Επιστήμονες εντόπισαν το ναυάγιο του εμβληματικού Bear (US Revenue Cutter Bear), ενός σκάφους που υπηρέτησε στη θάλασσα για περίπου 88 χρόνια και έπαιξε, μεταξύ άλλων, σημαντικό ρόλο στην κατάληψη ενός κατασκοπευτικού πλοίου των Ναζί.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα του Live Science, το Bear έχει μακρά ιστορία: Άρχισε την πορεία του ως φαλαινοθηρικό το 1874, ωστόσο, επειδή μπορούσε να ταξιδεύει σε νερά με πάγους, αγοράστηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς έρευνας και διάσωσης στην Αρκτική. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως σκάφος βοήθειας στην πανδημία της Ισπανικής Γρίπης το 1918-1919, ως πλωτό μουσείο, ως κινηματογραφικό σετ για τα γυρίσματα μιας ταινίας του Χόλιγουντ και ως εξερευνητικό σκάφος στις αποστολές του ναυάρχου Ρίτσαρντ Μπυρντ στην Ανταρκτική.
Ακόμη, κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων χρησιμοποιήθηκε από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό για περιπολίες στα νερά της Αρκτικής και το 1941 βοήθησε στην κατάληψη του νορβηγικού αλιευτικού Buskø, το οποίο χρησιμοποιούσε η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών Abwehr για την παρακολούθηση των καιρικών συνθηκών στον βόρειο Ατλαντικό.
Εν τέλει το Bear παροπλίστηκε το 1944 και αγκυροβόλησε οριστικά σε μια αποβάθρα στο Χάλιφαξ της Νέας Σκωτίας. Βυθίστηκε σε μια καταιγίδα το 1963, κάπου νότια της Νέας Σκωτίας και ανατολικά της Βοστώνης, καθώς το ρυμουλκούσαν στη Φιλαδέλφεια.
«Το Bear έχει μια απίστευτη ιστορία, και είναι πολύ σημαντικό, από πολλές απόψεις, για την αμερικανική και την παγκόσμια ναυτική κληρονομιά, λόγω των ταξιδιών του» είπε ο Μπραντ Μπαρ, συντονιστής αποστολής για το Maritime Heritage Program της NOAA (US National Oceanic and Atmospheric Administration), που ηγήθηκε των ερευνών για το ναυάγιο.
Η αναζήτηση του ναυαγίου άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, και σε αυτή συμμετείχε ο Χάρολντ Έτζερτον, που είχε ανακαλύψει μια τεχνολογία σόναρ η οποία χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα για τον εντοπισμό αντικειμένων στον πυθμένα. Η νέα αυτή τεχνολογία (side-scan sonar) δοκιμάστηκε το 1979, μα το ναυάγιο δεν βρέθηκε – πιθανότατα επειδή η θέση του είχε αναφερθεί λάθος από το ρυμουλκό, όπως είπε στο Live Science o Μπαρ.
Ένα πυρηνοκίνητο βαθυσκάφος του αμερικανικού ναυτικού, το NR-1, πραγματοποίησε δεύτερη έρευνα το 2007, μα επίσης χωρίς επιτυχία. Εν τέλει η αμερικανική ακτοφυλακή και η NOAA συνεργάστηκαν με άλλους φορείς και άρχισαν άλλη μια έρευνα το 2019.
Μετά από τη χαρτογράφηση 160 τετραγωνικών χιλιομέτρων βυθού με σόναρ, ανακάλυψαν δύο βυθισμένα αντικείμενα. Τον Σεπτέμβριο έγινε έρευνα με τηλεχειριζόμενο σκάφος, η οποία έδειξε πως το μεγαλύτερο από αυτά είναι το Bear, όπως είπε ο Μπαρ.
Το ναυάγιο είναι στον πυθμένα σε βάθος 60 μέτρων, σε καναδικά ύδατα, περίπου 167 χλμ νότια του Κέιπ Σέιμπλ της Νέας Σκωτίας. Η ακριβής του θέση δεν έχει αποκαλυφθεί, για να μην πάνε εκεί δύτες, ενώ σε εξέλιξη είναι συζητήσεις με την καναδική κυβέρνηση για την προστασία του.
Το παλιό ξύλινο κύτος του έχει φθαρεί πολύ από δίχτυα αλιευτικών και ισχυρά ρεύματα στον βυθό, ωστόσο εντοπίστηκαν κάποια ξεχωριστά χαρακτηριστικά του, όπως η ενίσχυση του κύτους για να μπορεί να αντέχει στους πάγους. Αν και το σκάφος είχε τρία κατάρτια για να πλέει ως ιστιοφόρο, είχε κατασκευαστεί ως ατμόπλοιο, για να χρησιμοποιηθεί ως φαλαινοθηρικό. Τη δεκαετία του 1930 αφαιρέθηκε ένας λέβητας και η ατμομηχανή αντικαταστάθηκε με πετρελαιοκινητήρα για να σταλεί σε αποστολή στην Ανταρκτική με τον Μπυρντ. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί όγκοι μετάλλου εντοπίζονται μεταξύ του ξύλου του ναυαγίου.
Μεταξύ των πιο γνωστών κεφαλαίων της ιστορίας του ήταν η συμμετοχή του στον στόλο διάσωσης της αποστολής Γκρίλι το 1884 στην Αρκτική, που είχε χαθεί το 1881 κοντά στη νήσο Έλσμιρ, βορειοδυτικά της Γροιλανδίας, Πολλά μέλη της αποστολής πέθαναν από την πείνα και ασθένειες πριν το Bear διασώσει τον Γκρίλι και άλλους επιζώντες.
Μετά από πολλά χρόνια στην υπηρεσία της κυβέρνησης, κατά τα οποία πραγματοποιούσε νηοψίες ή διέσωζε πλοία που είχαν παγιδευτεί στους πάγους, το Bear πέρασε στο πολεμικό ναυτικό. Περιπολούσε γύρω από την Αλάσκα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και παρέδιδε προμήθειες εκεί κατά την πανδημία της Ισπανικής Γρίπης. Το 1929 το σκάφος δόθηκε στην πόλη του Όκλαντ στην Οκλαχόμα, όπου έγινε πλωτό μουσείο και μετά χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα της ταινίας «The Sea-Wolf» το 1930. Ωστόσο επέστρεψε σε υπηρεσία για περιπολίες στην Αρκτική κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και συνέβαλε στην κατάληψη του Buskø, για να καταλήξει αργότερα στο Χάλιφαξ, μέχρι το ναυάγιό του στο τελευταίο του ταξίδι, το 1963, ενώ μεταφερόταν στη Φιλαδέλφεια για να γίνει πλωτό εστιατόριο