Εισερχόμενοι στην 3η δεκαετία της Μεταψυχροπολεμικής εποχής πολλά μέτωπα να ανοίγονται Ανατολικά, Βόρεια, Νότια, ενώ οι στρατηγικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές και με τρόπο πια που αγγίζει ριζικά και τα μεταπολεμικά στρατηγικά δεδομένα της Ευρώπης. Γι’ αυτό, η σωστή κατανόηση των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος, των διεθνών θεσμών και του διεθνούς δικαίου είναι ίσως το κρισιμότερο ζήτημα της Ελλάδας και της Κύπρου. Μια νέα αφετηρία εθνικής στρατηγικής εκπλήρωσης των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων απαλλαγμένη των ανορθολογισμών της μεταπολιτευτικής περιόδου απαιτεί κρατική ισχύ και συμμαχίες αλλά και αποφάσεις απαλλαγμένες νομικισμού και προσαρμοσμένες στις ιδιομορφίες της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής και του στρατηγικού περιβάλλοντος όπως αυτό εξελίσσεται.
Στην Ελλάδα συχνά, απόρροια κυριαρχίας μιας νομικίστικης θέασης του διεθνούς συστήματος, δίνεται η εντύπωση ότι δεν είναι κατανοητό το γεγονός πως η διακρατική τάξη πραγμάτων καμιά σχέση δεν έχει με την ενδοκρατική τάξη η οποία, διαθέτει συνεκτική κοινωνία. Κάθε ανεξάρτητη κοινωνία είναι ή πρέπει να είναι προικισμένη με κοινωνικοπολιτικό σύστημα σμίλευσης της νομιμοποιητικής διανεμητικής δικαιοσύνης, των κριτηρίων πολιτικής ηθικής που συνάδουν με την ετερότητά της, των νόμων και των προϋποθέσεων ευνομίας και ευταξίας. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχουμε διακρατικά. Αυτό γιατί απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία, ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα και μια παγκόσμια πολιτική ηθική, εξ ου και διεθνή τάξη μόνο μπορούμε να έχουμε. Τόσο απλό και ολοφάνερο πλην αθέατο σε πολλούς. Την διεθνή τάξη την ορίζουν οι Συνθήκες συνήθως μετά τον τελευταίο πόλεμο και λάθη δεν επιτρέπονται γιατί το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία. Εξ ου και δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για το τι είναι δίκαιο ή σε τι συνίσταται η δικαιοσύνη στην οροθέτηση των συνόρων.
Ως προς αυτά, ένα κρίσιμο ζήτημα για ένα κράτος είναι η ηγεσία και η κοινωνία να κατανοεί ορθολογιστικά και σωστά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Κυρίως την αποστολή του και τους έσχατους σκοπούς του, τα όρια των αρμοδιοτήτων των οργάνων του και των αντιπροσώπων του και την ιεράρχηση της σπουδαιότητας και σημασίας των ψηφισμάτων, των αποφάσεων και των δηλώσεων. Πρωτίστως επίγνωση του γεγονότος ότι αποστολή και υπέρτατος σκοπός του ΟΗΕ είναι η διεθνής τάξη και ασφάλεια του καθεστώτος κρατικής κυριαρχίας και των κυρίαρχων κρατών-μελών και με κανένα τρόπο η ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών.
“Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η νομιμοποίηση των τετελεσμένων, πάντως, θα είναι τραγική εξέλιξη”
Η αποστολή και οι σκοποί του ΟΗΕ εκπληρώνονται εάν και όταν στο Συμβούλιο Ασφαλείας δεν τεθεί βέτο από κάποιο μόνιμο μέλος, κάτι συμβαίνει πολύ σπάνια. Εξ ου και το επιχείρημα ότι όταν πολύ σπάνια συμβαίνει, δηλαδή να υιοθετείται θετικό ψήφισμα του ΣΑ για την διεθνή τάξη κατά των παράνομων τετελεσμένων όπως στην περίπτωση άσκησης παράνομης βίας και δημιουργίας παράνομων τετελεσμένων στην κυρίαρχη Κυπριακή Δημοκρατία, το αμυνόμενο κράτος πρέπει να το κάνει σημαία. Στην δε περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας να μην αφήνει περιθώρια μεταγενέστερων ερμηνειών ή καταγραφών που αντίκεινται στον Καταστατικό Χάρτη με τρόπο που νομιμοποιεί την παρανομία ή ακόμη και καταργεί ένα κυρίαρχο κράτος.
Παρόμοια, είναι ασυγχώρητο να νομίζει κανείς ότι οι συνομιλίες για μια διακρατική διένεξη δημιουργούν νομικές δεσμεύσεις οποιουδήποτε είδους. Εξ ου και η σημασία σωστής κατανόησης των πολιτικών όψεων του σύγχρονου διεθνούς συστήματος του οποίου το καθεστώς είναι η κρατική κυριαρχία. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την σωστή κατανόηση των Συνθηκών, των Συμβάσεων και του ρόλου των διεθνών θεσμών, ιδιαίτερα των Υψηλών Αρχών που αποτυπώνονται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ στο Άρθρο 2 του Κεφ. Ι. Δηλαδή την διακρατική ισοτιμία, την μη επέμβαση στα εσωτερικά των κρατών, την μη άσκηση παράνομης βίας, την μη δημιουργία παράνομων τετελεσμένων, την αποδοχή της διεθνούς τάξης όπως ορίζεται στις Συνθήκες και την έσχατη λογική της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής κυριαρχίας (εθνικής ανεξαρτησίας) των κρατών-μελών.
Όταν ένα λιγότερο ισχυρό και αμυνόμενο κράτος δεν κατανοεί τις πολιτικές όψεις του ΟΗΕ και άλλων διεθνών θεσμών και ταυτόχρονα δεν εκμεταλλεύεται προς όφελός του εκάστοτε συσχετισμούς ισχύος και συμφερόντων για να χαράξει μια αμυντική στρατηγική υπεράσπισης της κυριαρχίας του αναπόδραστα εισέρχεται στις Συμπληγάδες των στρατηγικών παιγνίων, θεωρείται αναλώσιμο και τοποθετείται πάνω στην Κλίνη του Προκρούστη αυτών των παιγνίων για συναλλαγές, κατακρεούργηση και διασκορπισμό.
“Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει πλέον ότι η τύχη της Κύπρου που θεωρείται το σημαντικότερο γεωπολιτικό πεδίο του πλανήτη συνδέεται με την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο;”
Στην περίπτωση της Κύπρου αυτό που έχουμε είναι η συναίνεση του αποδυναμωμένου, ρημαγμένου και λιγότερο ισχυρού κράτους-θύματος παράνομης βίας να καταργηθεί το κράτος του και να δημιουργηθεί μια νέα διεθνής τάξη που θα νομιμοποιεί τα παράνομα τετελεσμένα και θα εξοντώνει το κράτος που δέχθηκε την επίθεση. Επαληθεύεται έτσι το Θουκυδίδειο αξίωμα ότι εάν δεν υπάρχει εθνική στρατηγική που διασφαλίζει «ίση δύναμη» (ισορροπία δυνάμεων και συμφερόντων) «ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή όπως οι Μήλιοι σφαγιάζεται, εξοντώνεται και εξαφανίζεται. Μεταγενέστερες ιστορικές αναλύσεις θα είναι περιττές μιας και όπως λέγεται, «το δικαστήριο των εθνών είναι η ιστορία».
Η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η νομιμοποίηση των τετελεσμένων, πάντως, θα είναι τραγική εξέλιξη για δύο ακόμη λόγους:
Πρώτον, γιατί νέα τάξη με νέες Συνθήκες εις βάρος ενός κράτους έχουμε συνήθως όταν τελειώνουν οι πόλεμοι και ο επιτιθέμενος ηττημένος υπόκειται τις συνέπειες με συρρίκνωση της Επικράτειάς του (π.χ. η Γερμανία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο). Δεύτερον, γιατί όπως ήδη υπογραμμίσαμε η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι επιτιθέμενο κράτος αλλά αμυνόμενο και θύμα παράνομης επιθετικής βίας που δημιούργησε παράνομα τετελεσμένα τα οποία ρητά το ΣΑ εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του καταδίκασε και ρητά σε επανειλημμένα ψηφίσματα ζήτησε να αποκατασταθεί η διεθνής τάξη.
Εν τούτοις, το «Μητροπολιτικό» Ελληνικό κράτος μετά το 1974 κήρυξε το δόγμα που έκτοτε όλοι ακολούθησαν ότι «η Κύπρος είναι μακριά και αποφασίζει αυτή» να αυτοκτονήσει κάτι που όπως ήδη γίνεται φανερό οδηγεί στην τουρκική επικυριαρχία στην Μεγαλόνησο. Εξ ορισμού αυτό το στρατηγικά ανάλγητο δόγμα κατέστησε το Ελληνικό κράτος στρατηγικά αναξιόπιστο με αποτέλεσμα βαθύτατες προεκτάσεις σε όλο το φάσμα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: Μη άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προνοεί το δίκαιο της θάλασσας για την Αιγιαλίτιδα ζώνη, περιφρονητική στάση των τρίτων απέναντι στα Ελληνικά συμφέροντα, ηττοπάθεια, κατευναστικά σύνδρομα στο επίπεδο της «πολιτικής ηγεσίας», κυριαρχία ανυπόστατων νομικίστικων θεωρημάτων που διευκολύνουν τον κατευνασμό και απώλεια πλεονεκτημάτων και ερεισμάτων στο επίπεδο του ΟΗΕ και της ΕΕ.
“Βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος σημαίνει αυστηρή εφαρμογή αφενός των ψηφισμάτων του ΣΑ για την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης που διαταράχθηκε από την παράνομη άσκησης βίας το 1974 και εφαρμογή της Πράξης Προσχώρησης στην ΕΕ, δηλαδή του Κοινοτικού κεκτημένου.”
Ποιος για παράδειγμα μπορεί να αμφισβητήσει πλέον ότι η τύχη της Μεγαλονήσου Κύπρου που θεωρείται το σημαντικότερο γεωπολιτικό πεδίο του πλανήτη συνδέεται με την κυριαρχία της Ελλάδας στο Αιγαίο και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους που εάν εκμεταλλευόταν δικαιωματικά άλλη θα ήταν η θέση και ο ρόλος της Ελλάδας. Για να το πούμε διαφορετικά:
1. «Ηγετικοί ρόλοι» όπως αυτοί που ακούσαμε τους τελευταίους μήνες δεν υπάρχουν στην διεθνή πολιτική όπου τα κράτη τόσο τα μεγάλα όσο και τα λιγότερο ισχυρά περιφερειακά με το να υιοθετούν ορθολογιστικές στρατηγικές αποφάσεις αγωνίζονται για θέση και ρόλο που διασφαλίζει τα συμφέροντά τους και την επιβίωσή τους. Ο στρατηγικός ορθολογισμός όμως δεν είναι συμβατός με διεθνιστικά κηρύγματα (ακόμη και για την συμφωνία των Πρεσπών) και κυρίως δεν είναι συμβατός με νομικίστικα σύνδρομα.
2. Απαιτείται στρατηγική και όχι κατευναστικές παλινδρομήσεις: Τα ερείσματα και πλεονεκτήματα στην Ανατολική Μεσόγειο και κατ’ επέκταση στο Αιγαίο δεν περνάνε μέσα από «στρατηγικό κρυφτούλι» στο Ιόνιο, ενώ όσον αφορά την Κύπρο δεν περνάνε μόνο μέσα από μια αργοπορημένη αξίωση της Ελλάδας για τερματισμό των εγγυήσεων και αποχώρηση στρατευμάτων. Με αυτή την έστω αργοπορημένη θέση ασφαλώς και υπήρξε συνηγορία πλην με επισήμανση ότι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι μια βιώσιμη λύση που δεν θέτει την Κύπρο υπό τουρκική κυριαρχία και την οποία το Ελληνικό κράτος είναι νομιμοποιημένο να αξιώνει. Βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος σημαίνει αυστηρή εφαρμογή αφενός των ψηφισμάτων του ΣΑ για την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης που διαταράχθηκε από την παράνομη άσκησης βίας το 1974 και εφαρμογή της Πράξης Προσχώρησης στην ΕΕ, δηλαδή του Κοινοτικού κεκτημένου.
3. Ως διαπραγματευτική προσέγγιση αλλά και ως ζήτημα ουσίας μείζονος σημασίας αποκόλληση από το τέλμα δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν παραμεριστούν αυτά που διάφοροι «μεσολαβητές» κατέγραφαν Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με εθνική/ρατσιστική πολιτειακή ισότητα. Αυτό γιατί διχοτομεί ένα κυρίαρχο κράτος και παρανόμως θεωρεί ως «νομικό διαπραγματευτικό κεκτημένο» όσα οι αντιπρόσωποι της Κυπριακής Δημοκρατίας με το πιστόλι της εισβολής στον κρόταφο δέχονταν να συζητούν. Ούτως ή άλλως επί σειρά δεκαετιών δεν οδήγησαν σε «λύση» γιατί τέτοιο κράτος δεν υπάρχει παρά μόνο ως είδος υποτελές κρατιδίου της Τουρκίας η οποία είναι το επιτιθέμενο κράτος το οποίο προκάλεσε παράνομα τετελεσμένα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αντίκεινται ρητά και ξεκάθαρα στις Υψηλές Αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ που υψηλό σκοπό έχουν την διαφύλαξη του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας, την διασφάλιση της κυριαρχίας των κρατών μελών και την διαφύλαξη της διεθνούς τάξης και ασφάλειας.
“...Κάτι ξέρει η Τουρκία, εξ ου και οι αθέατες στην Ελλάδα πυρετώδεις προετοιμασίες να καταστεί μεγάλη ναυτική δύναμη που συμπεριλαμβάνει δύο αεροπορικές βάσεις και μια ναυτική βάση στην Κύπρο”
4. Το αξιόπιστο και βιώσιμο κράτος ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος στέκεται ακλόνητο στις Υψηλές Αρχές του Χάρτη και τα αδιαμφισβήτητα κριτήρια και παράγοντες του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας που εδραιώθηκε μετά από δύο μεγάλους πολέμους. Ιδιαίτερα κάθε αμυνόμενο και μη αναθεωρητικό κράτος όπως η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συμφέρον, αφενός να καθιστά την κρατική κυριαρχία και τις Υψηλές Αρχές λάβαρο της εξωτερικής του πολιτική και αφετέρου τα αναπτύσσει μια ισχυρή αποτρεπτική στρατηγική που καθιστά απαγορευτική την διαιώνιση των τετελεσμένων ή και την επέκτασή τους. Συμπεριλαμβάνοντας και την «Μητρόπολη» της Κύπρου σκοπός είναι: Αποτροπή των απειλών στο Αιγαίο, αποτροπή περαιτέρω επιδρομής της Τουρκίας στην Κύπρο (ως προς τούτο ισχύει το casus belli του 1983;), αποτροπή των εκβιασμών για κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας με υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις και απόρριψη συνομιλιών στην βάση διαπραγματευτικών θέσεων που νομιμοποιούν τα παράνομα τετελεσμένα και που εντάσσουν τελεσίδικα την Μεγαλόνησο στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας. Εάν κάτι τέτοιο γίνει αποδεκτό θα αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες γεωπολιτικές και στρατηγικές ανακατατάξεις του 20ου και 21ου αιώνα. Κάτι ξέρει η Τουρκία εξ ου και οι αθέατες στην Ελλάδα πυρετώδεις προετοιμασίες να καταστεί μεγάλη ναυτική δύναμη που συμπεριλαμβάνει δύο αεροπορικές βάσεις και μια ναυτική βάση στην Κύπρο.
Ολοκληρώνοντας και επειδή η ουσία πάντα βρίσκεται στις ειδοποιούς διαφορές, θα υπογραμμιστεί και τονιστεί το σημαντικότερο ίσως ζήτημα, το λεγόμενο «διαπραγματευτικό κεκτημένο» που αυτοκτονικά κάποιοι ισχυρίζονται ότι αποτελεί νομικό τετελεσμένο επειδή καταγράφηκε σε αποφάσεις του ΣΑ που συμπεριελάμβαναν παραινέσεις για το κάθε επόμενο αδιέξοδο διαπραγματευτικό γύρο. Στα πεδία των νομικών και πολιτικών επιχειρημάτων υπάρχουν δύο ακλόνητων θέσεων. Πρώτον, το γεγονός ότι στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του για την διαφύλαξη της διεθνούς τάξης μετά την παράνομη τουρκική εισβολή το ΣΑ πήρε σημαντικές αποφάσεις οι οποίες αποτυπώνονται στα ψηφίσματά του και τις οποίες επειδή το ενδιαφερόμενο αμυνόμενο κράτος θύμα παράνομης επίθεσης δεν εκμεταλλεύτηκε δεόντως δεν σημαίνει ότι ακυρώνονται. Ενώ αυτές οι αποφάσεις του ΣΑ βοηθούσαν την Ελλάδα και την Κύπρο να αναπτύξουν μια αξιόπιστη στρατηγική εκπλήρωσης των Υψηλών Αρχών του ΟΗΕ δεν υιοθέτησαν μια εθνική στρατηγική επιβίωσης.
Ούτε βέβαια έγινε σωστή εκμετάλλευση του γεγονότος ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι μέλος της ΕΕ της οποίας τα μέλη δεσμεύονται από την Ευρωπαϊκή νομιμότητα όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Πράξη Προσχώρησης της ΚΔ στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, αναφέρεται παρενθετικά ότι, στο παρελθόν, όταν κόντρα στην κατευναστική και την νομικίστικη συμβατική σοφία υποστηρίχθηκε η ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ η κύρια αιτιολογία των υποστηρικτών της ένταξης ήταν η εξής: Επειδή η ΕΕ είναι ένας πολιτικός και στρατηγικός νάνος αλλά και για ιστορικούς λόγους ένας νομικός γίγαντας αφενός δεν μπορεί να αρνηθεί την ένταξη και αφετέρου όταν ενταχθεί το Ευρωπαϊκό κεκτημένο θα αποτελέσει ένα ισχυρό πολιτικό, νομικό και στρατηγικό έρεισμα.
Ακόμη πιο σημαντικό, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1980 και πιο εντατικά της δεκαετίας του 1990 υποστηρίχθηκε η ανάπτυξη μιας τριπλής εθνικής αποτρεπτικής στρατηγικής με τρεις στρατηγικά και διπλωματικά αλληλένδετους άξονες:
1. Την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
2. Την ενίσχυση της Ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής στο Αιγαίο και στην Θράκη.
3. Τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο που θα επιτύχει μια ικανοποιητική ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο και θα διευκολύνει βιώσιμη λύση του Κυπριακού στην βάση του Ευρωπαϊκού νομικού.
Ερχόμενοι τώρα στα Ηνωμένα Έθνη, αποτελεί απόδειξη λανθασμένης κατανόησης των διεθνών θεσμών, του διεθνούς δικαίου και του ρόλου του ΟΗΕ εάν στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν είναι κατανοητό πως σε κάθε διαπραγμάτευση ο αμυνόμενος, απειλούμενος και θύμα παράνομης επίθεσης δεν έχει κανένα λόγο και καμιά υποχρέωση να δεχθεί τα παράνομα τετελεσμένα λόγω παράνομης άσκησης βίας όπως έγινε το 1974. Οι αποφάσεις του ΣΑ του 1974 και του 1980, αλλά προγενέστερα και το 1964, αυτό ακριβώς λένε. Η αποστολή, ο σκοπός και ο ρόλος του ΟΗΕ έγκειται στην λήψη μέτρων τερματισμού της παράνομης κατοχής (Κεφάλαιο VII του Χάρτη).
“Την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Τουρκία”
Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπως η Τουρκική εισβολή το 1974 είναι απολύτως ξεκάθαρο ποιος είναι ο δράστης της διατάραξης της διεθνούς τάξης και της διεθνούς ασφάλειας. Ακόμη πιο σημαντικό αυτό ακριβώς αποτυπώθηκε στα ψηφίσματα του ΣΑ. Οι αντιπρόσωποι και τα όργανα του ΟΗΕ συμπεριλαμβανομένου του ΣΑ, όπως ορίζεται ρητά στο Άρθρο 2 του Χάρτη, ασκούν αποκλειστικά αυτόν τον ρόλο και δεν παρεμβαίνουν για ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό καθεστώς ενός κράτους, ιδιαίτερα εάν όπως στην περίπτωση της ΚΔ είναι θύμα παράνομης επίθεσης και δημιουργίας παράνομων τετελεσμένων. Στην βάση λοιπόν γεγονότων που το ίδιο το ΣΑ κατέγραψε σε πολλά ψηφίσματα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και πολιτικά ότι την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Τουρκία μετά το υποκινούμενο από την CIA πραξικόπημα της Αμερικανοκίνητης χούντας, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε σήμερα και όπως οι ίδιοι οι Αμερικανοί ομολογούν.
Αναγκαστικά συνοπτικά και επιγραμματικά μπορούμε να παραθέσουμε σύντομα αποσπάσματα των αποφάσεων του ΣΑ 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983 που είναι συμβατά με τις Υψηλές Αρχές του Καταστατικού Χάρτη. Ζητούν ρητά την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης και τον σεβασμό της κυριαρχίας της ΚΔ ως του μόνου αναγνωρισμένου κράτους. Επίσης και όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις το ΣΑ ζητά την «αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης» θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά ζητά «την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και διευκρινίζεται κάτι μείζον και ύψιστης σημασίας που αποτελεί αυτοκτονία εάν το θύμα της παράνομης επίθεσης δεν το επικαλείται αδιαπραγμάτευτα: Στις διαπραγματεύσεις διεξόδου από την κρίση τα τετελεσμένα της παράνομης άσκησης βίας «δεν θα επηρεαστούν από τα πλεονεκτήματα [της Τουρκίας] που αποκτήθηκαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις». Ακόμη μεγαλύτερης και ζωτικής σημασίας είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα. Όπως και οι άλλες αποφάσεις μετά την εισβολή η απόφαση αυτή –η οποία λογικά έπρεπε όπως και η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα να αποτελεί κόκκινη διαπραγματευτική γραμμή–γίνεται σαφές ότι: «Η απόπειρα να δημιουργηθεί μια “Τουρκοκυπριακή Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου” είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου, καλεί την Τουρκική πλευρά να την αποσύρει». Τουτέστιν, ξεκαθαρίστηκε ακόμη μια φορά ότι υπάρχει ένα μόνο κράτος και μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει.
Συνοψίζουμε τι έχουμε μπροστά μας ως κύρια ερείσματα μιας βιώσιμης λύσης του Κυπριακού ζητήματος:
1. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι το μόνο αναγνωρισμένο κράτος,
2. η ένταξη στην ΕΕ έστω και εάν δεν έτυχε αξιοποίησης διανοίγει πολλές ευκαιρίες καθότι η Πράξη Προσχώρησης είναι αναπόσπαστο μέρος της Ευρωπαϊκής νομιμότητας που δεσμεύει τα μέλη της ΕΕ και
3. η γεωπολιτική αναβάθμιση της Ανατολικής Μεσογείου λόγω ενεργειακών πόρων θα μπορούσε κάτω υπό ορισμένες προϋποθέσεις και κυρίως στο πλαίσιο μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής να αποτελέσει καταλυτικό γεγονός.
Η αυτοκαταστροφική τροχιά κατευνασμών, λαθών και συμβιβασμών θα συνεχιστεί εάν μια νέα προσέγγιση δεν συνοδευτεί με επανεξέταση της Ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής και του συνόλου των ζητημάτων της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που συνεπάγεται και αντιστροφή των καταμαρτυρούμενα πλέον στρατηγικά ανορθολογικών αποφάσεων των τελευταίων μηνών.
Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις του Κυπριακού ζητήματος, εκτιμάται ότι, τα ψηφίσματα του ΣΑ, η Ευρωπαϊκή νομιμότητα και το γεγονός ότι η αποδεδειγμένα η ΔΔΟ δεν οδήγησε σε «λύση» μετά από πολλές δεκαετίες διαπραγματεύσεων, συνηγορούν με την θέση πως δεν υπάρχει νομικά δεσμευτικό «διαπραγματευτικό κεκτημένο». Η Κυπριακή Δημοκρατία και το Ελληνικό κράτος είναι απολύτως νομιμοποιημένα να αξιώσουν την αποκατάσταση της διεθνούς τάξης στην βάση των αρχικών αποφάσεων του ΣΑ και εκπληρώνοντας τις υψηλές αρχές του Καταστατικού Χάρτη να τερματιστούν τα παράνομα τετελεσμένα της παράνομης βίας.