύγω και ακούμε από τον ασύρματο της αστυνομίας για περιστατικό στα Σίδερα Χαλανδρίου. Είμαι ο μόνος στο Flash εκείνη την ώρα που μπορεί να καλύψει το γεγονός. Δεν ξέρουμε τι έχει γίνει αλλά διαισθανόμαστε ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό.
«Φύγε, τρέχα και κανόνισε να τα σκατώσεις…» μου λέει.
Η Κηφισίας μποτιλιαρισμένη ως συνήθως και η μόνη λύση είναι να πάω με τα πόδια, που σημαίνει ότι έπρεπε να ακολουθήσω την εντολή του Μπάμπη, δηλαδή να τρέξω.
Κάθε τόσο χτυπούσε το κινητό και τον είχα να ωρύεται γιατί δεν έχω φτάσει ακόμη. Η αδρεναλίνη στο κόκκινο.
Ο Flash ήταν ο πρώτος στο σημείο. Πρώτοι μάθαμε ότι επρόκειτο για τρομοκρατικό χτύπημα και ποιο ήταν το θύμα.
Όμως έπρεπε να τα πούμε και στον «αέρα». Άλλο βρισίδι, προληπτικό για την αποφυγή του οποιουδήποτε λάθους. Όλα πήγαν καλά. Κατά την επιστροφή μου στο σταθμό με υποδέχθηκε με το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου, περήφανος.
Ετσι ήταν με όλους τους «μαθητές του».
Ακολούθησαν πολλά, Εξπρές Σάμινα, Δίδυμοι Πύργοι, πόλεμος στο Αφγανιστάν, ιντιφάντα…
Ο Μπάμπης πίστεψε ότι μπορεί να υπάρξει μια διαφορετική δημοσιογραφία, ότι ο Flash μπορούσε να μην είναι ένα τοπικό περιφερειακό ραδιόφωνο.
Ήμασταν το μόνο μέσο που είχε επαφές σε όλο τον κόσμο και συνεντεύξεις – ρεπορτάζ καθημερινά με πρωταγωνιστές από τη διεθνή σκηνή, ακόμη και με αντάρτες από τα βουνά του Κουρδιστάν. Όλα αυτά γιατί ο Μπάμπης είχε όραμα, αγαπούσε τη δουλειά του, άκουγε τους συναδέλφους του και τολμούσε για το διαφορετικό.
Η αγάπη που όλοι του έδειχναν ήταν αμοιβαία. Στα τραπέζια που έκανε για τη γιορτή του, τα χρόνια της χαράς και της ελπίδας, ήμασταν όλοι εκεί. Εξαίρετος μάγειρας, μεταξύ άλλων, και με σπουδαίο χιούμορ όταν αποφάσιζε να βγει από την μοναχικότητά του.
Είχε αλάνθαστο δημοσιογραφικό κριτήριο και ένστικτο, ήταν άοκνος και συνέχεια στην τσίτα. Όταν έκανε ρεπορτάζ ή ζωντανές εκπομπές, ακόμη και σε έκτακτες συνθήκες, μπορούσε να γίνει πολύ αυστηρός χωρίς όμως ποτέ να χάνει την ευγένειά του.
Όμως το πιο σημαντικό στην καριέρα του ήταν η ακεραιότητά του. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν τον εμπόδιζαν να βλέπει καθαρά και να στέκεται αντιμέτωπος στην εξουσία την οποία ως γνήσιος δημοσιογράφος πίστευε ότι υποχρεούταν να την ελέγχει.
Το αίσθημα του δικαίου ήταν έμφυτο στο χαρακτήρα του και είχε την τόλμη να αναθεωρεί απόψεις και πεποιθήσεις και να συγκρούεται για ιδεολογικούς λόγους, όποτε τύγχαινε και τύγχαινε συχνά.
Δεν πιστεύω ότι κάποιο από τα δημοσιογραφικά παιδιά του μπορεί να αμφισβητήσει το μέγεθος του Μπάμπη Αγρολάμπου. Πολλοί τρώμε ψωμί γιατί μας έμαθε ο Μπάμπης τη δουλειά και μας την έμαθε καλά.
Μόνο που το ψωμί αυτό πολλές φορές είναι πικρό. Για όσους επέλεξαν την ηθική που διέκρινε τον Μπάμπη.
Αυτό το ανήσυχο πνεύμα ταλαιπωρήθηκε. Από την πρώτη μέρα που ήρθε από το Διδυμότειχο στην Αθήνα, τη δεκαετία του ΄80, για να σπουδάσει και στη συνέχεια να γίνει δημοσιογράφος, ένας δημοσιογράφος, ο οποίος είχε υψηλό πολιτικό κριτήριο, διορατικότητα και δεοντολογία.. Ο Μπάμπης σε άλλη χώρα θα διέπρεπε. Εδώ κέρδισε το σεβασμό όλων, αλλά πάλευε καθημερινά.
Τα όποια λάθη του ήταν βαθιά ανθρώπινα, τα ήξερε και τον βάραιναν.
Τώρα το ξαφνικό του φευγιό βαραίνει όλους εμάς που τον αγαπήσαμε.
Α ρε Μπάμπη, μας τσάκισες.
Αναπαύσου τώρα και άσε εμάς να παλεύουμε με τα μικρά, τα καθημερινά.
Τα παιδιά σου θα είναι περήφανα για εσένα, θα τους θυμίζουμε πάντα τα καλά σου και την αξία σου.
Καλό ταξίδι φίλε.