«Αν είσαι ξένος που αποφάσισες οικογενειακά ή με μεγάλη παρέα να πας στον Βόλο για να εντρυφήσεις στην τσιπουρική σε κάποιο διάστημα διακοπών παρότι θα φύγεις αρκετά ικανοποιημένος, μην πιστέψεις ούτε στιγμή πως αυτή είναι η εμπειρία για την οποία είχες ακούσει πολλά. Θα πρέπει να επιστρέψεις άλλη μία φορά με μικρή παρέα και να βρεις έναν μερακλή Βολιώτη να σε οδηγήσει».
Το νέο βιβλίο του Αλέξανδρου Ψυχούλη, εικαστικού και καθηγητή Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο «Τα τσίπουρα στον Βόλο» (εκδόσεις νήσος) «μιλά» επί της ουσίας για την ευδαιμονία και την παρέα -που ουδεμία σχέση έχουν με τον πλούτο (και στον καιρό μας πλέον, με τον μη πλούτο).
Το βιβλίο του μερακλή Βολιώτη είναι ένα εγχειρίδιο που απευθύνεται τόσο στους μη μυημένους στη συμποσιακή συνθήκη της «τσιπουροκατάστασης» που εδώ και εκατό χρόνια βρίσκεται σε εξέλιξη στον Βόλο, όσο και στους ντόπιους.
Ο Ψυχούλης ξεναγεί τους αναγνώστες στην τσιπουροποσία συστήνοντας τις ιδανικές συνθήκες.
Το σωστό μαγαζί με το καλό χύμα τσίπουρο, το πως καθόμαστε, το μέγεθος της παρέας, το τσούγκρισμα, το μενού, ο χαρακτήρας του σερβιτόρου, η συζήτηση, ο τόπος, η ώρα και κυρίως ο ρυθμός είναι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα.
Ένα κείμενο με ζωηρές περιγραφές που ταξιδεύει τον αναγνώστη σε ένα τσιπουράδικο του Βόλου, πλάι στο κύμα.
Η HuffPost δημοσιεύει ένα μικρό όσο και χαρακτηριστικό απόσπασμα του βιβλίου (και ναι, όποιος έχει πάει στον Βόλο και στα μέρη του Παγασητικού, διαπιστώνει ότι ο Ψυχούλης σωστά τα λέει).
«Το σωστό μαγαζί»
«Το σωστό μαγαζί είναι το πραγματωμένο όραμα ενός μερακλή ιδιοκτήτη. Είναι η ενδιαφέρουσα ερμηνεία για το τι σημαίνει τσιπουροποσία. Στην πρόσοψη και τη διαρρύθμιση του χώρου δεν έχει βάλει το χέρι του διακοσμητής και συνήθως δεν το βρίσκεις στο τουριστικό μέτωπο της πόλης αλλά χωμένο σε μικρές πλατείες και στενά. Η προσεγμένη ποιότητα δεν μπορεί να αντέξει τα ακριβά ενοίκια και τους μεγάλους χώρους.
Γι’ αυτόν που δεν ξέρει, γι’ αυτόν που επισκέπτεται σπάνια τον Βόλο και ψάχνει στην τύχη ένα τίμιο και καλό τσιπουράδικο, γι’ αυτόν που δεν έχει έναν έμπειρο ξεναγό για να ζήσει με ασφάλεια τις περιπέτειες της τσιπουροκατάνυξης, υπάρχουν ορατές ενδείξεις που πρέπει να μάθει να τις αποκωδικοποιεί στα γρήγορα.
Το σωστό μαγαζί με το καλό χύμα τσίπουρο, το πώς καθόμαστε, το μέγεθος της παρέας, το τσούγκρισμα, το μενού, ο χαρακτήρας του σερβιτόρου, η συζήτηση, ο τόπος, η ώρα και, κυρίως, ο ρυθμός είναι παράγοντες που καθορίζουν το αποτέλεσμα. Μικρές λεπτομέρειες αλλάζουν δραματικά την εξέλιξη μιας συνάντησης για τσίπουρα. Αν κάτι δεν λειτουργήσει όπως πρέπει, αυτό που θα ζήσεις θα είναι απλώς μια καλούτσικη κατάσταση και όχι η ποθητή υπερβατική εμπειρία.
Το τσούγκρισμα, εκτός των άλλων, θα πρέπει να καταλογιστεί και ως τελετουργική χορογραφία γνωστή στους συνδαιτυμόνες. Το σώμα καλείται να συμμετάσχει, το χέρι να προωθηθεί υψωμένο, τα ποτήρια να συγκρουστούν, το στόμα να ευχηθεί προτού δοκιμάσει.
Ο συντονισμός των κινήσεων, που γίνεται χωρίς καμία πρόβα, προσφέρει για λίγο εκείνη την ηδονή που νιώθουν οι χορευτές ενός ομαδικού χορού όταν εκτελούν μια φιγούρα ταυτόχρονα, σαν ένα σώμα.
Εννοείται πως η μικρή αυτή χορογραφία τελειώνει με το ποτήρι να φτάνει στο στόμα. Αν μετά το τσούγκρισμα αυτό δεν συμβεί, είναι προσβλητικό, όπως καραμπινάτα προσβλητική θα ήταν και η άρνηση του τσουγκρίσματος, κάτι που προσωπικά δεν μου έχει συμβεί. Δέχεσαι να τσουγκρίζεις το ποτήρι σημαίνει πως αποδέχεσαι τον άλλον και πως τα τσουγκρίσματα θα παραμείνουν στα σκεύη και όχι στο λόγο. Η κίνηση γίνεται σχεδόν αντανακλαστικά κι αν οι εξελικτικές θεωρίες δεν σφάλλουν, στα μελλοντικά μωρά των Βολιωτών το χέρι θα σηκώνεται αυτόματα στο άκουσμα της λέξης «άντε».
Η μοναχική τσιπουροποσία δεν είναι απαγορευμένη αλλά θα έπρεπε. Το τσίπουρο –συνοδεία μεζέ στο τσιπουράδικο– είναι κατά βάση μια τελετή μοιράσματος...».
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης γεννήθηκε στο Βόλο το 1966.
Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με καθηγητή τον Παναγιώτη Τέτση. Σήμερα είναι καθηγητής Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και από το 2017 διευθύνει το πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών με τίτλο « Μεταβιομηχανικός Σχεδιασμός, σχεδιαστικές και καλλιτεχνικές πρακτικές για την παραγωγή της καθημερινής ζωής».
Το εικαστικό του έργο αποτελείται από διαδραστικές ή μη εγκαταστάσεις στο χώρο , ζωγραφική, γλυπτική και animation. Έχει πραγματοποιήσει 25 ατομικές και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Το 1997 του απονέμεται το βραβείο Benesse για το έργο του Black Box με το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 47η Biennale της Βενετίας.