Πάλι για την Αλβανία ο λόγος τις τελευταίες εβδομάδες ( μιλάμε για τη γείτονα η οποία κατ’ ουσίαν ουδέποτε έπαυσε ν’ απασχολεί μελετητές, την κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας – για προφανείς λόγους ). Την φοράν αυτή, ωστόσο, τα πράγματα μοιάζουν να έχουν ξεχωριστή βαρύτητα, ενώ οι προοπτικές διαγράφονται ζοφερές.
Λίγους μήνες πριν την κρίσιμη όσο και πολυπόθητη για την Αλβανία ημέρα έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ η εσωτερική πολιτική σκηνή εμφανίζεται ρευστή, με την αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει από το κοινοβούλιο αξιώνοντας την άμεση παραίτηση του Πρωθυπουργού Ράμα και τον ορισμό κυβέρνησης τεχνοκρατών, με στόχο τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, ενώ κάθε διαδικασία κάθαρσης, πάρα τις ανειλημμένες διεθνείς σχετικές δεσμεύσεις, έχει κατ’ ουσίαν παγώσει. Ο πρωθυπουργός εμφανίζεται ανυποχώρητος, ο διεθνής παράγων περιορίζεται σε νουθεσίες και το φάσμα ενός “νέου 1997” πλανάται στην ατμόσφαιρα.
Η Αθήνα προφανώς μοιάζει να αναζητεί (όπως η λοιπή Ευρώπη) πυξίδα, σε μια στιγμή που τα διμερή θέματα με τα Τίρανα παραμένουν ανοιχτά και η Εθνική Ελληνική Μειονότητα μοιάζει πιο μετέωρη από ποτέ άλλοτε. Η Χιμάρα δεν βρίσκεται πλέον σε καμία ημερήσια διάταξη και η συζήτηση για τις θαλάσσιες ζώνες δεν είναι πλέον επίκαιρη, καθώς στα Τίρανα δεν υφίσταται εν τοις πράγμασι Συνταγματικό Δικαστήριο.
Τό αδιέξοδο είναι απόλυτο, θα έλεγε κανείς…
Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι τα αδιέξοδα υπάρχουν μόνον όταν λείπει η πραγματική βούληση και διάθεση άρσης τους, πράγμα που δεν πρέπει να ισχύει στην περίπτωση του διπόλου Αθηνών – Τιράνων.
Έχοντας θητεύσει δύο φορές στη χώρα αυτή – που πριν 35 χρόνια ο Paul Lendvai, σημαντικός κεντροευρωπαίος αναλυτής, προσφυώς χαρακτήριζε “μοναχική” (einsam) – η οποία επί 28 χρόνια εξακολουθεί να δομεί το δημοκρατικό πολίτευμα, καίρια δυστυχώς υπονομευμένο από την ενδημούσα στην πολιτική τάξη διαφθορά, είμαι σε θέση να γνωρίζω τις προτεραιότητες (γιατί όχι και τα όνειρα!) της νέας γενιάς ενός λαού που βαρύνει το πρόσφατο παρελθόν της τελευταίας και πιο τερατώδους δικτατορίας της ηπείρου μας. Οι προτεραιότητες αυτές, που το αλβανικό πελατειακό κράτος επιμένει να αγνοεί, κατοπτρίζονται σε κινήματα φοιτητών, εργαζομένων και άλλων λαϊκών ομάδων συμφερόντων, που τους τελευταίους μήνες λαμβάνουν όλο και περισσότερο τη μορφή έντονης διαμαρτυρίας. Τη διαμαρτυρία αυτή εκμεταλλευόμενη η αντιπολίτευση προχωρεί σε κινήσεις που στοχεύουν κατά κύριο λόγο στον εξωτερικό παράγοντα, ενώ ο Ράμα απευθύνεται στην (εκτός Τιράνων) λαϊκή βάση του κυβερνώντος κόμματος.
Η τελική αναμέτρηση είναι επί θύραις – θα έλεγε κανείς…
Ουσιαστική διέξοδος για τον Αλβανό Πρωθυπουργό θα ήταν η με ειλικρινή προαίρεση προσέλευση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Ελλάδα, βάζοντας κατά μέρος την εν πολλοίς προσχηματική διαμάχη του με τον Πρόεδρο Μέτα. Η Αθήνα, από πλευράς της έχει κάθε συμφέρον και υποχρέωση να μην αφήσει την ευκαιρία να παρέλθει. Οι “ταγοί” της διπλωματίας και των δύο χωρών θα πρέπει να αντιληφθούν το ανεπανάληπτο της ευκαιρίας, πριν αυτή απολεσθεί ανεπιστρεπτί.
_______________________________
*Τίτλος παλαιοτέρου (με ψευδώνυμο δημοσιευμένου στην εφημερίδα ΒΗΜΑ) σημειώματός μου – αναφοράς στην αλβανική λογοτεχνία – εξ αφορμής του θανάτου τότε του Martin Camaj (1925 – 1992), διακεκριμένου Αλβανού μυθιστοριογράφου, γλωσσολόγου και λαογράφου.