Έφυγε ο Φιντέλ Κάστρο στα 90 του χρόνια την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016, διαβάζω με το που ανοίγω τα μάτια μου. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πέθανε μια αναμφίβολα εμβληματική φυσιογνωμία της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας, και ο κύριος διαμορφωτής της ιστορίας της Κούβας από την ανεξαρτησία της και μετά (1902). Αλλά, δε θα γράψω άλλο ένα κείμενο χρονολογικού περιεχομένου, τέτοια υπήρξαν πολλά από την Παρασκευή.
Η ιστορία λίγο πολύ γνωστή. Μέσα σε μια δεκαετία, ο Φιντέλ από ένας αποτυχημένος αντιεξουσιαστικός ιδεαλιστής (26 Ιουλίου 1953 και την επίθεση στη Μονκάδα), γίνεται ηγέτης της Κουβανικής Επανάστασης (μαζί με τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και τους λοιπούς «barbudos» όπως ο Καμίλο Σιενφουέγος και ο Χουάν Αλμέιδα) και το τρίτο πρόσωπο στο ψυχροπολεμικό μπρα-ντε-φερ, μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, φτάνοντας τον κόσμο στο χείλος μιας άνευ προηγουμένου σύρραξης (κρίση των πυραύλων Οκτώβριος 1962) .Τελικά, αγνοώντας επιδεικτικά 11 αμερικανούς προέδρους και επιζώντας από πάνω από 630 απόπειρες δολοφονίας εναντίον του, παραμένει στην εξουσία της χώρας του για σχεδόν πέντε δεκαετίες, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ηγέτη της Λατινικής Αμερικής τον 20ό αιώνα.
Στις 19 Απριλίου του 2016 ο Φιντέλ Κάστρο εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο κλείσιμο των εργασιών του Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας, «Αυτή ίσως είναι μια από τις τελευταίες φορές που ομιλώ σε αυτή την αίθουσα. Θα έρθει σύντομα και η σειρά μου, όπως έρχεται για όλους. Εγώ θα πεθάνω, αλλά εσείς κρατήστε τις ιδέες μου ζωντανές». Και αναρωτήθηκα γι' αυτές καθότι είδα ποικίλες αντιδράσεις για το θάνατό του, κλάματα και πανηγυρισμούς. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος θα μου πείτε, μα μόνο σίγουρο είναι ότι μια ολόκληρη περίοδος κλείνει για την Κούβα αλλά και για την παγκόσμια ιστορία με το θάνατο του Φιντέλ.
Η κληρονομιά του στην Κούβα και διεθνώς είναι ένα κράμα, κοινωνικής προόδου (97% του κουβανικού πληθυσμού έχουν τελειώσει τη βασική εκπαίδευση) και απόλυτης φτώχειας (σχεδόν 50% του πληθυσμού ζει στα όρια της ανέχειας), φυλετικής ισότητας και πολιτικών διώξεων (με τα γεγονότα του 1980,τις εξεγέρσεις του Αυγούστου του 1994 και τη μαύρη άνοιξη του 2003 και τις πολλές καταδίκες της Κούβας από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ ) και εξαίρετων δημόσιων ιατρικών παροχών και έρευνας (η Κούβα αριθμεί πάνω από 80.000 ιατρούς σε δημόσια νοσοκομεία και τα καλύτερα στατιστικά γήρανσης της εκεί περιοχής).
Διεθνώς, τη δεκαετία του 1960 υποστηρίζει τους αντάρτες στην Αργεντινή, τη Βολιβία, τη Νικαράγουα τη δεκαετία του 1970, την Αγκόλα και την Αιθιοπία αντίστοιχα, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υιοθετεί πολιτικά τον Ούγκο Τσάβες, ο οποίος τον αποκαλεί χαϊδευτικά νονό. Σήμερα, η Κούβα φιλοξενεί τις ειρηνευτικές συνομιλίες που διεξάγονται ανάμεσα στις Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) και την κολομβιανή κυβέρνηση για την εξεύρεση λύσης. Και είτε αρέσει είτε όχι, δε μπορούμε να διηγηθούμε την ιστορία του εικοστού αιώνα αφήνοντάς τον απ'έξω.
Και επιτρέψτε μου να κάνω μια παρένθεση. Το ξενοδοχείο που έμενε ο Χέμινγουεϊ στην Αβάνα τη δεκαετία του 30' λέγεται «Ambos Mundos», που μεταφράζεται «Και οι δύο κόσμοι». Τελικά η Κούβα του Κάστρο είναι αυτό. Δύο κόσμοι σε μια χώρα.
Αλλά θα σταθώ σε κάτι σημαντικό, επειδή διάβασα πολλά κι άκουσα περισσότερα. Είναι κατά τη γνώμη μου λάθος να βάζουμε τα γυαλιά του δυτικού μας πολιτισμού και δημοκρατίας και να προσπαθούμε να δούμε την Κούβα του Κάστρο μέσα απ' αυτά. Είναι σα να διαβάζουμε ισπανικό βιβλίο με γερμανικό λεξικό δίπλα, για τις άγνωστές μας λέξεις. Κακά τα ψέματα, η ύπαρξη ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, τόσο κοντά στις ακτές της, ήταν ένα χτύπημα στο μαλακό υπογάστριο των ΗΠΑ ειδικά κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, και γι'αυτό έκανε τα πάντα για να το εξοντώσει. Πρώτο εμπάργκο το 1960, διακοπή διπλωματικών σχέσεων το 1961 και η αποτυχημένη επιχείρηση στον κόλπο Χιρόν, πλήρες εμπορικό εμπάργκο και οικονομικός αποκλεισμός από το 1962 και μετά, πληρώνοντας το τίμημα για την κρίση των πυραύλων.
Το γεγονός ότι παρά τις αντιξοότητες κατάφερε μία χώρα 11 εκατομμυρίων κατοίκων να κρατηθεί συσπειρωμένη, να αντέξει και να αντισταθεί στον οικονομικό στραγγαλισμό (οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και πράξεις ή με το πληθυσμιακό μέγεθος της Ελλάδας είναι καθαρά τυχαίες), ενώ σε άλλους τομείς προόδευσε σημαντικά, το οφείλει σε μεγάλο βαθμό σε αυτόν. Και κρίνοντας προσωπικά τα προαναφερθέντα θα πω ότι είμαι οπαδός της πολυφωνίας οπότε δε συντάσσομαι με τις πολιτικές διώξεις αντιφρονούντων σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίζω όμως οτι έγιναν από ένα καθεστώς και έναν άνθρωπο που έμενε πιστός (όπως και το ονομά του) στα ιδανικά του και την επανάσταση. Και αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Ξαναλέω είτε μας αρέσει είτε όχι.
Και για μένα αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη του Φιντέλ Κάστρο. Η πολιτική του ακτινοβολία που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του κι έγινε σύμβολο. Η ακατέργαστη και τραχιά πλευρά ενός εύπορου ασκούμενου δικηγόρου τότε, που τον οδήγησε στο αντάρτικο και τον έκανε επαναστάτη με αιτία. «Άρχισα την επανάσταση με 81 άτομα. Θα το ξανάκανα, ακόμη και με 10 ή 15 και με ακλόνητη πίστη. Δεν έχει σημασία πόσο μικρός είσαι, αν έχεις πίστη και σχέδιο δράσης».
Οι συμπατριώτες του οφείλουν πολλά, παρότι ταυτόχρονα του χρεώνονται δικαίως εξίσου αρκετά. Χωρίς την εξουσία, οι ιδεολογίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Με την εξουσία, σπάνια επιβιώνουν όπως είπε και ο ίδιος. Και εάν το τέλος αυτού του άρθρου σας βρίσκει στη μια ή την άλλη πλευρά, θα συμφωνήσετε ότι όλοι όταν αναφερόμαστε στον Κάστρο έχουμε ένα κοινό, χρησιμοποιούμε το μικρό του όνομα, Φιντέλ.