Ζούμε στην εποχή που τα φίλτρα στις φωτογραφίες των κινητών τηλεφώνων είναι σημαντικότερα από τα βιβλία, που ο διάλογος, από πολύτιμη διαδικασία σύνθεσης και δημιουργίας απόψεων, έχει δώσει τη θέση του σε ατεκμηρίωτες διαδικτυακές κραυγές και ασήμαντους μονολόγους. Που η πολιτική, ή μάλλον οι πολιτικοί σε έναν ικανό αριθμό τους, δεν έχουν ενδεχομένως την ικανότητα άρθρωσης ουσιώδους πολιτικού λόγου γι’ αυτό ίσως και αρκούνται στην άκριτη αναπαραγωγή των επιχειρημάτων που λαμβάνουν κάθε πρωί στο ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο από τους επιτετραμμένους κομματικούς ειδήμονες της επικοινωνίας. Που διαιωνίζεται η μοναρχική μας δημοκρατία και που σκοπίμως και ηθελημένα οι ιδεολογίες εξανδραποδίζονται, υποταγμένες στην ημιμάθεια και χωρίς να κοινωνείται η ουσία τους.
Πόσοι άραγε από εμάς γνωρίζουμε στ’ αλήθεια τι σημαίνει νεοφιλελευθερισμός, σοσιαλισμός ή κομμουνισμός και τι είναι το δημοκρατικό κεκτημένο; Ζούμε στην εποχή που, με επιστημονική και περισπούδαστη μέθοδο φτιάχνονται εντυπώσεις για να δημιουργούν μια επίπλαστη «πραγματικότητα» στο δημόσιο διάλογο, η οποία αν και δεν υφίσταται στ’ αλήθεια, είναι πολιτικά αρκούντως πειστική για να χειραγωγήσει τις κοινωνίες των ανθρώπων.
Η καθημερινή αγωνία των πολιτών την τελευταία δεκαπενταετία και πολύ κράτησε και πολύ θόρυβο έκανε. Τα κόμματα θα έπρεπε αυτονόητα να το αντιληφθούν, ωστόσο, όπως διαφαίνεται από την κοινή εμπειρία, άσκησαν την πολιτική τους ως επί το πλείστο αυτονομημένα από την κοινωνία, σε ένα δικό τους -μιντιακό κυρίως- σύμπαν. Η σχέση της πολιτικής με τον πολίτη εξαντλήθηκε τα χρόνια αυτά σε έναν ωφελιμιστικό τακτικισμό για την ικανοποίηση ατομικών κυρίως και όχι συλλογικών και κοινωνικών αναγκών κι επιθυμιών. Η απουσία πολιτικής ενσυναίσθησης και σεβασμού στις ανάγκες της κοινωνίας εκφράστηκε, κι εξακολουθεί να εκφράζεται σε πλείστες περιπτώσεις, με όρους λαϊκισμού αλλά και αδιαφορίας, με τον άνθρωπο να έχει μεταβληθεί και να εκλαμβάνεται από τους διοικούντες ως μια ανώνυμη αριθμητική μονάδα, χωρίς όνειρα και χωρίς αξία.
Μέσα σε αυτή την πολιτική ατμόσφαιρα ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος έχει αρχίσει να εμφανίζεται στη χώρα, ένας ανθρωπολογικός τύπος που προέκυψε πιθανόν ως απότοκο της ανάγκης προστασίας του πολίτη από τις διαρκείς αλλαγές και τα πλήγματα που έχει δεχτεί τα τελευταία χρόνια. Μνημόνια, φτωχοποίηση, αναξιοκρατία, πανδημία, αποδυνάμωση των δημόσια παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και μια σειρά άλλων επίπονων για τον πολίτη βιωμάτων, ενεργοποίησαν την κρίση του και τον έκαναν να ενδιαφέρεται για τη λειτουργικότητα της χώρας όχι κατ’ ανάγκη με βάση μια συγκεκριμένη πολιτική πεποίθηση ή μια ιδεολογία αλλά με βάση την καθημερινή πρακτικότητα.
Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι μη πολιτικοποιημένα όντα, όπως ενδεχομένως κάποιοι ισχυρίζονται, είναι σκεπτόμενοι βαθύτατα πολιτικά ενώ ταυτόχρονα δεν έχουν και δεν επιθυμούν απολύτως καμία εμπλοκή ή εξάρτηση από κόμματα. Σκέπτονται, κρίνουν και δίνουν την ψήφο τους χωρίς αγκιστρώσεις. Όταν, εξάλλου, αυτονομείται η πολιτική σκέψη και φιλτράρεται μέσα από τη βιωματική καθημερινότητα χωρίς παρωπίδες, παραχωρήσεις και εξωραϊσμούς, η ερμηνεία κάθε πολιτικής πράξης καθίσταται δυναμική και κρυστάλλινη, μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης.
Η εμπειρία της πολιτικής, ως μέτρο της καθημερινότητας, είναι άλλωστε το ζητούμενο μα και η ίδια η ουσία για κάθε πολίτη στη Δημοκρατία. Ποια πολιτική ταυτότητα θα επιλέξει για το μέλλον του ο Έλληνας πολίτης κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Όμως, ούτε η βεβιασμένα επιβαλλόμενη ”πρόοδος” ούτε ο ωμός ευτελισμός της αξιοπρέπειας του Έλληνα, που εσχάτως ακολουθείται επιμελώς ως πολιτική πρακτική, δεν μπορεί να σταματήσει την εξέλιξή του σε μια νέα, οξυδερκή πολιτική οντότητα, εξαιρετικά ευαίσθητη απέναντι στην πολιτική ανεπάρκεια και στην κίβδηλη επιχειρηματολογία. Ο Έλληνας πολίτης αλλάζει, καλό θα ήταν να ακολουθήσουν και οι πολιτικοί!
Κώστας Θερμογιάννης