Ο Αλέν Ντελόν απεβίωσε στις 18 Αυγούστου, σε ηλικία 88 ετών, στην κατοικία του στο Ντουσί, έχοντας στο πλευρό του τρία από τα παιδιά του, τον Αλέν Φαμπιάν, την Ανούσκα και τον Αντονί.
«Ο ηθοποιός του ‘Γυμνοί στον ήλιο‘, της ‘Πισίνας’ και του ‘Δολοφόνου με το αγγελικό πρόσωπο’ απεβίωσε γύρω στις 03:00», διευκρίνισε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Αντονί.
Κι όμως, ο Γάλλος ηθοποιός που είχε εξασφαλίσει μία θέση στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου δεκαετίες πριν από την εκδημία του, έγινε ηθοποιός τυχαία.
Ο Αλέν Ντελόν δεν είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, το αντίθετο μάλιστα. Σε ένα ειδικό τεύχος του Paris Match το 2018, είχε εκμυστηρευτεί στη Βαλερί Τριερβελέρ : «Πώς γίνεται να κατανοήσεις ότι οι γονείς σου σε ξεφορτώθηκαν όταν ήσουν μόλις 4 ετών; Χώρισαν, συνέχισαν τη ζωή τους και εγώ βρέθηκα σε μια ανάδοχη οικογένεια, σαν να ήμουν ορφανός». Η παιδική και εφηβική ηλικία του έμελλε να σημαδευτούν βαθιά από αυτό.
Το μικρό αγόρι ήταν εξαιρετικά απείθαρχο και αποβλήθηκε από μισή ντουζίνα σχολεία. «Ήμουν ένα τερατάκι, πολύ άγριος», δήλωνε στην L’Express το 1969. Μια μέρα, αποφάσισα μαζί με έναν φίλο, να φύγω για το Σικάγο, έτσι απλά, γιατί είχα βαρεθεί, και δεν είχε καλή κατάληξη. Με βρήκαν, με έφεραν πίσω και μετά από αυτό δεν ξαναπήγα ποτέ σχολείο».
Σε ηλικία 14 ετών ο νεαρός Αλέν πιάνει δουλειά στο κρεοπωλείο του νέου συζύγου της μητέρας του, Paul Boulogne. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί ότι δεν του ταιριάζει και, στα 17 του, παίρνει την τολμηρή απόφαση να καταταγεί στο στρατό. «Η ηλικία ενηλικίωσης ήταν τότε τα 21 και οι γονείς μου υπέγραψαν τα χαρτιά μου για το στρατό χωρίς δισταγμό, σαν να με ξεφορτώνονταν ακόμη μια φορά. Τους κατηγορώ γι′ αυτό. Δεν στέλνεις έναν 17χρονο στον πόλεμο. Ήμουν μόλις 17 ετών», έλεγε στο Paris Match.
Ο Ντελόν κατατάσσεται στο Ναυτικό και στη συνέχεια δηλώνει ότι θέλει να πάει στην Ινδοκίνα: «Η Ινδοκίνα δεν σήμαινε τίποτα για μένα, εκτός από το γεγονός ότι ήταν πολύ μακριά, ότι ήταν μια περιπέτεια κι ότι θα πήγαινα με φίλους. Ένιωθα σαν στο σπίτι μου μαζί τους». Η περιπέτεια αυτή διήρκεσε 4 χρόνια και κατέληξε, για άλλη μια φορά, με την απόταξη του επειδή έκλεψε ένα τζιπ.
Το πεπρωμένο του κρίνεται μετά την Ινδοκίνα. Περίπου τυχαία. Παρά το γεγονός ότι η μητέρα του φαντασιωνόταν σε όλη της ζωή ότι ήταν σταρ του σινεμά και ότι ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος σε ένα κινηματογράφο, ο Αλέν Ντελόν δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει ηθοποιός.
Επιστρέφοντας στη Γαλλία, σε ηλικία 21 ετών, αρχίζει να συχνάζει στο Saint-Germain-des-Prés, την καλλιτεχνική συνοικία του Παρισιού, όπου γνωρίζει τη Dalida, την ηθοποιό Μπριζίτ Ομπέρ και τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Ζαν Κλοντ Μπριαλί. Σύμφωνα με τη Le Monde, ο Μπριαλί ήταν που προσκάλεσε τον νεαρό Αλέν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1957 και ήταν στην Κρουαζέτ όπου τον «εντόπισαν».
Πώς ξεκίνησαν όλα; Όπως είχε ο ίδιος ο Ντελόν πει στην L’Express «Ένα βράδυ, ένας κοινός φίλος με σύστησε στη γυναίκα του Ιβ Αλεγκρέ, η οποία μου είπε ‘Είσαι ακριβώς ο τύπος που αναζητά ο άντρας μου για την επόμενη ταινία του’. Δεν με ενδιέφερε και τόσο. Έπρεπε, λοιπόν, να παλέψει όχι μόνο με τους παραγωγούς του, για να με επιβάλει, αλλά και με εμένα... Ουσιαστικά δέχτηκα για να τον ευχαριστήσω».
Το αποτέλεσμα αυτής της τυχαίας συνάντησης ήταν ένας ρόλος στην ταινία «Quand la femme s’en mêle», την πρώτη της μεγάλης καριέρας του.
«Plein soleil» (1960), «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» (1961), «L’Insoumis» (1964), «Ο Κύριος Κλάιν» (1976)… Οι ρόλοι άρχισαν να πέφτουν βροχή. Γύριζε, δύο, τρεις, τέσσερις ακόμη και πέντε ταινίες το χρόνο, για δύο βασικούς λόγους.
Κατ’ αρχάς ήθελε να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποδείξει ότι είναι κάτι παραπάνω από ένα «όμορφο πρόσωπο»: «Είναι ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα. Ο κόσμος δεν σου αναγνωρίζει κανένα ταλέντο. Σου δίνουν αμέσως τον χαρακτηρισμό του ζεν πρεμιέ. Ακόμα χειρότερα, του νέου πρωταγωνιστή ρομαντικών ταινιών. Πρέπει να κάνεις πολύ κόπο για να αποδείξεις ότι είσαι και ηθοποιός».
Κατά δεύτερο, ήταν ευτυχισμένος ως ηθοποιός μόνο σε μια συγκεκριμένη φάση, «μεταξύ της στιγμής που ακούγεται το ‘Πάμε Γύρισμα’ και της στιγμής που ακούγεται το ‘Cut’. Ο κινηματογράφος είναι μια λίμνη γεμάτη καρχαρίες. Ο πρώτος που πηδάει αρπάζει τον άλλον. Δεν το αντέχω αυτό. Είναι κόντρα στη φύση μου», έλεγε στην L’Express το 1969.
Παρά το γεγονός ότι ήταν σταρ πρώτου μεγέθους στην Ευρώπη, ο Ντελόν δεν κατάφερε ποτέ να γίνει σταρ στο Χόλιγουντ -αν και ελάχιστη σημασία έχει. Εγκαταστάθηκε στην Καλιφόρνια το 1964, υπέγραψε συμβόλαια με την MGM και την Columbia, γύρισε συνολικά έξι ταινίες, όμως το 1967 επέστρεψε στη Γαλλία.
Επί της ουσίας, χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός, σε ένα γύρισμα της τύχης, ο Αλέν Ντελόν έκανε μία μεγάλη καριέρα στο γαλλικό σινεμά, στην οποία πρέπει να συνυπολογιστούν το θέατρο, η τηλεόραση και η μουσική.
Μία καριέρα που τιμήθηκε και αναγνωρίστηκε. Το 1962 κέρδισε το Étoile de Cristal Α΄ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία «Quelle joie de vivre», το 1963 το Victoire du cinéma français για την ερμηνεία του στην ταινία «Mélodie en sous-sol» και το 1985 το Σεζάρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου για το «Notre histoire».
Έλαβε τιμητική Χρυσή Άρκτο το 1995 στο Φεστιβάλ Βερολίνου και τιμητικό Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 2019, για το σύνολο μιας καριέρας που στην πραγματικότητα είχε τελειώσει από τη δεκαετία του 2000.
«Είναι κατά κάποιο τρόπο μια μεταθανάτια τιμή, που μου γίνεται στη διάρκεια της ζωής μου», είχε δηλώσει συγκινημένος στις Κάννες. «Θα φύγω, αλλά δεν θα φύγω πριν σας ευχαριστήσω».
Με πληροφορίες από τη γαλλική έκδοση της HuffPost