Η τουρκική κίνηση ανοίγματος του παραλιακού μετώπου των Βαρωσίων, που συνιστά αναπόσπαστο μέρος της πόλης της Αμμοχώστου, τίθεται σε μία χρονική συγκυρία κατά την οποία ο μεν διεθνής παράγων παροτρύνει την ελληνική πλευρά, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία να προχωρήσει σε επανέναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών διαπραγμάτευσης, ενώ η Τουρκία αφού δια της εγκατάστασης πλωτών γεωτρύπανων παραβιάζει σε διάρκεια και την θαλάσσια ζώνη της κυπριακής επικράτειας, ταυτοχρόνως και αναφορικά προς τον ελλαδικό χώρο, ακολουθώντας πιστά τη στρατηγική της, θέτει μείζονα ζητήματα αναθεώρησης των Συνθηκών Λωζάννης και Παρισίων σε σχέση με την ελληνική κυριαρχία σε νήσους και βραχονησίδες του κεντρικού και ανατολικού Αιγαίου.
Ως προς την κατά τα ανωτέρω ιστορική διάσταση, πρέπει να θυμίσουμε πως κατά την εισβολή του Αττίλα το 1974, η Αμμόχωστος κατελήφθη στο πλαίσιο τυχαίων εξελίξεων, καθώς η κατάληψη της δεν προβλεπόταν στο αρχικό σχέδιο της Άγκυρας. Η πόλη εγκατελήφθη από το στράτευμα και τον πληθυσμό και στη συνέχεια σταδιακά και μετά μεγίστης προσοχής, τα τουρκικά στρατεύματα εισήλθαν σε μία νεκρή και ως εκ τούτου μη προβάλλουσα οιαδήποτε μορφή αντίστασης, πόλη.
Σημειώνουμε πως η Αμμόχωστος συνιστούσε τον πνεύμονα επικοινωνίας και ενδυνάμωσης του ελληνισμού με την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Μέσω του λιμένος της Αμμοχώστου η Κύπρος επικοινωνούσε με τον Λίβανο, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Βόρειο Αφρική και τον μεσανατολικό χώρο εν γένει. Επρόκειτο για μία ζώσα από τους αρχαίους χρόνους, εποικισθείσα από τους ήρωες του Τρωικού Πολέμου, ελληνική πόλη πλούτου, ιστορίας και πολιτισμού.
Στο πλαίσιο των συνομιλιών που λαμβάνουν εδώ και δεκαετίες ακάρπως χώρα για επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος, η Αμμόχωστος είχε επανειλημμένα συζητηθεί στο πλαίσιο μιας προδιαγραφόμενης διζωνικής ομοσπονδιακής δομής ως μία ή και η μοναδική υπό επιστροφή περιοχή στους Έλληνες ιδιοκτήτες της. Εξ ου και η περιβόητη ρήση περί «Αμμοχωστοποίησης» του Κυπριακού Προβλήματος που παραπέμπει στη διάσταση μιας σταθερά εκδηλούμενης πίεσης από την πληθυσμιακή κοινότητα των κατοίκων της Αμμοχώστου προς την κατεύθυνση μιας λύσης στο γνωστό πλέον πλαίσιο της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Όμως, για τους γνωρίζοντες τις πραγματικές διαστάσεις του Κυπριακού, η προβολή αυτή συνιστούσε μία φενάκη, πράγμα που σημαίνει πως η Τουρκία δεν εννοούσε ούτε καν αυτό, δηλαδή την επιστροφή ολόκληρης της πόλης της Αμμοχώστου. Στην πραγματικότητα η Τουρκία επί τη βάση των γνωστών σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού, θα απέδιδε στους Έλληνες νομίμους κατοίκους της Αμμοχώστου μια συνοικία της νέας πόλης και θα έθετε υπό τον έλεγχό της διά του σχεδίου μιας ομοσπονδιακής αλά Τούρκα διάρθρωσης του πολιτεύματος ολόκληρη τη μεγαλόνησο.
Συναφώς υπογραμμίζεται πως οι ομοσπονδιακές δομές γενικώς και στην περίπτωση της Κύπρου όλως ιδιαιτέρως λειτουργούν τότε μόνο όταν υπάρχει μια καθημερινή και διαρκής συμφωνία των μερών μεταξύ τους ως προς τη θέλησή τους και την εν προκειμένω ικανότητα επιβίωσης του κοινού κράτους, ιδιαιτέρως μάλιστα αναφορικά προς τη λήψη αποφάσεων. Διαφορετικά, το πολιτικό σύστημα οδηγείται ταχύτατα σε διάλυση και ο κάθε ένας ακολουθεί μια αυτόνομη πορεία. Το αδιέξοδο εν προκειμένω στο κυπριακό παράδειγμα είναι απολύτως εμφανές καθότι το ένα εκ των δυο μερών της εν δυνάμει ομοσπονδίας εποπτεύεται και θα συνέχιζε να ελέγχεται από την Άγκυρα, κατ’ αυτό δε τον τρόπο θα δημιουργούσε εκ των πραγμάτων σχεδιασμένα αδιέξοδα εάν δεν εξυπηρετούνταν σε κάθε περίπτωση τα εκάστοτε προβαλλόμενα τουρκικά συμφέροντα.
Σήμερα λοιπόν 46 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή και κατοχή της βόρειας περιοχής της Κύπρου, το άνοιγμα του παραλιακού μετώπου των Βαρωσίων επ’ ουδενί δεν συνιστά ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως με τα της Άγκυρα τεκταινόμενα, τούτο αποτελεί μία εν είδει δοκιμής των αντιδράσεων του ελληνισμού κατά προέκταση δε και της διεθνούς κοινότητας, αρχική φάση υλοποίησης σχεδίου προ πολλών ετών εξαγγελθέντος από τις τουρκικές ηγεσίες περί ανάπτυξης του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή.
Η Άγκυρα κατά τα ανωτέρω και σε συνάρτηση προς τις ευρύτερες επιδιώξεις της, επιχειρεί να υλοποιήσει την πραγμάτωση ενός σχεδιαζόμενου εποικισμού και της πόλης της Αμμοχώστου, κατά το πρότυπο των υπολοίπων κατεχομένων κυπριακών πόλεων, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις στρατηγικής και γεωπολιτικής αξιοποίησής της με επερχόμενη τη δημιουργία ναυτικής βάσης ικανής να εποπτεύει γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά την Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Η Τουρκία καθίσταται κατά ταύτα ικανή, αξιοποιώντας τη θέση της πόλης της Αμμοχώστου, να ενισχύσει ταμάλα τον γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό ρόλο που επιθυμεί να προσδώσει στον εαυτό της στη λεκάνη της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Εν όψει της σημερινής εικόνας ενός εν εξελίξει υφιστάμενου υπερεπεκτατισμού και υπερεξάπλωσης της Άγκυρας σε πολλαπλά μέτωπα και με την οικονομία της να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά και με τις διεθνείς της παρανομίες, του ανοίγματος των Βαρωσίων συμπεριλαμβανομένου, να είναι προδήλως κραυγαλέες και προκλητικές προς τη διεθνή νομιμότητα, διερωτάται κανείς εάν η Αθήνα είναι σε θέση και διαθέτει την πολιτική βούληση να αξιοποιήσει υπέρ των εθνικών συμφερόντων την προβολή και ανάδειξη των τουρκικών παρανομιών σε διεθνές επίπεδο με αξίωση εν προκειμένω κυρώσεων που να επιφέρουν στην Άγκυρα κόστος.
Υπογραμμίζεται εν κατακλείδι πως το ιστορικό πλαίσιο της διαδρομής της Τουρκίας μας διδάσκει πως η χώρα αυτή μόνο εφόσον υποστεί ισχυρά πλήγματα στην οικονομική της διάρθρωση και κοινωνική της συγκρότηση, προσαρμόζεται στοιχειωδώς στους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας.