Παρά τα είκοσι χρόνια αμερικανικής κατοχής στο Αφγανιστάν, η επικράτηση των Ταλιμπάν φαίνεται να μην αμφισβητείται από κανέναν. Η αντίσταση του Παντσίρ δυσκολεύεται να επιβιώσει, καθώς ο ηγέτης της, πρώην συνεργάτης των Αμερικανών, λέγεται ότι έχει διαφύγει στο Τατζικιστάν, και έχει να τουιτάρει από τις 3/9. Μεταξύ δε των Αφγανών πολιτών, πέρα από τις διαμαρτυρίες κάποιων γενναίων γυναικών, η αντίσταση είναι κάθε άλλο παρά μαζική.
Και στην Ευρώπη, ένα νέο κύμα εκκλήσεων για υποδοχή «προσφύγων» ακούγεται από διάφορα χείλη, όπως του σοσιαλδημοκράτη Προέδρου του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι και του χριστιανοδημοκράτη υποψηφίου για την γερμανική καγκελαρία, Άρμιν Λάσετ. Η Κάθριν Γούλαρντ, εκπρόσωπος 130 ΜΚΟ που ασχολούνται με το μεταναστευτικό ζητά η υποδοχή να μην αφορά αποκλειστικώς σε διερμηνείς και άλλους συνεργάτες που απεγκλώβισαν οι ίδιες οι Δυτικές χώρες, αλλά και όλους όσους «φτάνουν με ίδια μέσα» («arrive under their own steam»), αφαιρώντας την επιλογή από τα ίδια τα κράτη–η μεταναστευτική πολιτική θα αποφασίζεται από τους ίδιους τους μετανάστες.
Εύρος του παρόντος κειμένου
Το παρόν κείμενο δεν εξετάζει το κατά πόσον η μαζική υποδοχή μεταναστών είναι «χρυσή ευκαιρία» για τις Δυτικές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ή αν έστω αποτελεί ηθικό τους καθήκον. Επίσης δεν εξετάζει κατά πόσον είναι εφικτή η μαζική ενσωμάτωση–οικονομική και πολιτισμική– τέτοιων πληθυσμών. Αυτά είναι ξεχωριστά ζητήματα που απαιτούν τον δικό τους χώρο–ειδικά σε ό,τι αφορά τα τελευταία δύο,( βλ. «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν πάει στις Καστανιές»).
Από την άλλη όμως, δεδομένο είναι το μαζικό αίτημα του ελληνικού λαού για δραστικό περιορισμό του φαινομένου. Το 90% των πολιτών του Β. Αιγαίου βλέπει το φαινόμενο ως πρόβλημα, και το 65% τους πρόσφυγες-μετανάστες ως «απειλή» (έρευνα ΚΑΠΑ RESEARCH). Στο σύνολο της επικράτειας, το 90% του συνόλου (66% μεταξύ ψηφοφόρων ΣΥΡΙΖΑ) συμφώνησε με το κλείσιμο των συνόρων κατά την επίθεση στον Έβρο, το 86% (51% ΣΥΡΙΖΑ) ζητά σκλήρυνση της στάσης της Κυβέρνησης και 83% (60% ΣΥΡΙΖΑ) θεωρεί το φαινόμενο ασύμμετρη απειλή (έρευνα Opinion Poll για το «Πρώτο Θέμα»). Αντίστοιχα αποτελέσματα έφερε στο φως δημοσκόπηση της Pulse για τον Σκάι, καθώς και σειρά άλλων.
Από την άλλη, αντιτείνεται ότι λόγω γεωγραφίας «η φύλαξη αυτών των εκτεταμένων συνόρων, ιδίως των θαλασσίων, είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση», και προτείνεται η συμφιλίωση με το αναπόφευκτο. Είναι δε ενδεικτικό ότι και μεταξύ των πολιτών 51% είναι απαισιόδοξοι με την εξέλιξη του φαινομένου (Opinion Poll) και μόνον το 23% ζητά αποφασιστικότερη φύλαξη, σε αντίθεση με το 73% που ζητά καλύτερη κατανομή μεταξύ των χωρών της ΕΕ (έρευνα Metron Analysis).
Εισαγωγικά, πρέπει να ειπωθεί ότι η επίκληση απόλυτης αδυναμίας εκ των πραγμάτων υποκαθιστά την πολιτική αντιμετώπισης του οποιουδήποτε προβλήματος με μια απλή τεχνοκρατική διαχείρισή του. Τα διλήμματα που θέτει κάτι τέτοιο σε μια Δημοκρατία είναι σαφή.
Εκτός όμως από φιλοσοφικά προβληματική, μια τέτοια άποψη τυχαίνει να είναι–για το συγκεκριμένο θέμα–και εντελώς λανθασμένη, σύμφωνα με τα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα.
Το ερώτημα λοιπόν με το οποίο ασχολείται το παρόν κείμενο είναι κατά πόσον είναι εφικτή η αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων, αφ’ ης στιγμής ληφθεί μια τέτοια απόφαση.
Τα δεδομένα
Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες διατηρεί μια επιχειρησιακή πύλη δεδομένων για «προσφυγικές έκτακτες ανάγκες», η οποία καταγράφει, μεταξύ άλλων, τις παράνομες μεταναστευτικές ροές από τον Ιανουάριο του 2014, στην Μεσόγειο συνολικά, αλλά και ξεχωριστά ανά χώρα–και για την Ελλάδα.
Η επιφάνεια εργασίας της πύλης παρουσιάζει διαδραστικά την ανάλυση των δεδομένων ανά ημέρα ή μήνα άφιξης, και συγκεντρώνει αυτές τις πληροφορίες σε χιλιάδες περιοδικά έντυπα και αναφορές διαθέσιμα ως pdf.
Βεβαίως, οι δημοσιεύσεις αυτές δεν παρέχουν κανένα γεωπολιτικό πλαίσιο: στο ενημερωτικό δελτίο του Μαρτίου 2020 διαβάζουμε ότι «υπήρξε αυξημένη ένταση στα χερσαία ελληνοτουρκικά σύνορα που ήταν κλειστά»–δηλαδή, για την Ύπατη Αρμοστεία, η ημέρα της τουρκικής υβριδικής επίθεσης στον Έβρο ήταν απλώς Παρασκευή.
Σε μας λοιπόν απόκειται να συνθέσουμε το πλαίσιο και να συνάγουμε αιτιώδεις σχέσεις.
Ανάλυση των δεδομένων
Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, ξεκινάμε από το παρακάτω γράφημα που δείχνει τις παράνομες μεταναστευτικές ροές μέσω Ελλάδος, Ιταλίας και Ισπανίας για το διάστημα 2014-2021.
Δεν μπορεί να διαλάθει της προσοχής κανενός το ότι η Ελλάδα, στην κορύφωση της κρίσης (Οκτώβριος 2015), έφτασε να δεχθεί σε ένα μήνα σχεδόν 212 χιλιάδες μεταναστών, ενώ οι μέγιστη αντίστοιχη εισροή στην Ιταλία ποτέ δεν ξεπέρασε τις 28 χιλιάδες!
Μπορούμε δε να σημειώσουμε ότι η έντονη άνοδος σχεδόν ταυτίζεται με την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ (25/1/2015)–για τον αρχηγό του οποίου η θάλασσα δεν έχει σύνορα–και την καταστροφή του φράχτη του Έβρου από πλημμύρες (3/2/2015)–γεγονός που πανηγύρισε και βουλευτής της τότε νεοεκλεγείσας κυβέρνησης.
Είναι βεβαίως κοινοτοπία το ότι συσχέτιση δεν σημαίνει αιτιότητα, και ότι υπάρχει και ένας περιστασιακός παράγοντας. Και πάλι όμως, τα σήματα που είχε εκπέμψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να ενθάρρυναν τον κάθε ενδιαφερόμενο να κατευθυνθεί στον βαλκανικό διάδρομο μέσω Ελλάδος.
Θα μπορούσε βεβαίως κανείς να αντιτείνει ότι ήταν τέτοιες οι ροές που κανείς δεν θα μπορούσε να τις αποτρέψει, πολλώ δε μάλλον συνυπολογίζοντας τις πολύ μικρότερες αποστάσεις των ελληνοτουρκικών παραλίων σε σχέση με εκείνες μεταξύ ιταλικών και αφρικανικών.
Ακόμη κι αν αγνοούσαμε την ισχύ της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα βάσιμο επιχείρημα. Και πάλι όμως, αυστηρά μιλώντας, θα παρέμενε υποθετικό: η ιστορία δεν γράφεται με «αν».
Συμπεράσματα όμως μπορούν να προκύψουν από τα όσα απέδωσε εν τοις πράγμασι–από καταγραφές και όχι από υποθέσεις–η προσπάθεια σφράγισης των συνόρων κατά την υβριδική επίθεση της Τουρκίας στον Έβρο.
Οι σχετικές ροές εικονίζονται στο παρακάτω γράφημα:
Εδώ διαπιστώνουμε ότι παρά την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ οι εισροές συνέχισαν την εποχική τους διακύμανση–υψηλές το καλοκαίρι, χαμηλές τον χειμώνα–με τις θαλάσσιες εισόδους να κυριαρχούν. Η αλλαγή κυβέρνησης δεν είχε κάποιο θεαματικό αποτέλεσμα, που υποδηλώνει μια χαλαρότητα στην πολιτική αντιμετώπιση του προβλήματος από την ΝΔ και μια επιλογή απλής διαχείρισής του. Ούτε τα έργα που έγιναν από τον Αλκιβιάδη Στεφανή φαίνεται να είχαν από μόνα τους κάποιο άμεσα μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Η ποιοτική αλλαγή έγινε με την υβριδική επίθεση, η οποία τελικώς υποχρέωσε την Κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Κατά το διάστημα της επίθεσης (Μάρτιος 2020) υπήρξε μείωση των παρανόμων εισόδων και αντί να δούμε αύξηση προ της εξαιρετικά αυξημένης πιέσεως, είδαμε μείωση εξαιτίας της αυξημένης φύλαξης. Και αυτό παρά τις παροδικώς αυξημένες θαλάσσιες αφίξεις (1η Μαρτίου: 736, 2α Μαρτίου: 571). Τον δε Απρίλιο, με τους αμυνόμενους σε πλήρη επιφυλακή και τους επιτιθέμενους σε κόπωση, όλες οι είσοδοι σχεδόν εκμηδενίσθηκαν (78 συνολικά).
Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε τον ψυχολογικό παράγοντα: η παράνομη διάσχιση συνόρων από μια μη εμπόλεμη ζώνη–δηλαδή την Τουρκία–δεν χαρακτηρίζεται από την κατανοητή απελπισία ενός πραγματικού πρόσφυγα που φεύγει για να σώσει την ζωή του.
Λόγω του οικονομικού κινήτρου, αποτελεί εγχείρημα που επιχειρείται όταν τα πιθανά οφέλη υπερτερούν των ρίσκων και όταν οι πιθανότητες επιτυχίας είναι στοιχειωδώς ευνοϊκές. Γι’ αυτό και οι τουρκικές αρχές αναγκάστηκαν να σύρουν δια της βίας στην Αδριανούπολη πολλούς Σύρους μετανάστες, που μιλούσαν άπταιστα τουρκικά λόγω πολύχρονης εγκατάστασης στην Τουρκία. Αυτοί και οι οικογένειές τους, λίγη διάθεση είχαν να επιχειρήσουν την διάβαση.
Στην αξιολόγηση ρίσκου-οφέλους, οι επιτυχίες ή αποτυχίες όσων έχουν προηγηθεί λαμβάνονται υπόψη από όσους έπονται. Συνεπώς, μια υπερπροσπάθεια από πλευράς φύλαξης δεν είναι απαραίτητο να συνεχιστεί ες αεί, αφού έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα.
Απόδειξη αποτελεί η αποχώρηση του κυρίου όγκου μετά από τρεις εβδομάδες πολιορκίας (21/3), και η οριστική εγκατάλειψη μιας τέτοιας επιχείρησης. Πράγματι, οι τουρκικές αρχές θα είχαν σήμερα εξαιρετικά μεγάλο πρόβλημα στρατολόγησης, κάτι που μειώνει την πίεση στην ελληνική φύλαξη.
Είναι όλως ενδεικτικό και το ότι αμέσως μετά την αποτυχία της επίθεσης, οι ροές προς Ισπανία και Ιταλία πήραν την ανιούσα, με τις αντίστοιχες μέσω Ελλάδος να παραμένουν σε υποπολλαπλάσια επίπεδα έκτοτε. Η χώρα μας δεν αποτελεί πια το ελκυστικότερο σημείο εισόδου, άρα η υπερπροσπάθεια εκείνου του μήνα συνεχίζει να αποδίδει καρπούς.
Αντιθέτως, μια χαλαρή φύλαξη αποτελεί σήμα που δημιουργεί βρόχο θετικής ανάδρασης: οι επιτυχείς προσπάθειες ενθαρρύνουν περισσότερες νέες απόπειρες.
Αποτίμηση
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η φύλαξη των συνόρων παραμένει πρακτικώς εφικτή, ακόμη και στο ελληνικό ανάγλυφο, και ότι συνεχίζει να παραμένει στην σφαίρα της πολιτικής επιλογής. Μένει να ληφθεί η πολιτική απόφαση.
Είναι σαφές ότι η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε για ιδεολογικούς λόγους κάθε σοβαρή φύλαξη των ελληνικών συνόρων, πράγμα για το οποίο κρίθηκε δεόντως.
Είναι επίσης προφανές ότι οι Κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας, τόσο του Α. Σαμαρά, όσο και του Κ. Μητσοτάκη, υιοθέτησαν μια πιο στιβαρή στάση στο ζήτημα αυτό. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη πιο στιβαρή από όσο θα φανταζόταν ο Πρόεδρός της, και αυτό πάλι υπό εξαιρετική πίεση. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η επιτυχία της πρέπει να της πιστωθεί, και όντως της πιστώθηκε σε σειρά δημοσκοπήσεων.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι πρόσφατες δηλώσεις του Κ. Μητσοτάκη ενώπιον του Νταβίντ Σασόλι, προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, περί της προθέσεως να μην επιτρέψει να επαναληφθούν οι ανεξέλεγκτες ροές του 2015.
Ερωτήματα όμως εγείρουν πολλές επιλογές της Κυβέρνησης Μητσοτάκη στο συγκεκριμένο ζήτημα:
-Γιατί ο κ. Μηταράκης σχεδιάζει τόσες πόλεις παρανόμων μεταναστών στην ελληνική μεθόριο αντί να επεξεργάζεται σχέδια για την επιστροφή τους στις πατρίδες τους–ή στην Τουρκία; Δεν κατανοεί ότι η προοπτική μόνιμης εγκατάστασης πλησίον αστικών κέντρων και συγκοινωνιακών μέσων ενθαρρύνει περισσότερους να επιχειρήσουν την παράνομη είσοδο, ευελπιστώντας σε μια μελλοντική διευθέτηση;
-Γιατί κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό απομακρύνθηκαν οι Μ. Χρυσοχοΐδης και Α. Στεφανής, δύο στελέχη που πρωτοστάτησαν στην οχύρωση του Έβρου και στην αντιμετώπιση της υβριδικής επίθεσης; Μήπως το έργο τους στον τομέα αυτό κρίνεται ελάσσονος σημασίας σε σχέση με την τήρηση άλλων (μικρο)κομματικών ισορροπιών;
-Γιατί οι ροές δεν έχουν εκμηδενισθεί μετά το επίτευγμα του Απριλίου του 2020, αλλά συνεχίζονται έκτοτε στάγδην, αλλά με τον σταθερό ρυθμό των 500-600 μηνιαίως;
Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει σαφώς βελτιώσει τους δείκτες της Κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά τέτοιοι που ήταν, αυτό ήταν το μόνο εύκολο. Το ερώτημα είναι αν έχει πρόθεση να θέσει τα σύνορα υπό τον πλήρη έλεγχο του ελληνικού κράτους, κάτι που μαζικά ζητούν που πολίτες.