Η αδήλωτη εργασία αποτελεί ένα από τα διαχρονικά προβλήματα στον εργασιακό χώρο, γεγονός που αντιμετωπίζεται πάντα με πολλαπλές και βαριές κυρώσεις. Οι έλεγχοι των κλιμακίων του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, τα τελευταία έτη έχουν πολλαπλασιαστεί, με πολλές φορές λανθασμένες καταγραφές περιπτώσεων, θεωρώντας οποιονδήποτε βρίσκεται μέσα σε ένα κατάστημα χωρίς το όνομα του να είναι δηλωμένο στον πίνακα προσωπικού ως «εργαζόμενο», αν και δεν είναι στην πραγματικότητα.
Το πρόστιμο της αδήλωτης εργασίας είναι σταθερό και μη μεταβαλλόμενο, χωρίς πλαίσιο προστίμου, ανεξαρτήτως των περιστάσεων. Ανέρχεται σε 10.000 ευρώ για την καθεαυτή μη ασφάλιση του κάθε εργαζομένου και 500 ευρώ για την μη αναγραφή του στο πίνακα εργαζομένων. Συνολικά δηλαδή, 10.500 ευρώ για κάθε υπάλληλο που απασχολεί η επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της επιχείρησης, η ένταση της παραβίασης, καθώς και οι πραγματικές και πρακτικές περιστάσεις. Όταν λέω «πρακτικές περιστάσεις», εννοώ πως θα ήθελα πολύ να δω επί του πρακτέου πως μπορεί κάποιος να ασφαλίσει εργαζομένους μη εργάσιμη ημέρα, και πως το «εκσυγχρονισμένο» ασφαλιστικό σύστημα δίνει την ευκαιρία για κάτι τέτοιο.
Εν προκειμένω, υπάρχει και νομικό και πραγματικό πρόβλημα. Το πραγματικό πρόβλημα επαφίεται στην ίδια την φύση των ελέγχων, καθώς υπό το φόβο του λάθους, καταγράφονται όλες οι περιπτώσεις ως παραβιάσεις, χωρίς να ερευνάται τελικώς αν όντως υπάρχει παρατυπία ή για ποιο λόγο υπάρχει παρατυπία, και οδηγούμαστε πάντα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο, το οποίο είτε ακυρώνει το πρόστιμο, είτε το μειώνει. Και εκεί έγκειται το νομικό πρόβλημα, που αφορά την φύση του προστίμου. Είναι εξαιρετικά δυσανάλογο, υψηλό και αμετάβλητο.
Επαφίεται μόνο στην κρίση του διοικητικού Δικαστή να μειώσει το πρόστιμο, αν θεωρήσουμε πως υπάρχει παράβαση, και αυτό ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς στο ενδιάμεσο να υπάρχει δυνατότητα να ληθφούν υπόψη αντικειμενικές ή υποκειμενικές συνθήκες που να δικαιολογούν την εξ αρχής επιβολή ενός μειωμένου προστίμου. Με λίγα λόγια, ο εργοδότης ουδέποτε έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του προτού το πρόστιμο του επιβληθεί, και συνεπώς αναγκάζεται ή να καταφύγει στη Δικαιοσύνη ή να το επωμισθεί. Με αυτό τον τρόπο παραβιάζονται δύο αρχές του Διοικητικού Δικαίου, η αρχή της προηγούμενης ακροάσεως του διοικούμενου και η αρχή της πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που πρέπει να υπάρχει σε όλες τις διοικητικές πράξεις. Ειδικότερα, ως προς την δεύτερη αρχή, η αιτιολογία ενός προστίμου θα πρέπει να είναι σαφής, επαρκής και ειδική, ενώ θα πρέπει να περιέχεται στο ίδιο το σώμα της διοικητικής πράξης και τα στοιχεία του φακέλου μπορούν να συμπληρώσουν αλλά όχι να την αναπληρώσουν. Απλή επίκληση σκέψεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε περίπτωση και παράθεση των διατάξεων του νόμου χωρίς συσχετισμό με συγκεκριμένα δεδομένα δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία. Αυτό συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων, όπου η διοικητική πράξη περιγράφει απλά ότι «βρέθηκε» ένας «εργαζόμενος» στο χώρο ενός καταστήματος.
Το πρόβλημα του αμεταβλήτου του πρόστιμου, φαίνεται να προσπαθεί να λύσει το Υπουργείο Εργασίας, με την Υπουργό να δηλώνει πως : «Σχεδιάζουμε μία συνολική αλλαγή στην αρχιτεκτονική των προστίμων για την αδήλωτη εργασία. Αυτή τη στιγμή κάθε επιχείρηση που θα βρεθεί με έναν αδήλωτο εργαζόμενο οφείλει να πληρώσει ένα πρόστιμο 10.500 ευρώ για κάθε αδήλωτο εργαζόμενο. Κάνουμε μία αλλαγή συνολική στην αρχιτεκτονική πλέον περνάμε σε μία λογική απόδοσης δικαιοσύνης στον εργαζόμενο που είναι αδήλωτος». Το πρόστιμο πλέον «θα μειώνεται σημαντικά εφόσον ο αδήλωτος εργαζόμενος προσληφθεί, από τον εργοδότη».
Όσο μεγαλύτερο διάστημα πρόσληψης, τόσο θα ελαχιστοποιείται το πρόστιμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα έδωσε η ίδια η Υπουργός αναφέροντας «Αν του κάνει μία σύμβαση τρίμηνη το πρόστιμο των 10.500 ευρώ θα πέσει 7.000 ευρώ, αν του κάνει μία εξάμηνη σύμβαση το πρόστιμο θα πέφτει στα 5.000 ευρώ, αν του κάνει μία ετήσια σύμβαση το πρόστιμο θα πέφτει στα 3.000 ευρώ, ενώ αν του κάνει αορίστου χρόνου το πρόστιμο θα πέφτει στα 1.000 ευρώ. Είμαστε ακόμη σε συζήτηση για τα νούμερα με τους κοινωνικούς εταίρους αλλά σχεδόν αυτά θα είναι τα ποσά».
Ως σκέψη, δεν αποτελεί αντίθετη στο κράτος δικαίου, ωστόσο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται στην ταχεία δοκιμή του μέτρου, για να διαπιστώσουμε εάν όντως είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί το σκηνικό στην αγορά εργασίας.