«Ο Καζαντζάκης, ακόμη και στον Ανήφορο, που είναι ένα προσχέδιο του Καπετάν Μιχάλη, ουσιαστικά σου δείχνει τι είχε πάθει ο ίδιος σαν μικρό παιδί βλέποντας τον γιγάντιο πατέρα του. Στα μάτια του Καζαντζάκη ο πατέρας του πρέπει να ήταν ένα βουνό, που το φοβόταν πάρα πολύ και τον οποίον εξωράισε στη μνήμη του. Ή προσπάθησε τουλάχιστον να τον συγχωρήσει στη μνήμη του, γράφοντας αυτά τα δύο έργα.
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος. Και απέναντι στην οικογένεια του. Είναι σκληρός με όλους τους ανθρώπους. Όλα αυτά, για τη γη του. Για το χώμα του. Είναι ένας πολύ γήινος, εκδικητικός και βίαιος άνθρωπος. Και ξαφνικά ερωτεύεται. Και ερωτεύεται βαθιά μία αλλόθρησκη…»
Το πλέον ευπώλυτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Καπετάν Μιχάλης» ζωντανεύει για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη σε σενάριο και σκηνοθεσία Κώστα Χαραλάμπους.
Λίγο πριν από την πρεμιέρα -21 Δεκεμβρίου στις κινηματογραφικές αίθουσες-, ο Αιμίλιος Χειλάκης που ενσαρκώνει τον εμβληματικό μυθιστορηματικό ήρωα, μιλά στη HuffPost.
-Πότε διαβάσατε για πρώτη φορά τον Καπετάν Μιχάλη;
Πρώτη φορά στα 16 μου. Τη δεύτερη φορά ήμουν γύρω στα τριάντα, μετά διάβασα το βιβλίο για την ηχογράφηση που έκανα στη Bookvoice -ως audiobook- και η τέταρτη φορά ήταν το σενάριο του Χαραλάμπους.
-Η εντύπωση που σας δημιούργησε το μυθιστόρημα στην πρώτη ανάγνωση, αλλά και μετά όταν επανήλθατε;
Με μάγευε αυτή η αίσθηση καθήκοντος, με έναν περίεργο τρόπο, ενός Κρήτα απέναντι σε έναν μεγάλο έρωτα. Δεν μπορούσα να καταλάβω στα δεκαέξι μου πώς ένας άνθρωπος διαλέγει αντί για τον έρωτα το καθήκον. Βέβαια, η προτροπή για να διαβάσω τον Καπετάν Μιχάλη ήταν, «διάβασε για να δεις ποια είναι η διαφορά του εθνικού με το εθνικιστικό». Οι πολιτικές μου καταβολές είναι από την εφηβεία μου, σε σχέση με το κοινωνικό πρόσημο. Είτε το ονομάσεις κεντροαριστερό, είτε αριστερό, είτε σοσιαλιστικό, είτε κεντρώο. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι μια περιουσία μου στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα. Κι όταν ήρθε η πρόταση του Χαραλάμπους ήμουν «σαν έτοιμος από καιρό».
-Η πρόταση έγινε πότε;
Τον Μάρτιο του 2022.
-Πολύ δύσκολο να «χωρέσει» ένα τέτοιο μυθιστόρημα σε ένα σενάριο.
Ναι, έχουν μείνει πλείστες ιστοριών απέξω. Ο Καζαντζάκης απλώνεται σε μία ολόκληρη πόλη για να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι ο Χάνδακας, το μεγάλο κάστρο, ο Άγιος Μηνάς, οι πέριξ γειτονιές του και οι άνθρωποι.
-Το 1899 αυτά, την περίοδο της Κρητικής Επανάστασης.
Μίας εκ των επαναστάσεων. Ο Καζαντζάκης περιγράφει μία γενιά Κρητών οι οποίοι μεγαλώνουν και πεθαίνουν με την αίσθηση ότι είναι καταπιεσμένοι και έχουν ένα καθήκον. Άλλοι εξ αυτών είναι πιο γλεντζέδες, πιο ανθρώπινοι…
-… Πιο Ζορμπάδες...
Πιο Ζορμπάδες, σωστό, κάποιοι είναι πιο Αρχάγγελοι Μιχαήλ. Δηλαδή, πιστεύουν ότι οι ρομφαία είναι πάντα εκεί όρθια να τιμωρήσει.
-Ο συγγραφέας βασίστηκε στον πατέρα του γράφοντας τον Καπετάν Μιχάλη.
Ο Καζαντζάκης, ακόμη και στον «Ανήφορο», που είναι ένα προσχέδιο του Καπετάν Μιχάλη, τον οποίο έχω επίσης ηχογραφήσει για τη Bookvoice, ουσιαστικά σου δείχνει τι είχε πάθει ο ίδιος σαν μικρό παιδί βλέποντας τον γιγάντιο πατέρα του. Στα μάτια του Καζαντζάκη ο πατέρας του πρέπει να ήταν ένα βουνό, που το φοβόταν πάρα πολύ και τον οποίον εξωράισε στη μνήμη του. Ή προσπάθησε τουλάχιστον να τον συγχωρέσει στη μνήμη του, γράφοντας αυτά τα δύο έργα.
“Πατρίδα είναι οι άνθρωποι, δεν είναι μόνο το χώμα και δεν είναι μόνο η Ιστορία”
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος. Και απέναντι στην οικογένεια του. Είναι σκληρός με όλους τους ανθρώπους. Όλα αυτά, για τη γη του. Για το χώμα του. Είναι ένας πολύ γήινος, εκδικητικός και βίαιος άνθρωπος. Και ξαφνικά ερωτεύεται. Και ερωτεύεται βαθιά μία αλλόθρησκη.
-Η οποία είναι γυναίκα ενός άλλου άνδρα.
Η οποία είναι γυναίκα του αδελφοποιτού του. Ενός Τούρκου. Φανταστείτε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε αδελφοποιτό έναν Τούρκο. Γιατί κάτι μέσα του τον κάνει να συγγενεύει με τους ανθρώπους, παρόλο που οι ρίζες του είναι βαθιές, φτάνουν εκατό μέτρα μέσα στη γη.
Σε αυτή λοιπόν, τη μικρή συγγένεια, μπαίνει μέσα ο έρωτας. Και δεν ξέρει τι να τον κάνει. Λέω συχνά, και διαφωνούμε με τον Χαραλάμπους, Κώστα μου, στην ταινία -ο υπότιτλος της οποίας είναι «Καπετάν Μιχάλης, Ελευθερία ή Θάνατος»- εγώ παίζω το διαζευκτικό «ή». Γιατί ξαφνικά αυτός ερωτεύεται και δεν ξέρει τι να κάνει. Είναι διαρκώς ή στο ένα ή στο άλλο, και κάποια στιγμή παίρνει την απόφαση να σκοτώσει τον έρωτα και να πεθάνει για την πατρίδα του. Φοβερό. Δεν ξέρω πώς το κάνει.
-Σ’ εμάς φαντάζει λίγο έξω από τα ανθρώπινα.
Μην μπερδευόμαστε -εδώ είναι το εθνικό και το εθνικιστικό. Είναι άλλο ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας και άλλο να νομίζεις ότι η ράτσα σου είναι η καλύτερη όλων. Κι όταν λέω, ράτσα, εννοώ, το αίμα, η φυλή. Είναι διαφορετικό να αγαπάς τον τόπο σου και να θέλεις ευλογημένα να αναπτυχθεί και είναι διαφορετικό να θεωρείς ότι ο τόπος σου είναι καλύτερος όλων των άλλων. Σας μιλάει ένας πατριώτης αυτή τη στιγμή, που πιστεύει ακράδαντα ότι στην πατρίδα μου πρέπει όλοι να είναι καλά. Ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, χρώματος, φύλου, κι ανεξαρτήτως αν έπρεπε να ξεριζωθούν από κάποια πατρίδα και να βρεθούν σ’ εμάς, χωρίς να το θέλουν, γιατί είμαστε η μόνη ανοιχτή πόρτα στην Ευρώπη. Η πατρίδα μου λοιπόν, που έχει παράτυπους μετανάστες, ομοφυλόφιλους που θέλουν να κάνουν οικογένεια, που θέλουν κι αυτοί να ζήσουν σε μια πατρίδα που δεν εχθρεύεται κανέναν και θέλουν απλά να δουλέψουν, να ερωτευτούν, να κάνουν τέχνη, αυτή η πατρίδα που τη λατρεύω, δεν είναι καλά. Εγώ, σαν καπετάν Μιχάλης λοιπόν, θα προσπαθήσω πάντα να θυμίζω ότι πατρίδα μας είναι όλοι οι άλλοι. Είναι οι άνθρωποι, δεν είναι μόνο το χώμα και δεν είναι μόνο η Ιστορία. Γιατί αν κοιτάξουμε την Ιστορία της Ελλάδας ήταν πάντα μπερδεμένες φυλές. Οι οποίες ζήσαν μαζί. Και επαναστάτησαν μαζί. Ξεχνάμε ότι οι Αρβανίτες ήταν από τους πρώτους οπλαρχηγούς του Αγώνα.
-Βεβαίως, οι Κρητικοί είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση, δεν είναι;
Οι Κρήτες, όπως και οι Κύπριοι, όπως και οι Μαλτέζοι, όπως και οι Κορσικανοί, είναι σε αυτά τα μεγάλα νησιά στη Μεσόγειο που νιώθουν αποκομμένοι ούτως ή άλλως.
-Από τις ηπειρωτικές τους χώρες, εννοείτε.
Ναι. Γι’ αυτό και τα όμορα κράτη προσπάθησαν πλείστες φορές να κατακτήσουν αυτά τα νησιά. Είναι φυσιολογικό. Ο Κρήτας νιώθει, όπως βρίσκεται στο κέντρο της Μεσογείου ότι, που να προλάβει τώρα η Αθήνα να με προστατεύσει; Πρέπει μόνος μου να κρατήσω την ανεξαρτησία του νησιού μου. Δεν μέμφομαι, το επικροτώ. Είναι λοιπόν, αγρίμια, που έχουν βγάλει σπουδαίους καλλιτέχνες, σπουδαίους λογοτέχνες, σπουδαίους πολιτικούς -όχι πάντα (γέλια).
“Δεν ξέρει ο κόσμος τον Καζαντζάκη. Λυπάμαι που το λέω κι ευτυχώς που κάναμε αυτή την ταινία. Εννοώ, ξέρει τον Καζαντζάκη, αλλά δεν ξέρει τα έργα του. Νομίζω ξέρουν μόνο τον Ζορμπά. Τώρα ελπίζω να μάθουν και τον Καπετάν Μιχάλη”
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι από αυτούς τους ανθρώπους που αν τον γνώριζα θα του έλεγα, συγνώμη κύριε μου, αλλά κάνετε κάπου λάθος. Ακούστε και τους άλλους, ακούστε και μια δεύτερη γνώμη. Ο πνευματικός πλούτος που σου δίνει η άλλη άποψη, δεν ανταλλάσσεται.
Μην ξεχνάμε ότι δεν είναι ρεαλιστικό πρόσωπο, είναι προϊόν μυθοπλασίας. Κάτι μας λέει ο Καζαντζάκης με τον Καπετάν Μιχάλη. Κάτι από εμάς θέλει να δείξει, κάτι από το μένος μας, τη μονομανία μας. Όταν συναντάει την αγάπη δεν ξέρει τι να την κάνει. Πολλές φορές έχουμε σκοτώσει την αγάπη.
Ο Καπετάν Μιχάλης είναι όχι μόνο ένας Κρήτας, είναι ένας Έλληνας. Είναι αυτός που λέει, εγώ είμαι η Κρήτη. Φίλε, δεν είσαι εσύ η Κρήτη. Όλοι σας είσαστε η Κρήτη. Απλά εσύ θες να αναλάβεις ως ψυχολογικό ράκος την ευθύνη όλου του κόσμου. Όχι με το Καζαντζακικό τρόπο που λέει, να αγαπάς την ευθύνη, θεωρώντας ότι είσαι ο βασιλιάς του κόσμου. Έτσι πιστεύει ο Καπετάν Μιχάλης.
-Πού έγιναν τα γυρίσματα;
Σε όλη την Κρήτη. Σφακιά, Αράβενα, Ρέθυμνο, Επισκοπή -σε κάτι υπέροχα χωριά με φοβερές ιστορίες-, Σητεία, Ιεράπετρα, στον Άγιο Νικόλαο, στη Μονή, σε όλη την Κρήτη, και νότια και βόρεια και στα βουνά, παντού. Δυόμιση μήνες.
-Η υποδοχή των ντόπιων όταν έμαθαν ότι δεν γυρίζετε απλά μία ταινία, αλλά τον Καπετάν Μιχάλη;
Δεν ξέρει ο κόσμος τον Καζαντζάκη. Λυπάμαι που το λέω κι ευτυχώς που κάναμε αυτή την ταινία. Εννοώ, ξέρει τον Καζαντζάκη, αλλά δεν ξέρει τα έργα του. Νομίζω ξέρουν μόνο τον Ζορμπά. Τώρα ελπίζω να μάθουν και τον Καπετάν Μιχάλη. Δεν φταίει ο κόσμος. Δεν έχουμε κεντρίσει το ενδιαφέρον του ώστε να στραφεί στη λογοτεχνία. Σε ένα μέρος που είναι τουριστικό και όλοι εργάζονται για τον τουρισμό, που να προλάβει ο άλλος να διαβάσει Καζαντζάκη; Είναι και 500 σελίδες.
-Μιλάμε με αφορμή μία ταινία, όμως το σινεμά λόγω streaming βρίσκεται σε μία νέα εποχή.
Είμαστε παγκοσμίως μία γενιά ανθρώπων που έχουμε φοβηθεί πάρα πολύ την αντιπαράθεση στον δημόσιο λόγο, που κλεινόμαστε σε ένα καβούκι για να μπορέσουμε να παρατηρούμε χωρίς να μας παρατηρούν. Γιατί όταν πηγαίνεις στο σινεμά, την ώρα που φεύγεις, φαίνεται αν σου άρεσε ή δεν σου άρεσε αυτό που είδες. Δεν έχουμε καν τη χαρά της άποψης μας. Δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Απλά, εμείς, που δεν έχουμε βιομηχανία θεάματος, φαίνεται κατευθείαν η έλλειψη του παρεχόμενου προϊόντος. Γιατί δεν παράγουμε. Δεν είμαστε ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, ή Βουλγαρία και Ρουμανία, που παράγουν. Εμείς ουσιαστικά δανειζόμαστε διαρκώς χρήματα από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για να κάνουμε ταινίες. Δεν στηριζόμαστε στο εισιτήριο. Συνεπώς, τι να συζητήσουμε για αν πάει καλά το σινεμά μας ή όχι; Παγκοσμίως το κοινό δεν πηγαίνει στο σινεμά όσο πήγαινε. Απλά σ’ εμάς φαίνεται περισσότερο.
-Προσπαθούσα να θυμηθώ εάν έχετε κάνει πριν από τη φετινή παράσταση, το «Μη σου τύχει!» στο θέατρο Αθηνών, κωμωδία.
Ποτέ. Ήταν μία απόφαση να κάνουμε εφέτος κάτι που κανείς δεν θα περίμενε να κάνουμε. Μάλιστα, με τους ανθρώπους που επικοινωνούσα και συζητούσα για συνεργασία έλεγα, ελάτε να κάνουμε κάτι που δεν θα μας προτείνει κανένας ποτέ. Τι ωραίο να κάνεις κωμωδία με όρους δράματος! Και το λέω επειδή η φάρσα δεν είναι μόνο κωμωδία.
-Εννοείτε ότι έχει κλαυσίγελο.
Το κλάμα που ρίχνω επί σκηνής είναι ανελέητο. Πιο πολύ κλαίω στην παράσταση παρά στους «Πανθέους» (γέλια).
-Είναι μεγάλες οι απαιτήσεις στην κωμωδία.
Είναι απίθανος ο ρυθμός, νομίζω ότι είναι η πιο κουραστική σκηνοθεσία που έχω κάνει -μαζί με τον Μανώλη Δούνια-, δεν μιλάω για το τι περνάω στη σκηνή. Γράφω στο σκηνοθετικό σημείωμα ότι από μικρό παιδί ζήλευα τους κωμικούς ηθοποιούς, τους λαϊκούς μας κωμικούς ηθοποιούς. Εμείς οι δραματικοί ηθοποιοί έχουμε ένα κοινό που έρχεται να συγκινηθεί, και είναι σχεδόν δεδομένο, ενώ στους κωμικούς το κοινό έρχεται και λέει, κάνε με να γελάσω. Για να δω, θα τα καταφέρεις;
Εφέτος αγάπησα περισσότερο τους δύο φίλους μου, τον Γιάννη Μπέζο και τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη. Τον Γιάννη τον λατρεύω, το λέω χιλιοστή φορά. Είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου. Θα ήθελα πάρα πολύ να γίνω Γιάννης Μπέζος. Κι ο Βλαδίμηρος είναι φίλος αδελφικός. Μοιραζόμαστε την ίδια αίσθηση του χιούμορ, επειδή ξέρουμε ότι είναι πάρα πολύ δραματικό. Κι εφέτος τους παραδέχτηκα. Τους είπα, τώρα όχι μόνο σας αγαπάω, σας σέβομαι ένα εκατομμύριο φορές παραπάνω επειδή κάνετε χρόνια αυτό που εμένα με εξουθενώνει. Και ο Βλαδίμηρος μου λέει, γιατί εγώ που κάνω τον «Θάνατο του Εμποράκου»; Πώς το κάνεις, μου λέει, αυτό τόσα χρόνια; Και το καλοκαίρι θα ανεβάσουμε κωμωδία, Μολιέρο βέβαια, τον «Κατά Φαντασία Ασθενή».
-Θα είναι και η Αθηνά Μαξίμου στη διανομή;
Ε, ναι, αρκετά κράτησε.
-Εφέτος κάνετε για πρώτη φορά μαζί τηλεόραση. Είστε στους «Πανθέους».
Έχει πάρα πολύ πλάκα. Ήταν το μόνο που δεν είχαμε κάνει. Κι είχα πιστέψει ότι δεν πρόκειται να συμβεί, γιατί εμένα δεν μου αρέσει το σινεμά, ούτε η τηλεόραση. Μου αρέσει να βλέπω, δεν μου αρέσει να γυρίζω. Μπορεί κάποιος να θεωρεί ότι είμαι πολύ καλός στην κάμερα, εμένα μου είναι πολύ μεγάλο βάσανο.
-Δεν φαίνεται ότι δεν σας αρέσει.
Είμαι καλός επαγγελματίας, είμαι συνεπής, μπορώ να προτείνω κάτι σε μία σκηνή που όντως θα λειτουργήσει, αλλά δεν είναι αυτό που θα προτιμούσα. Αν μου πεις, έχεις να κάνεις αυτό το θεατρικό ή αυτό το σίριαλ. Μπορείς να επιλέξεις μόνο το ένα από τα δύο. Θα έλεγα, συγγνώμη, αλλά θα διαλέξω το θέατρο.
-Ωστόσο αποδεχτήκατε την πρόταση για τους «Πανθέους».
Κατ’ αρχήν θα έπαιζα με την Κάτια Δανδουλάκη. Δεν είχαμε παίξει ποτέ μαζί. Θα έπαιζα τον ρόλο που έβλεπα όταν ήμουν μικρός. Κι επιτέλους, θα έκανα έναν καλό ρόλο στην τηλεόραση (γέλια).
Λίγα λόγια για την ταινία
Κρήτη 1889, η χρονιά της επανάστασης. Κεντρικός ήρωας είναι ο Καπετάν Μιχάλης, ένας ασυμβίβαστος Κρητικός, μαυροντυμένος και αξύριστος, ωσότου ελευθερωθεί η Κρήτη. Τη στιγμή όμως που συναντά την Εμινέ, γυναίκα του αδελφοποιητού του, Νουρήμπεη, τον κυριεύει έναν δαίμονα. Ο πειρασμός δεν τον αφήνει σε ησυχία και τον αποσπά από αυτό που θεωρεί ιερό καθήκον, την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους. Γρήγορα τα πράγματα περιπλέκονται και μια νέα εξήγηση ξεσπά, η οποία θα αλλάξει για πάντα τις ζωές των ηρώων.
Παίζουν: Αιμίλιος Χειλάκης, Αλέκος Συσσοβίτης, Λούκια Μιχαλοπούλου, Τζένη Καζάκου, Παναγιώτης Μπουγιούρης, Σταύρος Μπιμπίλας, Γιώργος Γεροντιδάκης, Γιάννης Συλιγνάκης, Μάνος Ιωάννου, Γεράσιμος Σοφιανός, Στράτος Γιώργος Γιώργος Χρήστου, Γεραντιδάκης ος Ιωαννίδης, Κορίνα Αλεξανδρίδου, Σταύρος Καλιγάς, Ελένη Βουτυρά, Γιάννης Τσαγκαράκης, ’Ελενα Γαβρά.
Στους κινηματογράφους 21 Δεκεμβρίου.
Το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο Καπετάν Μιχάλης», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.