Ακροδεξιό Σύνταγμα; Το πρόβλημα των μαρξιστών με την εθνική συνείδηση

Εθνική συνείδηση και εθνική ταυτότητα δεν έχουν καμία εσωτερική σχέση με οποιονδήποτε ολοκληρωτισμό.
Σχολείο
Σχολείο
EUROKINISSI

Από τη σκοπιά του μαρξισμού και των πολιτικών σχηματισμών που τον επικαλούνται για τον αυτοπροσδιορισμό τους, ο όρος «εθνική συνείδηση» ήταν πάντα ύποπτος ως υποτιθέμενο ιδεολόγημα των αστών διανοουμένων, για να καταστήσει αόρατη τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη. Αφού το «έθνος» είναι κατασκευή, επιχειρηματολογούν οι μαρξιστές, η καλλιέργεια εθνικής συνείδησης – όπως την προδιαγράφει το ισχύον Σύνταγμα – δεν μπορεί παρά να είναι προσπάθεια διαπαιδαγώγησης με στόχο την φαντασιακή ένταξη του μαθητή σε μια κατασκευασμένη φαντασιακή κοινότητα: το έθνος.

Σύμφωνα με την ίδια γραμμή σκέψης, η αποδοχή του εκπαιδευτικού στόχου «διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης του μαθητή» σημαίνει νομιμοποίηση μιας κοινότητας-φενάκης, όπως κατά τη γνώμη τους είναι το έθνος. Το παιδί που μαθαίνει στο σχολείο και αποδέχεται μια συλλογική ταυτότητα – το «εμείς» - όταν μέσα σ’ αυτήν υπάρχει και ο ταξικός «εχθρός» (ούτε καν αντίπαλος…) είναι άτομο με φενακισμένη συνείδηση. Συλλογικότητα που περιλαμβάνει και τους «αστούς» και τους «εργάτες» για τους μαρξιστές εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει. Δυνατότητα για κάποιο «εμείς» στις καπιταλιστικές κοινωνίες ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να υπάρξει, σύμφωνα με το δόγμα αυτό.

Εθνική συνείδηση (το περιεκτικό «εμείς») και ταξική συνείδηση («εμείς» ως αδικημένη τάξη απέναντι σ’ «αυτούς» ως εχθρική τάξη) είναι έννοιες ασύμβατες. Με τον δικό του τρόπο αυτό προσπάθησε να πει πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος, εκλαϊκεύοντας αυτό που σκέφτεται η υψηλή διανόηση της παράταξης, όταν σχολίασε μια αυτονόητη δήλωση της σημερινής υπουργού παιδείας - η οποία είναι προφανές ότι δεν δεσμεύεται από τη μαρξιστική σκέψη όταν εκφράζεται δημόσια - για τη διδασκαλία της Ιστορίας.

Αλλά πρόβλημα με τον όρο «εθνική συνείδηση» (ή «εθνική ταυτότητα» στον κώδικα της πολιτικής ορθότητας) δεν έχουν, όπως φαίνεται, μόνον οι μαρξιστές. Τους συναγωνίζονται και οι ακραιφνείς οπαδοί της ιδέας του «πολυπολιτισμού», όταν διαμαρτύρονται ότι η πολυπολιτισμική μας κοινωνία διαθέτει πολλές εθνικές ταυτότητες και επομένως η καλλιέργεια μίας από αυτές, της ελληνικής, αδικεί την καλλιέργεια των υπολοίπων. Εννοείται ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι μαρξιστές που ασπάζονται την ιδεολογία του πολυπολιτισμού. Αυτή η κατηγορία μαρξιστών ή μαρξιζόντων – η μπογιά του μαρξισμού στη χώρα μας ακόμη δεν έφυγε - είναι και η πιο φασαριόζικη.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος επαναλαμβάνει ό,τι λέει το Σύνταγμα για τους σκοπούς της παιδείας πρέπει σώνει και καλά να σταμπαριστεί ως «ακροδεξιός»; Δεν αρκεί η ετικέτα «αστός»; Ποιος επιλέγει τις ετικέτες αυτές και για ποιο σκοπό;

Από τη δεκαετία του ’40 μέχρι σήμερα έχουν χρησιμοποιηθεί εκ μέρους της Αριστεράς (με την όποια πολιτική και ιδεολογική της εκδοχή) τέσσερα διακριτά αφηγήματα στα πλαίσια της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τους πολιτικούς της αντιπάλους, συντηρητικούς και φιλελεύθερους-κεντρώους.

Το πρώτο έκανε θραύση κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου και άκουγε στο όνομα «αντίδραση». Χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους και πολλοί περισσότεροι ταλαιπωρήθηκαν επειδή ταξινομήθηκαν από συγκεκριμένους μηχανισμούς ως «αντιδραστικοί».

Το δεύτερο αφήγημα άκουγε (και ακούει ακόμη) στο όνομα «εθνικοφροσύνη» και αφορούσε όχι μόνον την περίοδο της επταετίας, αλλά όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο μέχρι σήμερα.

Το τρίτο αφήγημα ήρθε με την οικονομική κρίση και τις συμφωνίες δανεισμού της χώρας έναντι μεταρρυθμίσεων («μνημόνια») και ονομάστηκε «δωσιλογισμός». Οι πολιτικές παρατάξεις που μέχρι το 2015 ψήφισαν αυτές τις συμφωνίες, κατηγορήθηκαν από τις ιδεολογικά ασύμβατες μεταξύ τους παρατάξεις που από το 2015 και μετά υπέγραψαν παρόμοιες συμφωνίες ως «Γερμανοτσολιάδες» και ως «Τσολάκογλου».

Το τελευταίο κατά σειράν αφήγημα στον ιδεολογικό πόλεμο κατά των αντιπάλων της κυβερνητικής Αριστεράς, ήρθε όταν το ιδεολόγημα του «δωσιλογισμού» κατέστη ανεπίκαιρο και επικίνδυνο, διότι μετά το καλοκαίρι του 2015 είχε χάσει ισχύ, ενώ θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ.

Το νέο ιδεολόγημα ακούει στο όνομα «ακροδεξιά». Εάν στην Ελλάδα για ιστορικούς λόγους, αλλά και εξ αιτίας της ανικανότητας του μη-μαρξιστικού πολιτικού χώρου να διαχειριστεί την ιδεολογική επίθεση της Αριστεράς μετά την κατάρρευση του απριλιανού καθεστώτος, η λέξη «Δεξιά» είναι στιγματισμένη, σε αντίθεση με τη λέξη «Αριστερά» και το λεγόμενο ηθικό πλεονέκτημα, μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο πιο στιγματισμένη είναι η λέξη «Ακροδεξιά» και πόσο σημαντικό θα μπορούσε να είναι το πολιτικό όφελος της Αριστεράς αν κατάφερνε να καθιερώσει στον δημόσιο λόγο μια «ακροδεξιά» ταυτότητα για τους πολιτικούς της αντιπάλους.

Με αυτήν την έννοια δεν έχει και τόση σημασία τι δηλώνει ένας πολιτικός αντίπαλος σε κάποια συνέντευξή του, αλλά πώς θα καθιερωθεί και θα εμπεδωθεί μια συγκεκριμένη ερμηνεία αυτών που δηλώνει ως «ακροδεξιών» απόψεων και θέσεων. Έτσι εξηγείται γιατί η φράση «εθνική συνείδηση» που χρησιμοποιήθηκε από την υπουργό παιδείας – η οποία απλά επανέλαβε την εκπαιδευτική επιταγή του Συντάγματος, προσθέτοντας ότι η διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας προσφέρεται για την υλοποίηση αυτής της επιταγής – εργαλειοποιήθηκε από την μαρξιστική, μαρξίζουσα και πολυπολιτισμική πολιτική σκέψη ως εφαλτήριο για μια ιδεολογική επίθεση με στόχο την κατασκευή «ακροδεξιάς» ταυτότητας για την ίδια και την παράταξή της. Πολιτικά παίγνια, θα μου πείτε, ας μην ανησυχούμε ιδιαίτερα. Βεβαίως, αλλά πρόκειται για διχαστική πολιτική κριτική η οποία στρέφεται ευθέως εναντίον του ισχύοντος Συντάγματος, ακριβώς εκείνου του καταστατικού χάρτη που οι μαθητές μαθαίνουν στο σχολείο να σέβονται και να τηρούν.

Όσο για εκείνους που έχουν επιφυλάξεις για την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας μέσω της διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας, με το σκεπτικό ότι οι εθνικές ιστορίες είναι κατασκευές σκοπιμότητας για την τόνωση της εθνικής υπερηφάνειας, και επομένως το «πολυπολιτισμικό» σχολείο θα πρέπει ταυτόχρονα να καλλιεργεί πολλές εθνικές ταυτότητες και να διδάσκει πολλές εθνικές Ιστορίες αν θέλει να είναι δίκαιο, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: το ελληνικό σχολείο είναι θεσμός του ελληνικού κράτους και όχι εργαλείο άλλων εθνικών κρατών για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των μαθητών εκείνων που οι γονείς τους αποφάσισαν να ζήσουν στην Ελλάδα και την επέλεξαν ως νέα πατρίδα τους.

Στην ελληνική δημοκρατία κανείς δεν απαγορεύει, ούτε άλλωστε θα μπορούσε να απαγορεύσει, σε κανέναν να μάθει την Ιστορία οποιασδήποτε χώρας στον ελεύθερο χρόνο του και να τη συμπαθήσει ή να ταυτιστεί με τη χώρα αυτή. Αλλά το σχολείο ως θεσμός δίνει και πρέπει να δίνει προτεραιότητα στη διαμόρφωση της συνείδησης (ταυτότητας) του Έλληνα πολίτη, δηλαδή στη διαμόρφωση ενός «εμείς» που αφορά το συγκεκριμένο εθνικό κράτος και την Ιστορία του.

Αναπόφευκτα αυτό για να γίνει απαιτείται και αναφορά στην Ιστορία του ευρύτερου περίγυρου, την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια. Δεν είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, υποχρέωση του σχολείου να διαμορφώσει ούτε αντεθνική, ούτε α-εθνική, ούτε υπερεθνική συνείδηση.

Αντίθετα, έχει χρέος να διαμορφώσει μέσω της διδασκαλίας κυρίως της Γλώσσας και της Ιστορίας, αλλά και μέσω των άλλων μαθημάτων, συνείδηση του Έλληνα πολίτη. Που σημαίνει συνειδητοποίηση ότι ο μαθητής ανήκει σε μια εθνική συλλογικότητα, όσο υπάρχουν ακόμη εθνικά κράτη που με την όποια σχέση συμμετέχουν σε ευρύτερους σχηματισμούς, ότι απέναντι στη συλλογικότητα αυτή έχει ευθύνη, δικαιώματα και υποχρεώσεις. Και κυρίως ότι συμπεριφορές της συλλογικότητας απέναντι σε τρίτους τον αφορούν άμεσα, όπως και το αντίθετο.

Η ελληνική κρίση χρέους είναι, άλλωστε, πολύ πρόσφατη. Μόνον έτσι θα μπορέσει ο μαθητής ως πολίτης να δει κριτικά τόσο τις ηγεσίες που τον εκπροσωπούν, αλλά και αυτοκριτικά τον εαυτό του που τις επιλέγει να τον εκπροσωπήσουν εντός και εκτός συνόρων.

Εθνική συνείδηση και εθνική ταυτότητα δεν έχουν καμία εσωτερική σχέση με οποιονδήποτε ολοκληρωτισμό. Σημαίνουν απλά συνειδητοποίηση της ευθύνης απέναντι σε μια συγκεκριμένη και πολύ κοντινή από πολιτικής πλευράς συλλογικότητα. Αν τώρα η συλλογικότητα αυτή καταφέρει με τη συμπεριφορά της να σαγηνεύσει τον πολίτη τόσο, όσο τον μαγεύει το ελληνικό τοπίο, τότε πέρα από τη συνείδηση ευθύνης, ο πολίτης αναπτύσσει και μια θετική συναισθηματική σχέση για τη συλλογικότητα αυτή: τοπίο και συλλογικότητα συγχωνεύονται σε μια θετική πατρίδα.

|

Δημοφιλή