«... Για καιρό, απέφευγα να μιλήσω για την απόπειρα, και δεν τολμούσα να αντικρίσω τη φωτογραφία του σακατεμένου μου εαυτού - γιατί με κατέτρυχε η ντροπή που επί αιώνες τυραννούσε (κι εξακολουθεί να τυραννά) τους ψυχικά νοσούντες: το στίγμα κι η σιωπή, η αίσθηση ότι ευθύνεσαι για την αρρώστια σου, η άδικη, παράλογη, απάνθρωπη ενοχή για μια πράξη που δεν ήταν παρά ένα δραματικό σύμπτωμα μιας νόσου πέρα από τον έλεγχό σου....»
Ο συγγραφέας και μεταφραστής Αύγουστος Κορτώ με ανάρτηση του στο Facebook αναφέρεται στην απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε πριν από έναν χρόνο «έπειτα από σκληρή, πολύμηνη μάχη με την κατάθλιψη» και στέλνει ηχηρό μήνυμα.
Με αφοπλιστική γενναιότητα ο Κορτώ όχι μόνο περιγράφει λεπτομερώς την περιπέτεια του, αλλά επικαλούμενος την κοινή λογική σημειώνει: «.... Η κατάθλιψή σας, η υπομανία, η ψύχωση, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, δεν είναι παρά συμπτώματα μιας ψυχικής νόσου. Θα ντρεπόταν ποτέ ένας καρκινοπαθής για τη νεοπλασία του, ένας διαβητικός για το ασθενικό πάγκρεας με το οποίο γεννήθηκε; Καμιά ντροπή: ό,τι νοσεί, είναι ζωντανό - κι άρα μπορεί να ζήσει καλύτερα».
Το πλήρες κείμενο της ανάρτησης του είναι το εξής:
«Πριν ένα χρόνο, έπειτα από σκληρή, πολύμηνη μάχη με την κατάθλιψη, προσπάθησα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Στα πέντε λεπτά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που είχε καμφθεί σε μια στιγμή απελπισίας, επανήλθε βρυχώμενο, και κάλεσα ασθενοφόρο. Στο νοσοκομείο, υποβλήθηκα σε πλύση στομάχου, και όταν συνήλθα κάπως απ′ την αρχική σύγχυση, διαπίστωσα ότι υπέφερα από μερική αφασία: οι λέξεις, που ως τότε δεν με είχαν προδώσει ποτέ, τώρα ξεγλιστρούσαν και χάνονταν, κι αδυνατούσα να ολοκληρώσω μια απλή πρόταση. Για καλή μου τύχη, η συνέπεια αυτή της απόπειρας παρήλθε.
Μαζί με τον Τάσο - ο οποίος, χάρη στο σύμφωνο συμβίωσης, μπορούσε να συναποφασίζει για την πορεία της υγείας μου - αποφασίσαμε ότι έπρεπε να νοσηλευθώ, οπότε και πέρασα δύο βδομάδες στο Αιγινήτειο, όπου έλαβα πολύτιμη βοήθεια και στήριξη: η διάγνωση της διπολικής διαταραχής ετέθη οριστικά, και άρχισα να παίρνω την αγωγή που χρειαζόμουν για χρόνια, και χάρη στην οποία - σε συνδυασμό με την ανεκτίμητη συμπαράσταση και την απέραντη αγάπη του συζύγου, του πατέρα και των φίλων μου - σύντομα κατέκτησα μια πρωτόγνωρη ψυχική ευρωστία.
Ωστόσο, για καιρό, απέφευγα να μιλήσω για την απόπειρα, και δεν τολμούσα να αντικρίσω τη φωτογραφία του σακατεμένου μου εαυτού - γιατί με κατέτρυχε η ντροπή που επί αιώνες τυραννούσε (κι εξακολουθεί να τυραννά) τους ψυχικά νοσούντες: το στίγμα κι η σιωπή, η αίσθηση ότι ευθύνεσαι για την αρρώστια σου, η άδικη, παράλογη, απάνθρωπη ενοχή για μια πράξη που δεν ήταν παρά ένα δραματικό σύμπτωμα μιας νόσου πέρα από τον έλεγχό σου.
Γι′ αυτό και σήμερα, που όλα αυτά μοιάζουν με κακό όνειρο - με τον εφιάλτη ενός άλλου Πέτρου, που έγινε καλά, και μπορεί να γράφει αυτές τις αράδες - θέλω να ζητήσω μια χάρη από κάθε άνθρωπο που υποφέρει από κατάθλιψη, που βρέθηκε (ή φοβάται ότι μπορεί να βρεθεί) στη θέση μου:
Μιλήστε για την αρρώστια σας. Ζητήστε τη βοήθεια φίλων, γνωστών, συγγενών - πάνω απ′ όλα, τη βοήθεια γιατρού. Η κατάθλιψή σας, η υπομανία, η ψύχωση, ο αυτοκτονικός ιδεασμός, δεν είναι παρά συμπτώματα μιας ψυχικής νόσου. Θα ντρεπόταν ποτέ ένας καρκινοπαθής για τη νεοπλασία του, ένας διαβητικός για το ασθενικό πάγκρεας με το οποίο γεννήθηκε; Καμιά ντροπή: ό,τι νοσεί, είναι ζωντανό - κι άρα μπορεί να ζήσει καλύτερα.
Σήμερα - έχοντας επιστρέψει απ′ τον ζόφο - σας απλώνω το χέρι. Αύριο, μπορεί να μου το απλώσετε εσείς. Δείξτε, λοιπόν, στον εαυτό σας, την αγάπη και την επιείκεια που του αξίζει. Σπάστε τη σιωπή, την αναίτια ντροπή.
Και στο πιο βαθύ σκοτάδι, το θαύμα της ζωής μας λάμπει».