Το σύγχρονο διεθνές σύστημα δεν είναι πλέον, όπως το γνωρίζαμε. Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιωθεί με την πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, καθώς η προσέγγιση των δύο κρατών κρίνεται ως μια προσπάθεια αμφισβήτησης της υπάρχουσας παγκόσμιας τάξης, που είναι υπαγορευμένη από τις ΗΠΑ και την εγκαθίδρυση μιας εναλλακτικής, αντι-δυτικής, παγκόσμιας τάξης.
Είναι αλήθεια πως η περίοδος της Pax Americana έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Σταθμός σε αυτό αποτελούν οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9 του 2001. Το γεγονός αυτό αποτελεί σταθμό για δύο βασικούς λόγους: α) έκανε φανερό διεθνώς πως οι ΗΠΑ είναι τρωτές και μάλιστα τόσο τρωτές που η ακεραιότητά τους και η εσωτερική τους τάξη απειλείται από έναν μη κρατικό δρών -αν υποθέσουμε πως η απόδοση ευθυνών στην Αλ Κάιντα είναι βάσιμες- και β) η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη περιφερειακών δυνάμεων που διαθέτουν τις προϋποθέσεις να γίνουν μεγάλες δυνάμεις, ήτοι διαθέτουν τη λεγόμενη «λανθάνουσα ισχύ», που δεν είναι άλλη από την έκταση και τον πληθυσμό ενός κράτους.
Η τάση, λοιπόν, ήδη από τις αρχές του 2000, ήταν κορεσμός της οικονομικής ανάπτυξης της Δύσης σε συνδυασμό με πλήγμα στην εικόνα των ΗΠΑ, ενώ παράλληλα περιφερειακοί πόλοι αναδύονταν διεκδικώντας αρχικά την περιφερειακή κυριαρχία και ύστερα την παγκόσμια. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η Κίνα, η Ρωσία, η Βραζιλία και η Ινδία.
Σήμερα, μπορούμε να πούμε πως τον πρώτο στόχο τον έχουν επιτύχει οι ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες -ιδίως η Ρωσία και η Κίνα-, δηλαδή έχουν τον κυρίαρχο ρόλο στην περιφέρειά τους. Με άλλα λόγια, η ισορροπία δυνάμεων έχει αλλάξει και το διεθνές σύστημα από μονοπολικό εξελίσσεται σε πολυπολικό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιβεβαιώνει τη διαπίστωση αυτή. Ακόμα και αν η Ρωσία δεν έχει καταφέρει όσο εύκολα πίστευε ότι θα καταφέρει την διχοτόμηση της Ουκρανίας και μόνο το ότι προέβη σε εισβολή στα εδάφη της Ουκρανίας δείχνει συμπεριφορά μεγάλης δύναμης. Με βάση το ρωσικό αφήγημα, η Ουκρανία βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, της οποίας θίγονται συμφέροντα ζωτικής σημασίας από τις κινήσεις της ουκρανικής κυβέρνησης -εν προκειμένω τη θέληση της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.
Από την άλλη μεριά, η Κίνα θέτοντας σε εφαρμογή ήδη από το 2013 το λεγόμενο κινεζικό σχέδιο Marshal (Belt & Road Initiative) προσπαθεί να μεταφράσει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική επιρροή μετατρέποντας σε δορυφόρους της κράτη που εξαρτώνται από αυτήν οικονομικά.
Επίσης, με τη στάση της στη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Κίνα αφενός διαιωνίζει τη σύρραξη, καθώς αν η Ρωσία δεν είχε την -έστω κεκαλυμμένη- στήριξη της Κίνας, είναι πιθανό να μην μπορούσε να αντέξει το οικονομικό βάρος αυτής της παρατεταμένης σύρραξης. Αφετέρου προβάλει το προφίλ της κυρίαρχης «δύναμης-ειρηνοποιού», η οποία μπορεί να μεσολαβήσει για να λύσει διεθνείς κρίσεις που θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή τάξη -είδαμε πρόσφατα και το ρόλο-κλειδί της Κίνας στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ δύο ορκισμένων εχθρών: του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.
Σαφέστατα, η κρίση στην Ουκρανία είναι περιπλοκότερη και τα συμφέροντα μεγαλύτερα για να λυθεί έτσι εύκολα. Σε αυτό το πλαίσιο τον προηγούμενο μήνα η Κίνα δημοσίευσε μια πρότασή της με 12 σημεία για την επίλυση της ουκρανικής κρίσης. Μία πρόταση, η οποία αν και φαινομενικά κρατά ίσες αποστάσεις, επί της ουσίας τείνει να ασπάζεται πολλές από τις θέσεις της Ρωσίας. Αυτός ο ρόλος της «ειρηνοποιού» δύναμης που προσπαθεί να δείξει διεθνώς η Κίνα, έρχεται ως μια εναλλακτική σε αυτήν των ΗΠΑ, προσπαθώντας να πείσει πως είναι ικανή να επιλύει διεθνείς κρίσεις.
Η πρόσφατη, λοιπόν, «Χωρίς Όρια» συμφωνία της Κίνας με τη Ρωσία που περιλαμβάνει επέκταση συνεργασίας σε μεγάλο αριθμό οικονομικών ζητημάτων, καθώς επίσης και η εμβάθυνση πολιτικών και στρατιωτικών σχέσεων, δείχνει αφενός την τάση για περισσότερη στήριξη της Κίνας στη Ρωσία με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία και αφετέρου πως ο πλανήτης ετοιμάζεται για κάτι μεγαλύτερο.
Σταδιακά αρχίζουν να διαμορφώνονται δύο μεγάλοι συνασπισμοί: ο δυτικός συνασπισμός και ο αντί-δυτικός συνασπισμός. Το γεγονός, ωστόσο, του ότι η συνεργασία Ρωσίας-Κίνας έχει αρνητικό πρόσημο -καθώς μιλάμε για αντί-δυτικό συνασπισμό και όχι πχ για ανατολικό- δείχνει πως δεν υπάρχει ιδιαίτερο βάθος -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- στον συνασπισμό αυτόν, καθώς η μόνη κοινή συνισταμένη τους είναι το ότι δεν θέλουν την κυριαρχία της Δύσης, δεν προτείνουν ένα κοινό νέο αφήγημα για τον κόσμο -κάτι αντίστοιχο, βέβαια συνέβη και με τις Συμμαχικές Δυνάμεις όπου η αιτία συνασπισμού τους ήταν το αντιναζιστικό μέτωπο με τον μεταπολεμικό κόσμο να διασπάται σε δύο σφαίρες επιρροής.
Λαμβάνοντας υπόψιν το στοιχείο αυτό, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πως αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία είναι μια δοκιμή αυτού που πρόκειται να συμβεί. Η Ουκρανία δεν είναι το υπ’ αριθμόν ένα θέατρο επιχειρήσεων. Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις, δηλαδή οι ΗΠΑ και η Κίνα, δοκιμάζουν, με αφορμή την Ουκρανία, η μία τις αντιδράσεις της άλλης. Η περιοχή πρωτεύουσας σημασίας πλέον είναι η ΝΑ Ασία. Για τον λόγο αυτό και άλλα κράτη της περιοχής προσπαθούν να έχουν ενεργό ρόλο στο Ουκρανικό, όπως για παράδειγμα η επίσκεψη της Ιαπωνίας στην Ουκρανία την ίδια περίοδο με αυτήν της Κίνας στη Ρωσία.
Από την άλλη μεριά, η στάση της Δύσης -της κατακερματισμένης Δύσης- είναι εξόχως προβληματική. Οι ΗΠΑ βλέπουν πως στον ανταγωνισμό της οικονομικής ανάπτυξης η Κίνα πολύ σύντομα θα τις ξεπεράσει και ως εκ τούτου επιχειρούν να κάνουν ό,τι έκανε η Σπάρτη στην Αθήνα και η Βρετανία στη Γερμανία κατά τον Πελοποννησιακό και Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντίστοιχα, ήτοι να θέσει τέλος στην άνιση ανάπτυξη της Κίνας.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τη στάση των ΗΠΑ στον πόλεμο στην Ουκρανία. Είμαστε στο ίδιο έργο θεατές, καθώς οι χειρισμοί των ΗΠΑ θυμίζουν πολύ τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή, όπως τότε, έτσι και σήμερα, οι άμεσα επηρεαζόμενοι από τον πόλεμο Ρωσία, Ουκρανία και ΕΕ χάνουν -άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο-, οι ΗΠΑ, ωστόσο κερδίζουν.
Αφενός κερδίζουν, διότι χάνουν οι άλλοι, αφετέρου, διότι πωλούν πολύ σημαντικές ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στα κράτη-μέλη της ΕΕ, τα οποία σε μια απέλπιδα προσπάθεια για να διασφαλίσουν ενεργειακή αυτάρκεια χωρίς να εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο, έχουν δεχθεί άνευ όρων αυτό που προσφέρεται από τις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ, λοιπόν, βρίσκονται ακριβώς στην ίδια πλεονεκτική θέση που βρισκόντουσαν και στον Β’ΠΠ, τότε είχαν μετατρέψει την βιομηχανία τους σε πολεμική και πουλούσαν στην Ευρώπη όπλα με αποτέλεσμα, ενώ ολόκληρη Ευρώπη είχε καταστραφεί, οι ΗΠΑ είχαν επωφεληθεί οικονομικά.
Σήμερα οι ΗΠΑ πουλάνε LNG στην ΕΕ, η οποία με τις αποφάσεις που παίρνει η ίδια πυροβολεί τα πόδια της μόνο και μόνο διότι έχει ενστερνιστεί σαν δικό της συμφέρον το συμφέρον των ΗΠΑ -αναφέρομαι στις οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από ΗΠΑ και ΕΕ στη Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές έχουν μηδαμινό κόστος για τις ΗΠΑ, αλλά για την ΕΕ όχι, τουναντίον η ενεργειακή αυτάρκεια και κατ’ επέκτασιν η ασφάλεια της ΕΕ κλονίζεται συθέμελα. Από τη στιγμή, μάλιστα, που η Κίνα προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου από τη Ρωσία, οι κυρώσεις της ΕΕ είναι χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα, καθώς η Ρωσία δεν επηρεάζεται σε βαθμό που τη ζημιώνει τόσο για να λήξει τον πόλεμο.
Το μείζον πρόβλημα της Δύσης βρίσκεται στο γεγονός πως τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η ΕΕ εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η φωνή της ΕΕ σε ζητήματα εξωτερικών υποθέσεων, καθώς επίσης και σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας είναι παντελώς κατακερματισμένη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δημιουργηθεί μια ενιαία ανεξάρτητη ευρωπαϊκή στρατηγική που θα θέτει ως προτεραιότητα το συμφέρον της ίδιας της ΕΕ -στον κατακερματισμό αυτόν της ΕΕ μέρος της ευθύνης οφείλεται στη στάση των ΗΠΑ.
Η άνευ όρων πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ επικαλούμενη το αφήγημα ότι η Δημοκρατία πολεμά τον Απολυταρχισμό είναι παραπλανητική και επικίνδυνη, όταν πρόκειται για χάραξη εξωτερικής πολιτικής. Οι αποφάσεις της ΕΕ έχουν ήδη επηρεάσει αρνητικά την καθημερινότητά του ευρωπαίου πολίτη χωρίς να συμβάλλουν ιδιαίτερα στον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία προς το συμφέρον της Δύσης -ακόμα και αν στο πεδίο της μάχης φαίνεται πως χάρη στη στήριξη της Δύσης η Ρωσία ηττάται.
Εντός αυτού του πλαισίου είναι, επίσης, σημαντικό να ενταχθεί η αμυντική συμφωνία ΑUKUS ανάμεσα στην Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, η οποία είναι ενδεικτική των προθέσεων του Αγγλοσαξονικού συνασπισμού που θέτει σε δεύτερη μοίρα την ηπειρωτική Ευρώπη, και η οποία συμπεριλήφθηκε στις συζητήσεις Κίνας-Ρωσίας. Θυμίζω πως η Αυστραλία υπέγραψε την αμυντική συμφωνία με ΗΠΑ και ΗΒ αφήνοντας μια αντίστοιχη συμφωνία με τη Γαλλία και την ΕΕ, η οποία ήταν έτοιμη να υπογραφεί.
Στο σημείο αυτό θεωρείται σκόπιμο να αναφερθεί και το πώς οι συμμαχίες του Δυτικού στρατοπέδου διαμορφώνονται. Υπάρχει μια συμπαγής συμφωνία των ΗΠΑ με Ηνωμένο Βασίλειο και Αυστραλία, καθώς η Αυστραλία -με γεωπολιτικούς όρους- θα αποτελέσει το «στρατηγικό βάθος» σε ενδεχόμενη σύγκρουση των ΗΠΑ με την Κίνα -ακριβώς, δηλαδή, τον ρόλο που είχαν οι ΗΠΑ στον Β’ΠΠ και τον Ψυχρό Πόλεμο. Δεν είναι, επίσης, τυχαία η απόφαση για επαναστρατικοποίηση της Ιαπωνίας, καθώς θα είναι το λεγόμενο «πλωτό αεροδρόμιο» σε ενδεχόμενη παγκόσμια σύγκρουση -έχοντας, δηλαδή, τον ρόλο του ΗΒ κατά τον Β’ ΠΠ και τον Ψυχρό Πόλεμο.
Τέλος, η προσέγγιση των ΗΠΑ με την Ινδία είναι το τελευταίο στάδιο της στρατηγικής των ΗΠΑ για να «περικυκλώσει» -με γεωπολιτικούς όρους- την Κίνα, καθώς η Ινδία θα έχει τον ρόλο του «προκεχωρημένου φυλακίου», αντίστοιχο με αυτόν της ηπειρωτικής Ευρώπης κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως, αν και η Ρωσία αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα προμηθευτή όπλων για την Ινδία, είναι ενδεικτική η στάση της Ινδίας που προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τη Ρωσία μειώνοντας παράλληλα την εξάρτησή της από τον Ρωσικό οπλισμό από το 62% που ήταν το 2017 σε 45% το 2022.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η προσέγγιση των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν θέσει στην ατζέντα του διαλόγου με την Ινδία τον περιορισμό εξάρτησης της Ινδίας από τη Ρωσία σε οπλισμό και ενέργεια. Προς το παρόν η Ινδία φαίνεται να κρατάει μια ισορροπημένη στάση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αφενός διότι χρειάζεται τις ΗΠΑ σε ενδεχόμενη σύγκρουση με την Κίνα και αφετέρου διότι εξαρτάται από τη Ρωσία. Εκεί εμπίπτει και η απόφαση της Ινδίας να υπονομεύσει τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία λόγω της εισβολής στην Ουκρανία.
Στο γεωπολιτικό αυτό «παιχνίδι» η ΕΕ είναι δευτερεύουσας σημασίας για τις ΗΠΑ. Δεν βρίσκεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ μια ισχυρή ΕΕ, καθώς τώρα δεν υπάρχει ΕΣΣΔ, άρα δεν χρειάζεται και μια ισχυρή ΕΕ που θα την ανασχέσει. Το ότι το Ουκρανικό δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα για τις ΗΠΑ και την Κίνα, δεν σημαίνει, ωστόσο, πως πρέπει να υποβαθμιστεί η ουκρανική κρίση, τουναντίον. Ο πόλεμος στην Ουκρανία σαφέστατα θα καθορίσει το μέλλον της ΕΕ και της Ρωσίας, καθώς μια επικράτηση ή μη της Ρωσίας θα καθορίσει την Ευρωπαϊκή ασφάλεια της επόμενης ημέρας. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για την ασφάλεια των ΗΠΑ και της Κίνας.
Η συμφωνία Κίνας-Ρωσίας είναι μια ακόμη απόδειξη πως οι συνασπισμοί διαμορφώνονται για τον κόσμο της επόμενης ημέρας και η ΕΕ, είτε από αδυναμία, είτε από ανικανότητα βρίσκεται εκτός, όσο και αν τυπικά υπάρχει το ΝΑΤΟ που προσφέρει μια δικλείδα ασφαλείας. Είναι αλήθεια πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα κρίνει την ασφάλεια της Διατλαντικής Συμμαχίας, που όσο και αν είναι η πρώτη προτεραιότητα για την ΕΕ, για τις ΗΠΑ συνεχίζει να μην υπάγεται στη ζώνη συμφερόντων ζωτικής τους σημασίας. Η επικράτηση ή μη της Δύσης, τελικά, δεν θα κριθεί στην Ουκρανία, θα κριθεί, πιθανόν στην ΝΑ Ασία, όπως για παράδειγμα στην Ταϊβάν -στην ενδεχόμενη «κινεζική Ουκρανία».
Η συμφωνία Κίνας-Ρωσίας είναι μια ακόμη επιβεβαίωση πως οι διεθνείς συσχετισμοί αλλάζουν, οι πολιτική της ισχύος έχει επιστρέψει εγκαταλείποντας κάθε πολιτική περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αρχών και αξιών. Έτσι και αλλιώς ακόμα και αν υποθέσουμε πως μόνο η ΕΕ πλέον ακολουθεί πολιτική με πρώτο κριτήριο τις αρχές και τις αξίες και όχι τα συμφέροντα, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως υπερασπίζεσαι τα ευρωπαϊκά ιδεώδη και τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχοντας πολεμικά εφόδια και οπλισμό στην Ουκρανία -όσο και αν συντρέχουν «δίκαιοι» λόγοι.
Στις συμπληγάδες αυτές των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων η ΕΕ πληρώνει ακόμα το τίμημα της οικονομικής ανάπτυξης που έφερε το σχέδιο Marshal που την ανάγκασε σε αμερικανική στρατιωτική παρουσία , άρα και εξάρτηση, έως και τις ημέρες μας. Μόνο αν η ΕΕ προχωρήσει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης, μόνο αν αποκτήσει ενιαία φωνή στα θέματα υψηλής στρατηγικής, μόνο τότε θα μπορέσει να διασφαλίσει την επιβίωσή της και να έχει λόγο την επόμενη ημέρα σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτητα.
Μόνο αν η ΕΕ αποκτήσει ενιαία φωνή στα θέματα υψηλής στρατηγικής θα μπορέσει να διασφαλίσει την επιβίωσή της και να έχει λόγο σε ένα διεθνές περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτητα.