Αιγαίο και Κύπρος: Ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις

Μέρος Πρώτο
Η Κύπρος, η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ιταλία συμφώνησαν να προχωρήσουν σε κοινή επιχειρησιακή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Τετραμερούς Συνεργασίας (QUAD). Πρώτη δραστηριότητα της εν λόγω Πρωτοβουλίας με την ονομασία EUNOMIA, που σηματοδοτεί και την έναρξή της, ήταν η συγκέντρωση εναέριων και ναυτικών μέσων αλλά και προσωπικού από τις τέσσερις χώρες στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κύπρου από την Τετάρτη 26 έως την Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020
Η Κύπρος, η Ελλάδα, η Γαλλία και η Ιταλία συμφώνησαν να προχωρήσουν σε κοινή επιχειρησιακή παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας Τετραμερούς Συνεργασίας (QUAD). Πρώτη δραστηριότητα της εν λόγω Πρωτοβουλίας με την ονομασία EUNOMIA, που σηματοδοτεί και την έναρξή της, ήταν η συγκέντρωση εναέριων και ναυτικών μέσων αλλά και προσωπικού από τις τέσσερις χώρες στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κύπρου από την Τετάρτη 26 έως την Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020
Eurokinissi

Μετά από πολλές δεκαετίες αντιπαράθεσης με την Τουρκία, ολοφάνερα, αφενός ο τουρκικός αναθεωρητισμός και οι τουρκικές απειλές κορυφώθηκαν, και αφετέρου, η Ελληνική στάση που μέχρι τώρα δημόσια ήταν «επιφυλασσόμαστε για [πλήρη] εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου» εμφανίζει ουσιαστικές “μετακινήσεις” που συνοδεύονται με αποφάσεις που θέτουν πολλά εύλογα ερωτήματα και απορίες για την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και τις μελλοντικές προεκτάσεις. Σε πολιτισμένες και δημοκρατικά προσανατολισμένες κοινωνίες τέτοια ζητήματα τα οποία εξ αντικειμένου είναι μείζονος σημασίας επειδή αφορούν την κρατική κυριαρχία είθισται να συζητούνται δημόσια και να κυριαρχούν οι τεκμηριωμένες θέσεις.

Ελληνοτουρκικά και διεθνές δίκαιο

Καστελλόριζο
Καστελλόριζο
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

Όσον αφορά τα επίμαχα ζητήματα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι βαθύτατα σημαντικό –εάν όντως η θέση της Ελλάδας δεν είναι πλέον «επιφυλασσόμαστε για την πλήρη εφαρμογή των προνοιών του δικαίου της θάλασσας» όπως επί δεκαετίες λεγόταν και ιδιαίτερα μετά το casus belli της πρωθυπουργού της Τουρκίας Τσιλέρ– να φωτιστούν και να ερμηνευτούν αντικειμενικά οι προεκτάσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία με την Αίγυπτο η οποία έγινε εν μέσω μεγάλης πίεσης εν μέσω λόγω επιθετικών τουρκικών ενεργειών επιβεβαιώνει ότι, αφενός, δρομολογήθηκαν άλλοι προσανατολισμοί από την πλήρη εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου –μέση γραμμή και αν υπάρχει διαφορά οριοθέτησης προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο– και αφετέρου, μετά από αυτή την συμφωνία τίθενται πολλά ερωτήματα για εναλλακτικούς προσανατολισμούς λήψης αποφάσεων. Ως προς αυτό οι αφορισμοί περιττεύουν ενώ υπάρχει μεγάλη ανάγκη για σοβαρή και νηφάλια δημόσια συζήτηση.

Ανεξαρτήτως επί μέρους γνωμών απαιτείται να απαντηθεί το πώς υπό τις περιστάσεις θα αποφευχθεί περαιτέρω δραστική διολίσθηση προς τις αυθαίρετες τουρκικές ερμηνείες του διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, για την Αιγιαλίτιδα ζώνη μη επέκταση στα 12 μιλίων σε όλη την Ελληνική Επικράτεια και για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ εάν η Τουρκία διαφωνεί με τη μέση γραμμή και αρνείται προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο –με αυτό ως μοναδικό ζήτημα–, κατά πόσο η Ελλάδα θα εξαναγκαστεί και υποκύψει για να αποδεχθεί μειωμένη επήρεια για τα νησιά ή και μηδενική επήρεια εάν με οποιονδήποτε τρόπο (σύρραξης μη εξαιρουμένης) η Τουρκία επιτύχει να επιβάλει την επεκτατική λογική της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Εάν έτσι έχουν τα πράγματα πολλά που ακούγονται στον δημόσιο διάλογο μάλλον δεν αφορούν την πραγματικότητα και την ουσία. Για τόσο κρίσιμα ζητήματα, όμως, απαιτείται πιο ουσιαστικός, ειλικρινής και πολιτικά πολιτισμένος δημόσιος διάλογος.

Διαλόγος και στρατηγική

Όσον αφορά τον επερχόμενο Ελληνοτουρκικό «διάλογο» ή πως αλλιώς ενδέχεται θα ονομαστεί –και κυρίως το τι θα συμπεριλαμβάνει προς συζήτηση– χείμαρρος γνωμών και θολών ερμηνειών περιπλέκει τα πράγματα, επισκιάζει την ουσία και μπερδεύει την πολιτική σκέψη σε όλα τα επίπεδα. Ενίοτε η επιθετικότητα στάσεων και δηλώσεων, οι αφορισμοί, η κινδυνολογία και η εμφανής πειθάρχηση σε επικοινωνιακές σκοπιμότητες δεν είναι συμβατή με την σοβαρότητα που απαιτείται για ένα ζήτημα που αφορά την έσχατη λογική της κρατικής κυριαρχίας όπως αυτή ορίζεται από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου.

Σε ένα οποιοδήποτε κράτος για να λειτουργεί και αποφασίζει πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικά η αντικειμενική περιγραφή προηγείται και οι γνώμες και ερμηνείες έπονται. Η ουσία και η πραγματικότητα θολώνει ακόμη περισσότερο όταν ενίοτε αυτά που λέγονται για την δομή, τις λειτουργίες και τις νομικές πτυχές της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής αγγίζουν τα όρια της παράκρουσης. Εάν έστω και κατ’ ελάχιστον αυτή είναι όντως η κατάσταση στην δημόσια ζωή οι κολοσσιαίοι σπάνιοι κοινωνικοί πόροι που δεσμεύτηκαν για την ανάπτυξη των πανεπιστημιακών σπουδών στα γνωστικά πεδία των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής ανάλυσης δεν πέτυχαν τον σκοπό τους. Δεν φαίνεται να έχει αναπτυχθεί μια κυρίαρχη ορθολογιστική στρατηγική κουλτούρα όπως ισχύει για κάθε βιώσιμο κράτος. Παντού, πάντοτε και σε όλα τα βιώσιμα κράτη ισχύει ότι γνώμες που απορρέουν από ιδεολογικές εμμονές και παράγωγα ιδεολογήματα και θεωρήματα δεν είναι μόνο λάθος αλλά επιπλέον πολιτική θεολογία εδρασμένη σε εσχατολογικές φαντασιοπληξίες ή αφελείς απόψεις για τον κόσμο που συνειδητά και κατά το πλείστο ανεπίγνωστα εξυπηρετούν τις τακτικές soft power (ήπια ή μαλακή ισχύς) που υιοθετούνται στις στρατηγικές όλων των ηγεμονικών δυνάμεων.

Αποτρεπτική στρατηγική

.
.
Eurokinissi

Πιο συγκεκριμένα, παντού και πάντοτε όταν κυριαρχούν ιδεολογήματα και θεωρήματα προκαλούν σύγχυση για θεμελιώδεις έννοιες όπως η «κρατική κυριαρχία», ο «πόλεμος», η «εθνική αποτρεπτική στρατηγική», η «εξισορρόπηση», ο «κατευνασμός» και το «διεθνές δίκαιο / διεθνής τάξη». Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο όταν φορείς επιστημονικών τίτλων δεν ξέρουν το Αλφαβητάρι εδραιωμένων και επιστημονικά θεμελιωμένων όρων και εννοιών. Επιπρόσθετα, ενίοτε κανείς κυριολεκτικά χάνει τον λογαριασμό ως προς το ποιος είναι φορέας πραγματικού επιστημονικού τίτλου και εάν είναι ποιο επιστημονικό αντικείμενο ακριβώς υπηρετεί ούτως ώστε να επικαλείται τον τίτλο του ως τεκμήριο επιστημονικής εγκυρότητας. Τέτοια φαινόμενα εάν και όταν εκδηλώνονται και στον βαθμό που εκδηλώνονται προκαλούν επισκίαση της ουσίας ως προς το τι ακριβώς ισχύει όσον αφορά τα τρία μείζονα και ζωτικής σημασίας ζητήματα της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής:

1ον) Την εθνική στρατηγική αποτροπής των αναθεωρητικών τουρκικών απειλών Μεταξύ πολλών άλλων προϋποθέτει τον ορισμό της Τουρκικής απειλής, το πως συμπλέκονται εναλλακτικές αποφάσεις με τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων και το πώς όλα αυτά συναρτώνται με το διεθνές δίκαιο/διεθνή τάξη.

2ον) Τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο με την ΚΔ και την πολιτική, εθνική και γεωπολιτική σημασία της Κύπρου για το Ελληνικό κράτος εάν η Μεγαλόνησος με τις εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες τεθεί υπό Τουρκική επικυριαρχία.

3ον) Την σημασία για το Ελληνικό και Κυπριακό κράτος να είναι ισότιμα μέλη του «πολιτικού και στρατηγικού νάνου ΕΕ που είναι εν τούτοις –και αυτό έχει μεγάλη σημασία– νομικός γίγαντας ο οποίος μεγεθύνθηκε επειδή είχε την πολυτέλεια να καλύπτεται στρατηγικά από τις ΗΠΑ.

Επί αυτών των μείζονος σημασίας ζητημάτων θα επανέλθουμε σε επόμενα κείμενα. Εδώ σημειώνεται μόνο το αυτονόητο για κάθε σοβαρό κράτος και κάθε σοβαρή συζήτηση, ότι δηλαδή για θέματα κρατικής κυριαρχίας είναι επιτακτικά αναγκαίο να μιλάμε επί της ουσίας και για το πραγματικό και όχι το φανταστικό και το ανύπαρκτο. Τρεις δεκαετίες μετά την εισροή στρατηγικής ανάλυσης δεν έχουμε την πολυτέλεια να διατυπώνονται με μπερδεμένο και λανθασμένο τρόπο όροι, έννοιες και περιγραφές για το τι πραγματικά ισχύει στην πράξη σε όλο τον πλανήτη.

Ούτε βέβαια μπορεί να υπάρξει εθνική στρατηγική εάν εξαφανίζονται από τον δημόσιο διάλογο οι τρείς προαναφερθέντες άξονες της εθνικής στρατηγικής για τους οποίους υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να υπάρχουν εδραιωμένες και τεκμηριωμένες αναλύσεις και προσανατολισμοί και αποφάσεις που διασφαλίζουν συντριπτική συναίνεση της πλειοψηφίας των πολιτών και των πολιτικών προσώπων.

Όσον μας αφορά οφείλουμε να είμαστε σαφείς: Η παρακολούθηση των δημόσιων συζητήσεων, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, θυμίζει έντονα τον αείμνηστο Παναγιώτη Κονδύλη όταν έγραψε: «Το λυπηρό παράδοξο σε ακροσφαλείς ιστορικές καταστάσεις συνοδευόμενες από διάχυτα παρακμιακά φαινόμενα είναι ότι η στρατηγική σκέψη θολώνει τόσο περισσότερο, όσο εντονότερα τη χρειάζεται ένα έθνος». Με μεγάλη συντομία και απαλλαγμένα κομματικών και ιδεολογικών γνωμών δικών μας ή άλλων, με το παρόν κείμενο και άλλα που έπονται θα αναφερθούμε σε φαινόμενα τα οποία κατά την εκτίμησή μας υποδηλώνουν παθολογίες που συναρτώνται ευθέως με τις ανάγκες της εθνικής στρατηγικής όπως διαμορφώθηκαν οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας καθώς εισερχόμαστε στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.

Εθνική στρατηγική

Κατ’ αρχάς, στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον κανένα κράτος δεν έχει την πολυτέλεια να μην διαθέτει εθνική στρατηγική. Ερωτάται: Ελλάδα διαθέτει στρατηγική ή εδώ και δεκαετίες λειτουργεί αντανακλαστικά και συχνά σπασμωδικά; Ένας απλός και κατανοητός ορισμός της έννοιας εθνική στρατηγική είναι ο βέλτιστος συνδυασμός όλων των μέσων που διαθέτει ένα κράτος για την εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων. Όσον αφορά τα ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα η κρατική κυριαρχία που προβλέπουν οι Συνθήκες και το διεθνές δίκαιο είναι υπέρτατο εθνικό συμφέρον, έσχατη λογική και μη διαπραγματεύσιμο. Για όλα τα βιώσιμα κράτη ακόμη και μια ίντσα κρατικής κυριαρχίας, συνηθίζεται να λέγεται, είναι κόκκινη και απαραβίαστη γραμμή.

Επιχειρώντας να εκπληρώσεις τα εθνικά συμφέροντα, το πώς συνδυάζεις τους συντελεστές ισχύος και πόσο αξιόπιστες παραστάσεις δημιουργούνται είναι μείζον ζήτημα. Επισημαίνεται και υπογραμμίζεται ότι ο κατευνασμός ακυρώνει προγραμματικά κάθε ίχνος αξιοπιστίας. Αποτελεί δε επιστημονική ύβρη εάν υποστηριχθεί ότι εντός ενός ανελέητου κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπου «η μεγαλύτερη γέφυρα είναι το συμφέρον» (Θουκυδίδης) και το «κυριότερο νόμισμα η ισχύς» (Waltz), η ανάπτυξη φιλικών και αισθητικών σχέσεων αποτελεί, δήθεν, κάποιου είδους «εξισορρόπηση».

Κάθε κατευναστική στάση ή απόφαση είναι ασύμβατη με τον πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό των κρατών, τουτέστιν τους υπολογισμούς κόστους και οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων. Ο αμυνόμενος οφείλει πάντα πάνω στην πλάστιγγα κόστους και οφέλους του απειλούντος να δημιουργεί παραστάσεις μεγάλου κόστους για να αποτρέψει αποτελεσματικά το αναθεωρητικό κράτος εκτελέσει τις απειλές. Κατευναστικοί εναγκαλισμοί, διαπροσωπικές δήθεν φιλίες, παραστάσεις φόβου και όλα τα συμπαρομαρτούντα εκμηδενίζουν τις παραστάσεις κόστους με αποτέλεσμα πολιτικό και στρατηγικό ανορθολογισμό που οδηγεί σε πολεμική σύρραξη (ή ήττα χωρίς πολεμική εμπλοκή με «χαμηλής» ένταση πολεμική εμπλοκή).

Συντομογραφικά, οι παράγοντες και οι προϋποθέσεις αξιοπιστίας μιας εθνικής στρατηγικής είναι πολλές και οι συνδυασμοί των μέσων άπειροι. Μεταξύ άλλων: Ικανή και αξιόπιστη πολιτική ηγεσία προικισμένη ή εκπαιδευμένη από κρατικούς λειτουργούς ούτως ώστε τα εκάστοτε μέλη της να διαθέτουν στρατηγική γνώση, δεξιότητες διαχείρισης κρίσεων και διαπραγματεύσεων με κριτήριο το εθνικό συμφέρον και να είναι πανέτοιμα να θέτουν κόκκινη γραμμή όταν απειλείται ακόμη και ίντσα κρατικής κυριαρχίας. Καίρια σημασίας επίσης είναι η δημοκρατική νομιμοποίηση που στα καθεστώτα έμμεσης αντιπροσώπευσης απαιτείται να συμπεριλαμβάνει πλουραλιστικό και πολιτισμένο διάλογο στην βάση επιχειρημάτων και όχι επικοινωνιακών τεχνασμάτων που είναι λογικό να απευθύνονται στους αντιπάλους αλλά όχι προς την οικεία κοινωνία. Πολύ συναφές είναι επίσης το γεγονός ότι εκείνες οι πτυχές σχετίζονται με την κρατική κυριαρχία δεν αφορούν μόνο την εκάστοτε κυβέρνηση αλλά το κράτος που αντιπροσωπεύει την μονιμότητα, όλο το πολιτικό φάσμα και την κοινωνία. Επί ζητημάτων κρατικής κυριαρχίας, μάλιστα, στα βιώσιμα κράτη επικρατεί απόλυτη ομοφωνία και συναίνεση ως προς τους προσανατολισμούς και τις αποφάσεις.

Αναμφίβολα, μεγάλης σημασίας είναι παράγοντες όπως η ποσοτική και ποιοτική επάρκεια πολεμικών μέσων, το αξιόμαχο της στρατιωτικής ηγεσίας, η πλήρης συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η ύπαρξη άρτιων κρατικών επιτελείων τα οποία θέτουν πάνω στο τραπέζι της πολιτικής ηγεσίας εναλλακτικές αποφάσεις οι οποίες όπως εξελίσσεται η διεθνής πολιτική προσαρμόζονται και διασφαλίζουν το μέγιστο. Σημαντική είναι αναμφίβολα και η υποστηρικτική οικονομική υποδομή πλην σε κάθε περίπτωση διασφαλίζονται οι αναγκαίοι πόροι για την εθνική ασφάλεια.

Εθνικό φρόνημα και κοινωνική συναίνεση

Φωτογραφία αρχείο - Έπαρση της ελληνικής σημαίας στις Καστανιές Έβρου
Φωτογραφία αρχείο - Έπαρση της ελληνικής σημαίας στις Καστανιές Έβρου
Eurokinissi

Όσον αφορά το εθνικό φρόνημα και τις προϋποθέσεις κοινωνικής συναίνεσης μεγάλης σημασίας είναι η στρατηγική κουλτούρα σε όλο το κοινωνικό πολιτικό φάσμα που νομιμοποιεί και στηρίζει την εθνική στρατηγική και τις αποφάσεις εκπλήρωσής της. Ήδη υπαινιχθήκαμε ότι η συντρέχουσα κρίση έκανε φανερό ότι υπάρχουν μεγάλα ελλείμματα. Ως προς αυτό, μεταξύ άλλων, αποτρεπτικό και βιώσιμο θεωρείται εκείνο το κράτος το οποίο πέραν της πολιτικής συναίνεσης για τους σκοπούς της στρατηγικής σε όλο το φάσμα της κοινωνικοπολιτικής ζωής κυριαρχεί ετοιμότητα και αποφασιστικότητα προάσπισης των εθνικών συμφερόντων και της κυριαρχίας του κράτους ανεξαρτήτως θυσιών ακόμη και εάν αυτό προϋποθέτει την επίδειξη αυτοθυσίας.

Εξυπακούεται ότι τα κρατικά επιτελεία στις προτάσεις τους συμπεριλαμβάνουν αποτρεπτικά σχέδια μεγιστοποίησης της οικείας ισχύος (εσωτερική εξισορρόπηση) αλλά και διασφάλισης διαρκών ελιγμών στο επίπεδο των συγκλίσεων συμφερόντων με άλλα κράτη (εξωτερική εξισορρόπηση). Τονίζεται ξανά με έμφαση ότι εξισορρόπηση σημαίνει αποκλειστικά παραστάσεις ισχύος και όχι κατευνασμούς και εκλογικεύσεις εδρασμένες σε ανυπόστατα ιδεολογήματα περί ενός ανθόσπαρτου πλανήτη ή και μιας πανίσχυρης και στρατιωτικά ετοιμοπόλεμης Ευρώπης που ποτέ δεν υπήρξαν, ενώ ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι απίθανο στο ορατό μέλλον. Οι εξισορροπητικές συγκλίσεις με άλλα κράτη αφορούν αποκλειστικά τις απειλές, τα συμφέροντα, τις συναλλαγές για την εκπλήρωσή τους όταν συγκλίνουν, ενώ μπορεί να είναι αποφάσεις παντελώς αθέατες ή θεσμικά τυποποιημένες («συμμαχίες»). Περιττεύει να επεκταθούμε για να υπενθυμίσουμε ότι συμμαχίες θεσμικά πανίσχυρες (πχ ΔΕΕ ή οι συμφωνίες του Καντάφι με άλλα Αραβικά κράτη) δεν άξιζαν ούτε το χαρτί πάνω στο οποίο γράφτηκαν ενώ άλλες αθέατες ή άτυπες αποδείχθηκαν πανίσχυρες (ΗΠΑ-Ισραήλ και Κίνας-ΗΠΑ επί Μάο και Νίξον κατά της ΕΣΣΔ).

Κύπρος το σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του πλανήτη

Harvepino via Getty Images

Η έννοια αποτρεπτική στρατηγική αναπτύχθηκε από μερικούς διεθνολόγους αρχές της δεκαετίας του 1990 οι οποίοι αφού εδραίωσαν επιστημονική παρουσία στην διεθνή βιβλιογραφία με περιγραφικό και αξιολογικά ελεύθερο τρόπο με μονογραφίες, δοκίμια και άρθρα, ανάλυσαν την Τουρκική απειλή με πολύ συγκεκριμένο και αντικειμενικό τρόπο και σε αναφορά με κύρια διαχρονικά προβλήματα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτά τα προβλήματα που αφορούν τα τρία προαναφερθέντα μείζονα ζητήματα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κορυφώθηκαν με την όξυνση των Τουρκικών απειλών το 2020 εξ ου και η ανάγκη να μην επισκιάζονται από επικοινωνιακά τεχνάσματα ή να υποτάσσονται από ιδεολογικές και κομματικές σκοπιμότητες αλλά να βρίσκονται διαρκώς στην αιχμή κάθε δημόσιας συζήτησης. Χαρακτηριστική περίπτωση των ελλειμμάτων είναι επιπόλαιες και ανεύθυνες θέσεις που συχνά και πιο πυκνά τελευταία ακούγονται για την Κύπρο όπου ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Όλοι γνωρίζουν ότι η Κύπρος είναι το σημαντικότερο γεωπολιτικό σημείο του πλανήτη κάτι που σημαίνει πως τουρκική επικυριαρχία και αναγνώριση των παράνομων τετελεσμένων αναβαθμίζει αλματωδώς την γεωπολιτική της σημασία και δημιουργεί μια θανατηφόρα στρατηγική παγίδα για την Ελλάδα.

Γενικότερα, επικράτηση των Τουρκικών θέσεων δημιουργεί ένα αδιέξοδο βαθύτατων προεκτάσεων άνευ ημερομηνίας λήξεως. Εάν αυτό συνδυαστεί με απώλεια κυριαρχίας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο για το Αιγαίο και με αποστρατικοποίηση των νησιών που διόλου τυχαία απαιτεί η Τουρκία για να εκπληρώσει την «Γαλάζια Πατρίδα», εξ αντικειμένου και αναπόδραστα οδηγεί σε στρατηγική εκμηδένιση του νεοελληνικού κράτους. Αυτό, επαναλαμβάνουμε, δεν είναι ιδεολογικό ή κομματικό ζήτημα αλλά μείζον ζήτημα του κράτους, της κοινωνίας και της κοινωνικοπολιτικής μας ζωής.

Βιώσιμο κράτος

Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι σε όλα τα βιώσιμα κράτη –το ίδιο και για την Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες ανεξαρτήτως κάποιων αμφιταλαντεύσεων που δεν οδήγησαν σε υποχώρηση– ακόμη και μια ίντσα κυριαρχίας που προβλέπει το διεθνές δίκαιο θεωρείται αδιαπραγμάτευτο συμφέρον. Ορθώνεται αποτροπή στον βαθμό και έκταση που χρειάζεται. Κάθε διαφωνία ως προς αυτό απαιτείται να γίνεται ξεκάθαρη.

Ως προς τα πιο πάνω, καλά κάνουμε να θυμίσουμε τον ταγό της ανάλυσης των σύγχρονων διεθνών σχέσεων και διαμορφωτή της μεταπολεμικής Αμερικανικής πολιτικής σκέψης Hans Morgenthau όταν έγραψε πως «βιώσιμο είναι εκείνο το κράτος που διαθέτει επαρκή ισχύ [και εθνική στρατηγική] εκπλήρωσης των προνοιών του διεθνούς δικαίου για την Επικράτειά του». Για να το πούμε διαφορετικά, εάν εμείς θεωρούμε αναλώσιμη την κρατική κυριαρχία που προβλέπει το διεθνές δίκαιο ας μην αναμένουμε από τους Αμερικανούς ή άλλους να αποφασίζουν ανάλογα και αντίστοιχα. Ως προς αυτό κανείς διερωτάται εύλογα σε ποια στρατηγική εντάσσονται η φημολογούμενη; μερική μόνο επέκταση της Αιγιαλίτιδας ζώνης των 12 μιλίων, καθώς και οι πρόσφατες συμφωνίες με κράτη με τα οποία αν και έχουν πολλά κοινά συμφέροντα με την Ελλάδα δεν εφαρμόσθηκαν πλήρως οι πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Πως αυτό θα επηρεάσει τις μελλοντικές στάσεις και αποφάσεις.

Κυρίως όμως τίθεται επιτακτικά ένα ερώτημα που ίσως αποδειχθεί ιστορικής σημασίας: Γιατί δεν προηγήθηκαν οριοθετήσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) απόφαση που θα είχε ως αποτέλεσμα:

α) Να δημιουργηθεί προηγούμενο πλήρους και δικαιωματικής εφαρμογής των προνοιών του Διεθνούς Δικαίου.

β) Να συνοδευτεί με πλήρη επέκταση των 12 μιλίων σε όλη την Επικράτεια (μήπως δεν έχουμε επαρκή ισχύ νόμιμου, νομιμοποιημένου και θεμιτού διπλασιασμού της Ελληνικής Επικράτειας, σύμφωνα μάλιστα με το μονομερές δικαίωμά μας και την πρακτική όλων των κρατών!;).

γ) Να δοθεί ισχυρό αποτρεπτικό μήνυμα στην Τουρκία για την ΚΔ ως προς την οποία πέραν των λόγων που προαναφέρθηκαν η Ελλάδα είναι εγγυήτρια και δεν έχει την παραμικρή πολυτέλεια να μένει απαθής όταν η Κύπρος απειλείται και εάν κινδυνέψει.

δ) Αυτός ήταν και ο λόγος της απόφασης για τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο (ΕΑΧ) το πάγωμα ή η παράβλεψη του οποίου είναι ακατανόητη. Λογικό και ορθολογιστικό θα ήταν αφενός να αναβιώσει άμεσα και αποτελεσματικά ο ΕΑΧ – κάτι το οποίο εξάλλου θα έστελνε ισχυρές αποτρεπτικές παραστάσεις αλλά και μηνύματα σε όλους για τις Ελληνικές θέσεις επί ζητημάτων μείζονος εθνικού συμφέροντος και εθνικής ασφάλειας– και αφετέρου η ΚΔ να είναι το πρώτο κράτος με το οποίο θα γίνονταν οριοθετήσεις των θαλάσσιων ζωνών εφαρμόζοντας 100% το διεθνές δίκαιο.

Στο σημείο αυτό ολοκληρώνουμε με την υπόσχεση να επανέλθουμε στην βάση πάγιων τυπολογιών της στρατηγικής θεωρίας για μια εξίσου σύντομη εξέταση για το πως εξελίχθηκε η Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική στην βάση των τριών αξόνων που προαναφέραμε κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης, ποιες αιτιολογήσεις αναπτύχθηκαν και κατά πόσο αυτές οι αιτιολογήσεις συνεχίζουν να ισχύουν.

Επίσης, ποια ζητήματα ολοζώντανα ορθώνονται και απαιτούν ορθολογιστική στρατηγική διαχείριση, ποιο είναι το στρατηγικό περιβάλλον της Ευρώπης και των Ευρωατλαντικών σχέσεων και ποιες οι προεκτάσεις εναλλακτικών αποφάσεων σε συνάρτηση με τις καταιγιστικές στρατηγικές εξελίξεις, οι οποίες υπό ορισμένες προϋποθέσεις που αφορούν τις αποφάσεις της Ελλάδας και άλλων περιφερειακών κρατών στο επερχόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα, ενδέχεται η Τουρκία ανεξάρτητα του ποιος είναι ο ηγέτης της να αναβαθμιστεί και να καταστεί «περιφερειακός τοποτηρητής» (δόγμα Νίξον).

Δημοφιλή