Με την Ευρώπη να αγωνιά για το ενεργειακό της μέλλον μετά το οριστικό διαζύγιο με τη Ρωσία και τις επιπτώσεις του άνθρακα στο περιβάλλον, η ΕΕ αναζητά λύσεις για τον ενεργειακό γρίφο εστιάζοντας στην πράσινη ενέργεια αφήνοντας παραθυράκια στην πυρηνική.
Χώρες με επικεφαλής τη Γαλλία, βλέπουν την πυρηνική ενέργεια ως τη λύση στις πολύ αυξημένες τιμές ενέργειας, που οδηγούν σε μεγάλης κλίμακας αποβιομηχανοποίηση της Ευρώπης και αναγκάζουν τις κυβερνήσεις να καλύψουν με κρατικό χρήμα μέρος του κόστους.
Σε αυτό, συμβάλει και το γεγονός ότι εν μέσω σκληρών κυρώσεων της Δύσης προς τη Ρωσία, το εμπόριο πυρηνικού καυσίμου έχει προστατευτεί από τις κυρώσεις με «την ρωσική Rosatom να συνεχίζει να εξυπηρετεί σταθερά τους Ευρωπαίους πελάτες της».
Ο Αλέξης Σιμιντζής Director, Energy & Industrials, της FTI Consulting, λίγες ημέρες πριν την ομιλία του στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών για την Ενέργεια, μιλά στην HuffPost για το πόσο δυνατή είναι η ενεργειακή αυτονομία της ΕΕ, την στροφή στην Πράσινη Ενέργεια αλλά και την εξάρτηση στο Αμερικανικό LNG και τις Κινεζικές πρώτες ύλες.
Όπως αναφέρει «η ΕΕ ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα στο άμεσο μέλλον να υποστηρίξει ενεργειακά τις βιομηχανίες της όπως πριν με πολλές να οδηγούνται μακριά από την Ευρώπη» αλλά και το νέο κλιματικό στόχο της ΕΕ για το 2040 που είναι η μείωση των εκπομπών άνθρακα στο 90%.
ΗuffPost: Η ενέργεια αποτελεί τα τελευταία δύο χρόνια έναν ισχυρό μοχλό πίεσης στην οικονομία της Ευρωζώνης, επηρεάζοντας ισχυρές οικονομίες όπως της Γερμανίας. Ποια είναι η κατεύθυνση που η ΕΕ και το λόμπι των Βρυξελλών οδηγεί την πολιτική για την ενέργεια στην Ευρώπη για τα επόμενα 10 χρόνια;
Αλέξης Σιμιντζής: H ενέργεια έχει επιδράσει σημαντικά στην οικονομία της Ευρωζώνης τα τελευταία δύο χρόνια, ασκώντας πίεση σε ισχυρές οικονομίες όπως η Γερμανία.
Η πορεία που καθοδηγείται από την Eυρωπαική Ένωση (EE) και τα ενεργειακά λόμπι των Βρυξελλών τα επόμενα 10 χρόνια, επικεντρώνεται σε πιο ολοκληρωμένες και διασυνδεδεμένες αγορές ενέργειας, αξιοποιώντας τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των εθνικών ενεργειακών συστημάτων και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα κάθε χώρας.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε συνδυασμό με την πράσινη μετάβαση έχει έρθει στο προσκήνιο.
Μετά τη θέσπιση μαζικών νομοθετικών μέτρων για την ενέργεια και το κλίμα, με στόχο να συνδράμουν στην επίτευξη των κλιματικών στόχων της Ευρώπης για μείωση των εκπομπών άνθρακα έως 55% έως το 2030 και κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, αρκετοί ενδιαφερόμενοι φορείς απαιτούν τώρα αναστολή των νέων επιβαρυντικών περιβαλλοντικών ρυθμίσεων για την επόμενη περίοδο.
Αυτό προτού ξεκινήσουν οι συζητήσεις για τον επόμενο κλιματικό στόχο του 2040, που πρόσφατα ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο μείωσης των εκπομπών κατά περίπου 90%.
Οι πολυάριθμες κρίσεις που αντιμετώπισε η ΕΕ τα τελευταία χρόνια, όπως η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η εντάσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, επισήμως ενισχύουν την ανάγκη για επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης, διατηρώντας παράλληλα την ασφάλεια του εφοδιασμού και την οικονομική ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. Ωστόσο, οι υπάρχουσες ρυθμίσεις και τα οικονομικά μέσα της ΕΕ δεν είναι επαρκή για να αντιμετωπίσουν την έκταση των προκλήσεων.
Η επόμενη πενταετία, μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου και η δημιουργία νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα επικεντρωθεί στην εφαρμογή των κλιματικών και ενεργειακών νόμων από τα κράτη μέλη, ενώ η πολιτική εστίαση θα στραφεί και προς την βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και τη στρατηγική αυτονομία.
Η προσπάθεια απεμπλοκής από τις τρέχουσες βιομηχανικές εξαρτήσεις και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ενεργειακής μετάβασης αναδεικνύονται ως κύριες προτεραιότητες για τα επόμενα χρόνια. Ο πράσινος μετασχηματισμός της βιομηχανικής βάσης, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των καθαρών τεχνολογιών, θα πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο του προγράμματος εργασίας της νέας Επιτροπής.
HuffPost: Η νέα οδηγία της Κομισιόν για την μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρισμού αναφέρει ως απαραίτητη την ενσωμάτωση των ΑΠΕ. Πόσο σύντομα μπορεί να γίνει αυτό;
Αλέξης Σιμιντζής: Πράγματι, τον περασμένο Δεκέμβριο, οι θεσμοί της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με τη μεταρρύθμιση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με στόχο, μεταξύ άλλων, να προετοιμάσουν το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας για την αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (AΠΕ).
Η απαραίτητη ενσωμάτωση τους ανταποκρίνεται και στη νέα οδηγία για τις ΑΠΕ (RED III) που ανεβάζει τον στόχο του 2030 για το μερίδιο των ΑΠΕ στην ενεργειακή κατανάλωση από 32% σε 42,5%, με φιλοδοξία να φτάσει το 45%. Κεντρικό στοιχείο της νέας οδηγίας είναι οι διατάξεις που επιταχύνουν την έγκριση νέων έργων ΑΠΕ.
Τα έργα αυτά θα ορίζονται ως έργα ”υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος”, απλοποιώντας τη διαδικασία άδειας τους.
Με βάση τον στόχο της RED ΙΙΙ, ένα μερίδιο 42,5% των ΑΠΕ στο σύνολο του ενεργειακού μείγματος μεταφράζεται σε περισσότερα από τα δύο τρίτα της ηλεκτρικής ενέργειας να παράγεται από ΑΠΕ.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι η ΕΕ θα πρέπει να αυξήσει το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή κατά περίπου 60% έως 70% εντός των επόμενων έξι ετών, περίοδο κατά την οποία η συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά.
Είναι αυτό εφικτό; Πιθανόν. Κατά την τελευταία δεκαετία, η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, έχουν καταστεί ανταγωνιστικές ως προς το κόστος σε αρκετές ευρωπαϊκές αγορές, ακόμη και χωρίς επιδοτήσεις.
Σε επίπεδο ΕΕ, από το 2010 έως το 2022, το μερίδιο της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας στο σύνολο της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (συμπεριλαμβανομένης της βιοενέργειας και της υδροηλεκτρικής ενέργειας), αυξήθηκε από 24% σε 60%, ενώ η αντίστοιχη δυναμικότητα αυξήθηκε περισσότερο από τρεις φορές.
Εντούτοις, η ταχύτητα ενσωμάτωσης των ΑΠΕ θα εξαρτηθεί από τις επενδύσεις των κρατών και των εταιρειών σε νέες εγκαταστάσεις.
Κατά την επόμενη δεκαετία, θα πρέπει να γίνουν μαζικές επενδύσεις, με στόχο να διπλασιαστούν οι επενδύσεις στην παραγωγή και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας κάθε χρόνo σε περίπου 1% του ΑΕΠ της ΕΕ ώστε να επιτευχθεί ο προβλεπόμενος στόχος της οδηγίας RED III.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο που θα καθορίσει την ταχύτητα ενσωμάτωσης των ΑΠΕ είναι η ανάπτυξη και ο σχεδιασμός του ηλεκτρικού δικτύου.
O σχεδιασμός είναι απαραίτητος για να διασφαλιστεί ότι το σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να ανταπεξέλθει στην αυξημένη παραγωγή τόσο από κεντρικές όσο και από κατανεμημένες πηγές, οι οποίες συνδέονται με το δίκτυο διανομής.
Ένα τέτοιο δίκτυο πρέπει να είναι ικανό να παρέχει την παραγωγή από ΑΠΕ σε μια αυξανόμενη ζήτηση προερχομένη από τις βιομηχανίες, ηλεκτροκίνηση ή ακόμη και αντλίες θερμότητας.
HuffPost: Η Ευρώπη θέλει να αυτονομηθεί ενεργειακά, μετά το σοκ του ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Πόσο εύκολη είναι η απεξάρτηση από το αμερικανικό LNG και τις κινεζικές ορυκτές ύλες και σπάνιες γαίες στην ενέργεια;
Αλέξης Σιμιντζής: Η ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης αποτελεί ύψιστης σημασίας ζήτημα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έγινε σαφές ότι η ΕΕ πρέπει να επιλέξει με σύνεση τους «φίλους» της για να μειώσει τον κίνδυνο εξάρτησης σε κάθε εμπόρευμα και προϊόν από τρίτες χώρες συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου, των κρίσιμων πρώτων υλών αλλά και των πυρηνικών καυσίμων.
Όσον αφορά, το φυσικό αέριο, η ΕΕ έχει αποδειχθεί ανθεκτική απέναντι στον περιορισμό των εισαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Η ανθεκτικότητα αυτή κατέστη δυνατή σε μεγάλο βαθμό χάρη στις αυξημένες εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) κυρίως από τις ΗΠΑ που, παράλληλα με τη μείωση της εγχώριας ζήτησης, απέτρεψαν ελλείψεις ενεργείας.
Ωστόσο, η αντικατάσταση της μιας εξάρτησης από την άλλη δεν είναι βιώσιμη. Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν ανακοίνωσε τον περασμένο Ιανουάριο την απόφασή της να σταματήσει την έγκριση νέων αδειών εξαγωγής LNG εν μέσω αντιδράσεων από ακτιβιστές για το κλίμα.
Η μείωση της εξάρτησης από το αμερικανικό LNG προϋποθέτει διαφοροποίηση και αύξηση των εισαγωγών από χώρες όπως το Κατάρ, τη Νορβηγία και το Αζερμπαϊτζάν.
Επιπλέον, η επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές ενέργειας, αν και απαιτεί χρόνο. Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη εξάρτηση από το αμερικανικό LNG, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν δείχνει να εκφράζει ανησυχία, καθώς δεν υπάρχει ο ίδιος πολιτικός κίνδυνος όπως με τη Ρωσία.
Αντίθετα με τη δραματική πτώση του εμπορίου ορυκτών καυσίμων μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας, το εμπόριο πυρηνικού καυσίμου αυξήθηκε σταθερά, παραμένοντας εκτός των καταλόγων κυρώσεων.
Ο ρωσικός κρατικός πυρηνικός όμιλος Rosatom συνέχισε να εξυπηρετεί τους ευρωπαίους πελάτες με υπηρεσίες μετατροπής και εμπλουτισμού, καθώς και με πυρηνικά καύσιμα. Το 2022, η Rosatom παρείχε το 22% των υπηρεσιών μετατροπής της ΕΕ και το 30% των παραδόσεων εμπλουτισμένου ουρανίου.
Για τη βιώσιμη απεξάρτηση από τη Ρωσία, απαιτούνται περαιτέρω επενδύσεις και επέκταση της ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας, ειδικά εν όψει των σχεδίων για νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες τα επόμενα χρόνια.
Μέχρι τότε, η αμερικανική εταιρία Westinghouse προσφέρει εναλλακτική προμηθεύοντας καύσιμα σε πυρηνικούς σταθμούς της Ουκρανίας έχοντας μάλιστα υπογράψει συμβάσεις για μελλοντικές προμήθειες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Φινλανδία και η Σλοβακία. Παρά ταύτα, η Ευρώπη πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση και να μην αντικαθιστά τη ρωσική εξάρτηση με μια αμερικανική.
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στην εφοδιαστική αλυσίδα δεν περιορίζεται μόνο στο φυσικό αέριο ή τα πυρηνικά καύσιμα. Η σημαντική επίδραση της Κίνας σε πολλές αλυσίδες πρώτων υλών έγινε γνωστή το 2009, όταν η κυβέρνηση επέβαλε ελέγχους στις εξαγωγές. Έκτοτε, η Κίνα αυξάνει συνεχώς την παρουσία της στις αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών.
Σήμερα, η ΕΕ προμηθεύεται το 97% του μαγνησίου της από τη Κίνα ενώ το 100 % του καθαρισμού των σπάνιων γαιών που χρησιμοποιούνται σε μόνιμους μαγνήτες και το 60% του καθαρισμού του κοβαλτίου παγκοσμίως πραγματοποιείται εκεί. Η συγκέντρωση αυτή εκθέτει την ΕΕ σε σημαντικούς κινδύνους εφοδιασμού.
Γι′ αυτό, η ΕΕ εξέδωσε πρόσφατα την πράξη για τις κρίσιμες πρώτες ύλες, προκειμένου να διαφοροποιήσει τον εφοδιασμό της και να αυξήσει την ευρωπαϊκή παραγωγή τους. Η νομοθεσία θέτει όρια εξάρτησης 65% από μια μόνο τρίτη χώρα ανά πρώτη ύλη. Ωστόσο, η εφαρμογή της νομοθεσίας στην πράξη θα είναι δύσκολη.
Πέρα από τις ίδιες τις κρίσιμες πρώτες ύλες, η χρήση και οι εφαρμογές τους είναι ίσως πιο σημαντικές.
Πολλά από αυτά τα ορυκτά θεωρούνται στρατηγικής σημασίας για την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης, λόγω του ρόλου τους στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, ανεμογεννητριών, ηλιακών συλλεκτών και άλλων συσκευών όπου η Κίνα κατέχει κυρίαρχη θέση.
Μέρος της αντίδρασης της ΕΕ και των ΗΠΑ είναι η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, αλλά αυτό είναι οικονομικά αναποτελεσματικό, λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη πρόσβαση σε αυτές τις πρώτες ύλες και το υψηλό κόστος παραγωγής.
Στο μεταξύ, η Κίνα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στον τομέα αυτό, θέτοντας ένα δίλημμα για τους Ευρωπαίους αξιωματούχους: να μειώσουν την εξάρτηση από την Κίνα εις βάρος της πράσινης μετάβασης ή να διατηρήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού πρώτων υλών και συναφών προϊόντων, θέτοντας σε κίνδυνο την εγχώρια βιομηχανία;
Κατά την άποψή μου, ο στόχος δεν θα πρέπει να είναι η υποκατάσταση της κινεζικής αλυσίδας εφοδιασμού αλλά η συμπλήρωση, με πρόσθετες χώρες για λόγους διαφοροποίησης και ασφάλειας. Αυτό θα απαιτήσει επενδύσεις, κίνητρα και καινοτομία.
HuffPost: Μπορεί η Ευρώπη να αντέξει οικονομικά τις κοστοβόρες βιομηχανίες στο έδαφος της ή θα δούμε τα επόμενα χρόνια μια μαζική μετανάστευση μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων λόγω της ενέργειας;
Αλέξης Σιμιντζής: Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όσον αφορά τη διαχείριση των ενεργοβόρων βιομηχανιών στο έδαφός της. Αυτές περιλαμβάνουν τη μαζική εισροή φτηνών κινεζικών προϊόντων, καθώς και τις υψηλές τιμές ενέργειας που διαταράσσουν την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Η ενεργειακή πολιτική παίζει καίριο ρόλο στη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς, και έχει ενταθεί μετά την ενεργειακή κρίση που πρόσφατα βιώσαμε.
Το αυξημένο κόστος ενέργειας έχει ήδη οδηγήσει σε κλείσιμο εργοστασίων, περιορισμό παραγωγής, απώλεια θέσεων εργασίας, ενισχύοντας το ερώτημα εάν η Ευρώπη πρέπει να προστατεύσει την ενεργοβόρα παραγωγή της μέσω επιδοτήσεων στη χρήση ενέργειας και αν η ΕΕ διαθέτει τα οικονομικά μέσα για να το πράξει.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης δεν απαιτείται απαραίτητα η προστασία ορισμένων βιομηχανιών. Η γεωγραφικά περιορισμένη διαθεσιμότητα ανανεώσιμης ενέργειας επιφέρει μια νέα πραγματικότητα που θα επηρεάσει το συγκριτικό πλεονέκτημα των οικονομιών ανά το κόσμο.
Συνεπώς, η πράσινη βιομηχανική πολιτική πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτή την οικονομική πραγματικότητα, αντί να προσπαθεί να την αντιστρέψει. Παρόλο που η Ευρώπη δεν διαθέτει τις ιδανικές συνθήκες για τη λειτουργία ΑΠΕ, μπορεί να επιδοθεί σε συνεργασίες με περιοχές που είναι πιο αποδοτικές στην παραγωγή πράσινης ενέργειας.
Η παραγωγή “καθαρής” ενέργειας όπως το πράσινο υδρογόνο με γερμανικό ήλιο και άνεμο θα είναι λιγότερο αποδοτική από ό,τι με γερμανική τεχνογνωσία και ΑΠΕ στην Μαυριτανία.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η Ευρώπη πρέπει να “αποβιομηχανοποιήσει” τις περιοχές της. Αλλά η προσπάθεια να διατηρηθούν τα ενεργοβόρα στάδια της αλυσίδας παραγωγής στην Ευρώπη είναι δύσκολο να πετύχει λαμβάνοντας υπόψην και δυσκολίες στη μεταφορά πράσινης ενέργειας από τα σημεία παραγωγής στα κέντρα κατανάλωσης.
Αντ′ αυτού, τα στάδια αυτά θα μπορούσαν να να μεταφερθούν σε μέρη που είναι δυνητικά πιο αποτελεσματικά στη δέσμευση πράσινης ενέργειας.
Η Ευρώπη βλέπει ήδη αυτή τη δυναμική να διαδραματίζεται με τον τρόπο που η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου έχει καταστήσει μη ανταγωνιστική την ευρωπαϊκή βαριά βιομηχανία.
Οι ευρωπαϊκές ενεργοβόρες βιομηχανίες ανταγωνίζονται παραγωγούς στο εξωτερικό, όπου οι τιμές της ενέργειας είναι συνήθως χαμηλότερες και δεν επιβαρύνονται με συγκρίσιμο κόστος εκπομπών άνθρακα. Το ίδιο είναι πιθανό να συμβεί και με τη πράσινη μετάβαση.
Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, η ΕΕ ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει τις βιομηχανίες της όπως πριν.
Η οικονομική επιβάρυνση που προκάλεσαν η πανδημία του Covid, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και η ανθρωπιστική και στρατιωτική στήριξη προς την Ουκρανία έθεσαν σε δοκιμασία τις οικονομίες των κρατών μελών.
Η μείωση της διαθέσιμης χρηματοδότησης, από ένα προϋπολογισμό ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ τη περίοδο 2021-2027 σε έναν ”κανονικό” προϋπολογισμό της ΕΕ από το 2028, υποδεικνύει ότι θα είναι δύσκολο για πολλά κράτη μέλη να προσφέρουν επαρκή στήριξη για την αντιμετώπιση των υψηλότερων τιμών της ενέργειας ή τη μείωση των εκπομπών άνθρακα.
HuffPost: Ποιο είναι το μέλλον στην ενέργεια;
Αλέξης Σιμιντζής: Το μέλλον της ενέργειας στην Ευρώπη κινείται προς μια πολυδιάστατη προσέγγιση που βασίζεται σε τέσσερις βασικές αρχές: διαφοροποίηση, απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές, αποκέντρωση και ψηφιοποίηση, γνωστές και ως τα 4 Ds (diversification, decarbonization, decentralization and digitalisation).
Η διαφοροποίηση αντιπροσωπεύει την προσπάθεια της Ευρώπης να αναχαιτίσει την εξάρτησή της από έναν ή λίγους ενεργειακούς προμηθευτές ορυκτών αλλά και πράσινων καυσίμων.
Αυτό έγινε εμφανές με την ανακοίνωση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τη δημιουργία διαφόρων διαδρόμων εισαγωγής υδρογόνου, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη Νορβηγία, την Ουκρανία και τη Μεσόγειο. Επίσης, η διαφοροποίηση αφορά και τις μορφές ενέργειας, η οποία αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την επίτευξη συνδυασμένης χρήσης διαφορετικών τεχνολογιών και πηγών.
Η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές αναδεικνύεται ως η πιο κρίσιμη πρόκληση, καθώς η ευρωπαϊκή πολιτική θα επικεντρωθεί στη μείωση και τελικά την εξάλειψη των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, και του μεθανίου, μέσω της υιοθέτησης ΑΠΕ, ενεργειακής απόδοσης και τεχνολογιών όπως η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα.
Η αποκέντρωση αναδεικνύεται εξίσου σημαντική. Παραδοσιακά, η ενέργεια παρέχεται από μεγάλες μονάδες παραγωγής μέσω ενός κεντρικού δικτύου στα σπίτια και τις επιχειρήσεις.
Σήμερα όμως, η μικρότερη, τοπική παραγωγή ενέργειας, όπως η χρήση ηλιακών πάνελ στα σπίτια, ενσωματώνεται με γρήγορους ρυθμούς στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό επιτρέπει την πιο ενεργή συμμετοχή των καταναλωτών στην αγορά ενέργειας, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός πιο ευέλικτου και αποτελεσματικού ενεργειακού συστήματος.
Tέλος, η ψηφιοποίηση επιτρέπει τη δημιουργία ενός πιο έξυπνου και αποδοτικού ενεργειακού συστήματος. Τα έξυπνα δίκτυα επιτρέπουν την παρακολούθηση της χρήσης ενέργειας σε πραγματικό χρόνο, βελτιώνοντας την εξισορρόπηση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης.
Επιπλέον, τα ψηφιακά εργαλεία δίνουν τη δυνατότητα στους καταναλωτές να διαχειριστούν την κατανάλωση της ενέργειάς τους και να συμμετάσχουν σε προγράμματα απόκρισης της ζήτησης.
Αυτές οι τάσεις είναι αλληλένδετες, καθώς η αποκέντρωση συμβάλλει στην απαλλαγή από τον άνθρακα, ενώ η ψηφιοποίηση αναδεικνύεται απαραίτητη για τη διαχείριση της πολυπλοκότητας ενός πιο αποκεντρωμένου ενεργειακού συστήματος.
Παρά τις προκλήσεις όπως η αποθήκευση ενέργειας και η αναβάθμιση της υπάρχουσας υποδομής του δικτύου, η συνεργασία πάνω σε αυτές τις τέσσερις τάσεις μπορεί να δημιουργήσει ένα πιο βιώσιμο, ασφαλές και αποδοτικό ενεργειακό μέλλον.
HuffPost: Μπορεί να συμβαδίσει η πράσινη μετάβαση με την τεχνητή νοημοσύνη ως ένα εργαλείο καθημερινής χρήσης στο κοντινό μέλλον;
Αλέξης Σιμιντζής: Ασφαλώς, η συμβατότητα της πράσινης μετάβασης με την τεχνητή νοημοσύνη στο μέλλον αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι της στρατηγικής της ΕΕ για την προώθηση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, γνωστή ως ″δίδυμη μετάβαση”.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα διαδραματίσει έναν ρόλο στη διαχείριση και τη βελτιστοποίηση του μελλοντικού ενεργειακού συστήματος, υποστηρίζοντας τη λήψη αποφάσεων για το σχεδιασμό του δικτύου ακόμα και τη βελτιστοποίηση της ενεργειακής απόδοσης σε έξυπνα κτίρια.
Ωστόσο, πρέπει να αποφύγουμε την υπερεκτίμηση του δυναμικού και των οφελών της για τον ενεργειακό τομέα, καθώς αυτή εξακολουθεί να βρίσκεται σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης.
Επίσης, η αυξανόμενη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης συνεπάγεται και ορισμένους κινδύνους, όπως την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας.
Η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης σε διάφορους τομείς επιφέρει αύξηση της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως από τα κέντρα δεδομένων.
Προβλέπεται ότι μέχρι το 2026, ο κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης θα έχει αυξηθεί εκθετικά, δημιουργώντας την ανάγκη για πολλαπλάσια ενέργεια σε σχέση με το 2023.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων, την τεχνητή νοημοσύνη και τα κρυπτονομίσματα μπορεί να διπλασιαστεί μέχρι το 2026, απαιτώντας περαιτέρω ενέργεια από ΑΠΕ, φυσικό αέριο και άλλες πηγές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Συνεπώς, η υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης σε όλες τις εφαρμογές πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά ως προς τις πιθανές επιπτώσεις στη συνολική κατανάλωση ενέργειας και τις συναφείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Είναι πιο πιθανό βέβαια τα οφέλη της να υπερνικούν την αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων.
Έτσι, η προοπτική που παρουσιάζεται είναι ότι η εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη περιβαλλοντικών και ενεργειακών στόχων.