Οι αμερικανικές επιλογές για αντίποινα στο Ιράν μετά τη φονική επίθεση με drones κατά αμερικανικού φυλακίου στην Ιορδανία περιλαμβάνουν απευθείας πλήγμα, επίθεση κατά των υποστηριζόμενων από το ίδιο οργανώσεων ή προσωπικού του στο εξωτερικό και αύξηση της οικονομικής πίεσης στην ούτως ή άλλως καταπονημένη οικονομία της Ισλαμικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal.
Όπως σημειώνεται, ο Λευκός Οίκος πρέπει να εξισορροπήσει την επιδίωξη για ισχυρό σήμα προς το Ιράν και τους «αντιπροσώπους» του, την πίεση στο Κογκρέσο για αποφασιστική δράση και την επιθυμία της κυβέρνησης Μπάιντεν για αποφυγή ενός ευρύτερου περιφερειακού πολέμου.
Η «Ισλαμική Αντίσταση στο Ιράκ», που αποτελεί «ομπρέλα» φιλοϊρανικών πολιτοφυλακών, ανέλαβε την ευθύνη για επιθέσεις σε τρεις αμερικανικές βάσεις στη Συρία, περιλαμβανομένης της αλ Τανφ, που είναι κοντά στα σύνορα Ιράκ και Ιορδανίας. Το Ιράν έχει αρνηθεί οποιαδήποτε εμπλοκή. Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αποτρέψει την κλιμάκωση σε γενικευμένο περιφερειακό πόλεμο, κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει ότι θα απαντήσουν σε επιθέσεις που βλάπτουν αμερικανικές δυνάμεις. Ο Λευκός Οίκος επιβεβαίωσε τη Δευτέρα πως θα έπρεπε να αναμένεται αντίδραση στην επίθεση.
«Θα απαντήσουμε αποφασιστικά σε οποιαδήποτε επιθετικότητα, και θα θέσουμε προ των ευθυνών τους αυτούς που επιτέθηκαν στις δυνάμεις μας» είπε σε δημοσιογράφους ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν.
Γενικότερα μιλώντας, οι επιλογές εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες.
Απευθείας πλήγματα σε ιρανικό έδαφος ή ύδατα
Κάτι τέτοιο θα ήταν άνευ προηγουμένου. Επί κυβέρνησης Ρίγκαν είχαν λάβει χώρα επιθέσεις σε ιρανικά πλοία και υπεράκτιες πλατφόρμες ως απάντηση σε στοχοποίηση αμερικανικού πολεμικού, μα οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις δεν έχουν επιτεθεί ξανά σε στόχους εντός της ιρανικής επικράτειας. Επί προεδρίας Τραμπ είχε σχεδιαστεί (μα ανακλήθηκε εν τέλει) επίθεση το 2019 μετά την κατάρριψη αμερικανικού drone- και ο Τραμπ είχε ηγηθεί μιας καμπάνιας για «μέγιστη πίεση». Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ακολουθήσει λιγότερο επιθετική πολιτική, κάτι που φαίνεται να μειώνει το ενδεχόμενο ενός τέτοιου πλήγματος. Ωστόσο είναι έτος εκλογών στις ΗΠΑ και η κυβέρνηση θα μπορούσε να φανεί αδύναμη αν δεν δώσει κάποια ισχυρή απάντηση στον θάνατο Αμερικανών στρατιωτικών. Σε κάθε περίπτωση, τέτοια πλήγματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν γενικευμένο πόλεμο, κάτι που ο Λευκός Οίκος θέλει να αποφύγει.
Πλήγματα σε υποστηριζόμενες από το Ιράν οργανώσεις ή Ιρανούς στο εξωτερικό
Οι ΗΠΑ μπορούν να στοχεύσουν τον αποκαλούμενο «άξονα αντίστασης» του Ιράν- τα δίκτυα «αντιπροσώπων» του στην περιοχή. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν επιλογές για πλήγματα σε στόχους χωρίς να πλήττεται απευθείας το ίδιο το Ιράν- όπως χτυπήματα σε προσωπικό της παραστρατιωτικής «Δύναμης Κουντς» στη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη, σε ιρανικά πλοία στη θάλασσα ή κάποια μεγάλη επίθεση στην υποστηριζόμενη από το Ιράν πολιτοφυλακή που φέρεται να ευθύνεται.
«Θα επιτεθούν σε αντιπροσώπους (proxies) του Ιράν στο Ιράκ» πρόβλεψε ο Χαμίντ Χοσεΐνί, εκπρόσωπος της ένωσης εξαγωγών πετρελαίου του Ιράν, που είναι κοντά στην κυβέρνηση. Σύμβουλος των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών είπε πως οι δυνάμεις των Φρουρών της Επανάστασης και οι αντιπρόσωποί τους στη Ντέιρ εζ Ζορ και άλλα τμήματα της ανατολικής Συρίας είναι στην κορυφή της λίστας για αμερικανικές επιθέσεις. Υπενθυμίζεται πως στις 24 Ιανουαρίου οι ΗΠΑ είχαν χτυπήσει εγκαταστάσεις της «Καταΐμπ Χεζμπολάχ» στο Ιράκ, που ήταν πίσω από επιθέσεις σε αμερικανικές δυνάμεις.
Κυρώσεις ή οικονομικά μέτρα
Σε βάρος του Ιράν έχουν επιβληθεί ήδη πολύ βαριές κυρώσεις, ωστόσο υπάρχει και πάλι περιθώριο για επιπλέον. Οι υπάρχουσες προορίζονταν να πιέσουν την Τεχεράνη για το πυρηνικό της πρόγραμμα, το πρόγραμμα πυραύλων της και τις δυνατότητες στήριξης των φιλοϊρανικών ομάδων στην περιοχή. Ωστόσο η Τεχεράνη έχει αναπτύξει ένα διεθνές εμπορικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα που τη βοηθά να προστατεύει σε έναν βαθμό την οικονομία τους.
Κοινοβουλευτικοί και πρώην αξιωματούχοι ασφαλείας λένε πως οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εντείνουν την επιβολή των υπαρχουσών κυρώσεων, διαταράσσοντας ιδιαίτερα τις πωλήσεις ενέργειας και βάζοντας κυρώσεις σε ξένες εταιρείες και τράπεζες που βοηθούν το Ιράν. Αυτό περιλαμβάνει οντότητες στην Κίνα- τον μεγαλύτερο αγοραστή ιρανικού πετρελαίου. Ωστόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει προσπαθήσει να μειώσει τη γενικότερη οικονομική πίεση στην Κίνα στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αποκατάστασης επικοινωνίας και αποφυγής λαθών και παρεξηγήσεων για την Ταϊβάν, ενώ παράλληλα κρατά την επιλογή της έντονης οικονομικής αντιπαράθεσης για νέους τομείς στρατηγικής σημασίας, όπως οι προηγμένοι ημιαγωγοί.
Άλλη επιλογή για τις ΗΠΑ θα ήταν επιδιώξουν στήριξη από τους συμμάχους τους στη Δύση για υιοθέτηση των ευρείας κλίμακας κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ίδιες στην οικονομία του Ιράν. Δεδομένης της στρατιωτικής συνεργασίας του Ιράν με τη Ρωσία και της στοχοποίησης εμπορικών πλοίων στην Ερυθρά Θάλασσα, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αρχίσει να υιοθετούν πιο επιθετική στάση απέναντι στην Τεχεράνη, λένε αναλυτές.