Παύλος Φύσσας ή Κωνσταντίνος Γεωργάκης;
Το μηνιαίο αυτό χρονογράφημα, συμπληρώνει ήδη τρία και πλέον χρόνια πορείας. Κανένας όμως Σεπτέμβριος από τους προηγούμενους, δεν υπήρξε τόσο εξοργιστικά εξευτελιστικός. Με αλλεπάλληλα γεγονότα θλιβερά και αποτρόπαια, κωμικοτραγικά και συνάμα ενδεικτικά μιας θλιβερής πραγματικότητας που πρέπει να υποστούμε για μια ακόμη φορά, για έναν ακόμη χρόνο και βλέπουμε...
Σχολεία υγειονομικές βόμβες, με πολλά κενά στο εκπαιδευτικό προσωπικό και με τάξεις των 25 και περισσοτέρων παιδιών, πολλών εκ των οποίων ήδη υπό κατάληψη, δασκάλους και καθηγητές να προσπαθούν να ερμηνεύσουν τους διφορούμενους χρησμούς του υπουργείου παιδείας σε εγκυκλίους και νομοθετικές ρυθμίσεις, μάσκες που ναι μεν μοιράστηκαν δωρεάν εξαιτίας της φασαρίας του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ, όπως δήλωσε λαλίστατος υπουργός, αλλά αποδείχθηκαν πανωσέντονα- λόγω ορθογραφικού λάθους(!) και του κλασικού υπηρεσιακού αλαλούμ, το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε κατάρρευση ή στα όρια του, μέσα μεταφοράς της ταλαιπωρίας και του συνωστισμού, συνεντεύξεις κονσέρβα στη συμπρωτεύουσα (σικ), με τον πρωθυπουργό να επαναλαμβάνει κοινοτοπίες και φληναφήματα προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να θυμάται της αλήστου μνήμης εποχές των πολύωρων μαθητικών συνελεύσεων στις οποίες άλλωστε πρωτοστατούσε, εξού και η τετράωρη διάρκεια της φλύαρης κατά τα άλλα συνέντευξής του. Κι όλα αυτά σε μια «Διεθνή Έκθεση» φάντασμα, που ούτως ή άλλως εδώ και χρόνια δεν δικαιολογεί τον μεγαλεπήβολο τίτλο της και απλώς λειτουργεί ως βήμα εξαγγελιών εσωτερικής κατανάλωσης, αρχηγών και αρχηγίσκων. Πιο νότια ο δήμαρχος της πολύπαθης πρωτεύουσας – φέρελπις απόγονος της ιερής δυναστείας της οδού Αραβαντινού, δηλώνει με περισσή κυνικότητα ότι ο «μεγάλος περίπατος» βγήκε δε βγήκε… και πάντως κατέληξε σε αδιέξοδο που κόστισε μερικά εκατομμύρια και αρκετή ταλαιπωρία στην αυτοδιοικητική μονόπολη του πολιτικού πειραματισμού.
Ένας Σεπτέμβρης σκοτεινός με το «κολαστήριο» της Μόριας παραδομένο στις φλόγες και την αντιπολίτευση να διαρρηγνύει υποκριτικά τα ιμάτιά της-λησμονώντας τις λάσπες της Ιδωμένης- αλλά και την παροιμιώδη ανικανότητά της ως κυβέρνηση, να υπερκεράσει τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του 3% που καταδιώκουν ακόμα και σήμερα την Κουμουνδούρου (διεθνισμός, πολυπολιτισμικότητα, ανοιχτές κοινωνίες χωρίς σύνορα κι άλλες παρόμοιες ιδεοληψίες) και να μετατρέψει έγκαιρα το μεταναστευτικό ζήτημα σε ευρωπαϊκό, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον ύποπτο ρόλο της Τουρκίας που χρησιμοποιεί πρόσφυγες και μετανάστες ως ανθρώπινους μοχλούς πίεσης και εκβιασμού, αλλά και επισημαίνοντας τις τεράστιες ευθύνες των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αιώνες απομυζούν παρασιτικά της πλουτοπαραγωγικές πηγές των λαών που τώρα στοιβάζονται σε βάρκες με προορισμό τον βυθό του Αιγαίου. Κι από την άλλη, η τωρινή αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση σε βαθύ -του δικαίου- λήθαργο, να τρέχει ξαφνιασμένη να περισώσει τη χαμένη αξιοπρέπεια μιας χώρας, που για μια ακόμη φορά καταβαραθρώνεται διεθνώς, προκαλώντας τα φαρμακερά σχόλια των πρόθυμων επικριτών της. Βέβαια υπάρχουν και τα γνωστά μέλη του υπουργικού συμβουλίου και όχι μόνο, που μένουν παγερά αδιάφορα μπροστά στις θλιβερές εικόνες εξαθλίωσης και ανθρώπινης κατάντιας, και τα οποία κρυφογελούν διότι επιτέλους έστω κι έτσι θα βρουν μια αναίσχυντη δικαιολογία να στείλουν από κει που ήρθαν αυτές τις ψυχές που σέρνονται, ανέστιες και εξαθλιωμένες στα ακάθαρτα του δρόμου…*
*«Κι αν έσβησε σαν ίσκιος...» Κ.Γ. Καρυωτάκης, Νηπενθή (1921)
Ο μήνας αυτός απειλεί και υπενθυμίζει όχι απλώς τις αδυναμίες, αλλά και τις αδιανόητες στρεβλώσεις και τις αδικαιολόγητες ελλείψεις μιας προβληματικής κρατικής μηχανής, που αρκείται στα βαφτίσια κυκλώνων, καταιγίδων και πάσης φύσεως ακραίων καιρικών φαινομένων, με αρχαιοπρεπή ονόματα, υπογραμμίζοντας τη χαώδη απόσταση που μας χωρίζει από το μεγαλείο του παρελθόντος. Ένα δαιδαλώδες σύστημα που περιορίζεται στους πομπώδεις τίτλους των δεκάδων υπηρεσιών -αγνώστου αντικειμένου και σκοπού, που απλώς υφίστανται ως κεκτημένο ιερό δικαίωμα και ποταπή απόρροια των κομματικών προθαλάμων και των διαδρόμων έξω από γραφεία βουλευτών και επίδοξων πολιτευτών της κακιάς ώρας, που αφού «κάνουν ότι κάνουν» στο έρμο, πολύπαθο σώμα της δημόσιας διοίκησης, διατείνονται αξιοκρατίας και διαγωνισμών μέσω ΑΣΕΠ.
(Ούτε λόγος βέβαια για δίκαιη αξιολόγηση, επιμόρφωση και κατάρτιση, ανάπτυξη δεξιοτήτων και επιτέλους επικράτησης μιας διαφορετικής νοοτροπίας, όπου το «κράτος» δεν θα είναι κοτζαμπάσης και τσιφλικάς, ούτε οι πολίτες κολίγοι και ποπολάροι, μικροαστοί με διαμέρισμα στο αγωνιστικό πλην μοδάτο Κουκάκι και κινητό τελευταίας τεχνολογίας αγορασμένο με δόσεις, κατασκευής και προελεύσεως της ίδιας χώρας που εν θερμώ οι συμπαθείς, κατά τα άλλα, περίοικοι της εν λόγω περιοχής αποκαλούν «μήτρα του καπιταλισμού και λαομίσητη έδρα του κεφαλαίου»…)
Τηλεργασία και «ευέλικτες μορφές απασχόλησης», υπερωρίες άνευ αποδοχών, παραιτήσεις που μόνο εκούσιες δεν είναι, αλλά ουσιαστικά αποτελούν κανονικές απολύσεις, κατάργηση στην πράξη κάθε εργατικού δικαιώματος, ανατροπή και των τελευταίων κανόνων που έστω και αναιμικά δικαιολογούσαν ως τώρα την έννοια του κοινωνικού κράτους, απροκάλυπτος εκφοβισμός και μια αχαλίνωτη, ξεδιάντροπη στάση από κυβερνόντες και επιχειρηματίες οι οποίοι χωρίς πλέον κανέναν έλεγχο, αποφασίζουν σειρά σαρωτικών αλλαγών, ώστε να ξεμπερδέψουν μια για πάντα από τις δίκαιες διεκδικήσεις και τις κινητοποιήσεις.
Και βέβαια δεν αναφέρομαι στον προσχηματικό διάλογο που συνήθως βαφτίζεται γόνιμος αλλά δεν καταλήγει πουθενά, πέρα από την αυτοικανοποίηση των «ξεχασμένων» του Περισσού, κι εκείνων που οραματίζονται-εκ του ασφαλούς πάντα- τη βίαιη ανατροπή του χρεωκοπημένου αστικού κράτους, ούτε φυσικά στις αλλεπάλληλες πορείες μερικών δεκάδων κάθε φορά διαμαρτυρόμενων που ταλαιπωρούν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, ακυρώνοντας ουσιαστικά τον ίδιο τους τον αγώνα.
Ο Σεπτέμβρης αυτός, καραδοκεί. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, ακολουθώντας την παράδοση των προκατόχων του; Όμως αυτή τη φορά, δεν διακυβεύεται μονάχα η συνέχεια του πολιτισμού, η επιβίωση της ανθρωπότητας, η συνοχή της κοινωνίας και των βασικά δομών της. Αυτά θα συνεχίσουν να υφίστανται. Το ζήτημα είναι σε ποια μορφή και με ποια χαρακτηριστικά.
Τώρα βρισκόμαστε και πάλι, όπως λίγους μήνες πριν, μπροστά στην επικράτηση του καθολικού φόβου και πάλι απροετοίμαστοι ή πάντως όχι τόσο προετοιμασμένοι όσο θα έπρεπε, στην επανάληψη δηλαδή του εφιάλτη ή στην επόμενη φάση περιορισμού, όχι των ατομικών αλλά των συλλογικών ελευθεριών, χάριν της υγείας και προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Κι αν προς ώρας αποφύγαμε τον εγκλεισμό, αυτό δεν είναι αποτέλεσμα εναλλακτικού έκτακτου σχεδιασμού, αλλά της δεδηλωμένης πρόθεσης της πολιτείας να εξαντλήσει κάθε περιθώριο, ώστε να μη φτάσει στη δύσκολη θέση να πληρώνει άδειες και επιδόματα. Όμως αργά η γρήγορα θα βρεθούμε και πάλι να τακτοποιούμε τα συρτάρια που δεν προλάβαμε την προηγουμένη φορά. Και η αιτία δεν θα είναι ούτε οι αντιδραστικοί αρνητές της μάσκας και των αποστάσεων, ούτε οι ελλείψεις του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά η ολιγωρία της πολιτείας να δημιουργήσει, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, ικανό αίσθημα ευθύνης στους πολίτες, δίνοντας πρώτα εκείνη το παράδειγμα, με σοβαρότητα, μεθοδικότητα κι αξιοπιστία, ώστε να μην χρειάζεται αστυνόμευση και πρόστιμα για να εφαρμοστούν τα προφανή. Προς το παρόν απλά και κυνικά: η οικονομία υπερτερεί της υγείας, το κέρδος προηγείται του κοινωνικού κράτους. Και το σχέδιο καλά κρατεί…
Και δεν υπαινίσσομαι φαιδρές συνωμοσίες, τσιπάκια και εμβόλια προορισμένα υποτίθεται να καθυποτάξουν την ανθρώπινη βούληση και να ελέγξουν μια για πάντα τις μάζες ή να μειώσουν τον πληθυσμό, σε μια σατανική συνωμοσία που εξυφαίνουν οι οπαδοί μιας κάποιας νέας τάξης πραγμάτων…
Λες και η θεαματικότητα του εμετικού big brother και των συναφών ανθρωποθεαμάτων μιας κιτς εμποροπανήγυρης υποψήφιων τραγουδιστών, τηλεμαγείρων, μοντέλων και λοιπών κρινόμενων από επιτροπές δημοδιδασκάλων που καμώνονται τους ευφυείς, τους ειδήμονες και τους κοσμοπολίτες, άσημες διασημότητες ασήμαντων εγωπαθών που ζουν το όνειρο της πρόσκαιρης αναγνωρισιμότητας, ώστε δικαιολογημένα να αυθαδιάζουν με το γνωστό «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», τα υστερικά δελτία ειδήσεων και τα χυδαία πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ο τρόπος που οδηγούμε ή διαχωρίζουμε τους ανθρώπους, το επίπεδο και η προβολή των τεχνών και των γραμμάτων από τα μέσα μαζικής αποχαύνωσης, οι ουρές και η διαφθορά στα νοσοκομεία, ο πρωτογονισμός και η γραφειοκρατία των δημοσίων υπηρεσιών, ο ψευτοπουριτανισμός, και οι υπερ-πατριώτες των Καμμένων Βούρλων, η στρεβλή ηθικολογία και η αποστροφή στη διαφορετικότητα από επιλογή κι όχι κατ’ ανάγκη από μόδα, η μιζέρια κι η ερημιά των άδειων χωριών και της εγκαταλελειμμένης υπαίθρου, δεν είναι λίγες μόνο από τις πλείστες τόσες αποδείξεις, που ακυρώνουν την ανάγκη οποιουδήποτε εξωφρενικού σχεδίου χειραγώγησης των αλλοτριωμένων κοινωνιών. Δεν έχει πλέον καμία χρησιμότητα η δήθεν ξενοκίνητη προπαγάνδα, διότι υπάρχουν λίγοι που θέλουν να πειστούν κι ακόμα λιγότεροι που μπορούν να αντισταθούν. Κανείς ραδιούργος δισεκατομμυριούχος δεν έχει σκοπό να εξοντώσει τους ανυποψίαστους αχθοφόρους των εθνών, που έτσι κι αλλιώς τον κουβαλούν χρόνια τώρα αγόγγυστα, , δημιουργώντας πλούτο και ισχύ, με αντάλλαγμα έναν πενιχρό μισθό και μια ζωούλα βήτα διαλογής. Ούτε φυσικά χρειάζεται να χειραγωγήσει εκείνους που γεννιούνται δέσμιοι και πεθαίνουν ηττημένοι. Είναι βολικό το τέρας, ο κακούργος, ο συνωμότης να είναι πάντα κάποιος άλλος, ο «κακός» να είναι χαρακτήρας του παραμυθιού κι όχι ο πραγματικός μας εαυτός, το οποίο στην περίπτωσή μας δεν προμηνύεται να έχει αίσιο τέλος.
Λες και δεν αρκούν για να καταλάβει κανείς το συλλογικό κενό στο οποίο βυθιζόμαστε αργά αλλά σταθερά, οι γελοίες δικαιολογίες για την καταστροφή στις Μυκήνες, ο εξωφρενικός τρόπος που αποδεδειγμένα παίρνονται αποφάσεις στο ανώτατο επίπεδο, (γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων επιστημονικές επιτροπές προς χάριν κάποιου ηθοποιού ή επιχειρηματία που τηλεφωνεί στο πρωθυπουργικό γραφείο και επιβάλει κύριος οίδε πως, τη θέλησή του…).
Ανεπίτρεπτες παλινωδίες και επικίνδυνη ηττοπάθεια στην εξωτερική ψοφοδεής πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας», που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, φοβικά και κοντόφθαλμα, μην τυχόν και στεναχωρήσουμε «συμμάχους» και «άσπονδους φίλους», αλλά και πολιτικές εμμονές των «διαμαρτυρόμενων» του Σαββατοκύριακου, των «επαναστατών» της γκαζόζας και των «αγωνιστικών» Εξαρχείων, στις παρυφές μιας κοινωνίας που αποτελεί μικρογραφική αποτύπωση, της άρρωστης ψυχοσύνθεσης μας.
Σε μια τέτοια κοινωνία δεν μαρτύρησε κι ο Παύλος Φύσσας, όπου η αργοκίνητη δικαιοσύνη, επτά χρόνια μετά, ακόμα να αποφανθεί για τα προφανή; Και άραγε να πει τί; Τί μπορεί να πει ένας δικαστής για κάθε μαχαιριά στο σώμα αυτού του νέου, για κάθε σταγόνα αίματος στα χέρια του εκτελεστή του και των «άλλων» θρασύδειλων νταήδων, ηθικών αυτουργών της δολοφονίας του; Τι μπορεί να πει κανείς στη Μάγδα;
Μια προτομή, και μια μετονομασία κεντρικής οδού της πόλης του και ξεμπερδέψαμε. Πλήθη βέβαια βγήκαν στους δρόμους κρατώντας πανό με τη φωτογραφία του, ανήμερα της δολοφονίας, αλλεπάλληλα ρεπορτάζ μεταδόθηκαν στα καθόλου «αθώα του αίματος τούτου» κανάλια, ενώ δημοσιεύτηκαν δεκάδες άρθρα σε εφημερίδες για τη «στυγερή δολοφονία» και το «άδικο τέλος» του νεαρού από το εργατικό Κερατσίνι, για τον οποίον γράφτηκε ως και τραγούδι. Όμως τι απέγιναν και τι θ’ απογίνουν εκείνοι που έπεσαν και θα πέσουν από το λεπίδι του τυφλού μίσους, της άγνοιας, της διχόνοιας, της διαστροφής, της ανικανότητας, της διαφθοράς, της αμέλειας;
O Μπακογιάννης που μάλιστα έπεσε νεκρός, έναν άλλο μαύρο Σεπτέμβριο, εκείνον του 1989, από σφαίρες της «17 Νοέμβρη» και πιο μετά ο Αξαρλιάν κι ύστερα ο Γρηγορόπουλος, και δεν έχει τέλος η μακάβρια λίστα απωλειών: τα θύματα στη Marfin και στο Μάτι, οι πνιγμένοι του «Σάμινα» και της Μάδρας, νεκροί αστυνομικοί, χαμένοι πιλότοι, τόσοι και τόσοι που έφυγαν με τρόπο τραγικό και τόσο άδικο; Πόσοι σπουδαίοι δεν λησμονηθήκαν ή ο χαμός τους δεν ξεθώριασε σιγά σιγά, όπως τα ίχνη από το αίμα τους στο χώμα αυτού του τόπου;
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, τα ξημερώματα, μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Γένοβας, ένας νεαρός πολυεγκαυματίας σε κρίσιμη κατάσταση. Μετά από μερικές ώρες θα αφήσει την τελευταία του πνοή μακριά από την πατρίδα. Είχε αυτοπυρποληθεί μπροστά στο δικαστικό μέγαρο των Δόγηδων, στην πλατεία Ματεότι, φωνάζοντας: «Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα – Κάτω η δικτατορία – Το έκανα για την Ελλάδα μου…»
Ήταν ο Κωνσταντίνος Γεωργάκης που δεν δολοφονήθηκε, αλλά θυσιάστηκε για την ιδέα της ελευθερίας. Η εικόνα του φλεγόμενου σώματός του θα στοιχειώνει για πάντα όσους μάχονται τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ελπίδα.
Εκείνους που ακόμα και σήμερα την επιβουλεύονται, τη βιάζουν και την κακοποιούν με κάθε τρόπο κι ευκαιρία. Διότι αυτό κάνουν, όταν αγνοούν επιδεικτικά τη λαϊκή βούληση, καταστρατηγούν το Σύνταγμα, αδιαφορούν για την κοινωνική συνοχή και πρόοδο, ολιγωρούν στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων και υποχωρούν έναντι κάθε νέο-Οθωμανού βέβηλου καπηλευτή της ιστορίας αυτού του τόπου, που φαντασιώνεται χαλιφάτα και αυτοκρατορίες των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, εισβάλοντας σε Ιράκ, Συρία κι Αρμενία . Όμως αυτή η σκούρα κηλίδα, απομεινάρι από το καμένο σώμα του νεαρού φοιτητή, στη πλατεία της Γένοβα, θα βαραίνει και τις ψυχές μας, θα μας καταδιώκει όσο κι αν προσπαθούμε να την ξεχάσουμε. Η ευθύνη είναι πρωτίστως δική μας.
Είμαστε εμείς, που δημιουργούμε θύτες και θύματα, εμείς εκτρέφουμε τα θηρία και τα θηράματα που θα γίνουν βορά τους, σε έναν φριχτό φαύλο κύκλο, ανθρωποθυσιών. Όχι λοιπόν. Ούτε Παύλος Φύσσας, ούτε Κωνσταντίνος Γεωργάκης! Ούτε ανδριάντες και μετονομασίες οδών, ούτε συγκινητικοί επικήδειοι και ηρωικά τραγούδια.
Να γίνει καθένας από εμάς αυτό για το οποίο προορίζεται, επιτελώντας το χρέος του έναντι της ιστορίας, της προσωπικής αξιοπρέπειας και της εθνικής συνείδησης. Δεν χρειάζονται άλλοι ήρωες εν καιρό ειρήνης κι άλλοι επίδοξοι σωτήρες του έθνους. Ούτε περισσεύουν ή εξαιρούνται κάποιοι. Αρκεί να ξαναγίνουμε πολίτες, ελεύθεροι κι αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το μοναδικό λόγο για τον οποίο αξίζει να αγωνίζεται και να πεθαίνει κανείς: την Ελευθερία. Το μπορέσαμε στο παρελθόν, το οφείλουμε και στο μέλλον. Αλλά απαιτείται σύμπνοια, ικανή ηγεσία και κοινό όραμα. Το ένδοξο παρελθόν δεν πρέπει να λειτουργεί ως τροχοπέδη και αφορμή για επανάπαυση, αλλά σαν εφαλτήριο νέων κατακτήσεων και προόδου. Δεν υπάρχουν αρκετές φυλακές και δήμιοι, δολοφόνοι αποφασισμένοι και διώκτες ανίκητοι, για έναν λαό που ενωμένος παλεύει για το δίκιο -όχι μόνο του εργάτη, κατά το γνωστό φθαρμένο σύνθημα-, αλλά του κάθε συνειδητοποιημένου πολίτη. Και δεν είναι λιγότερο επιζήμιες από τις θρησκευτικές, τις φυλετικές, τις κοινωνικές, οι ταξικές διακρίσεις, όπως κι η διχαστική, μετεμφυλιακή ρητορική, ο λαϊκισμός κι η φθηνή-γι’ αυτό και δελεαστική- δημαγωγία.
Τα περιθώρια των ιδεολογικών αναλύσεων και οι ανούσιες θεωρητικολογίες, έχουν εξαντληθεί και έχει έρθει η ώρα της ευθύνης. Ας πάψουμε να ζούμε τις «ιστορικές στιγμές» που άλλοι σχεδιάζουν για εμάς κι ας γράψουμε ιστορία συλλογικής νίκης κι όχι ατομικής ήττας, διαψεύδοντας τελικά τον δυσοίωνο τίτλο αυτού του χρονογραφήματος.
«Συγχωρέσε με γι’ αυτό που έκανα και μην κλάψεις. Ο γιος σου δεν είναι ήρωας. Είναι άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι, ίσως λίγο πιο φοβισμένος. Δεν θέλω να μπείτε σε κίνδυνο από τις πράξεις μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, παρά να σκέφτομαι και να ενεργώ σαν ελεύθερο άτομο. Η γη μας, που γέννησε την ελευθερία, θα εκμηδενίσει την τυραννία!...»
(Το τελευταίο σημείωμα του Κωνσταντίνου Γεωργάκη στον πατέρα του).