Πρελούδιο
Το 1966 οι Τσεχοσλοβάκοι άρχισαν να πιστεύουν πως πολλά πράγματα δεν πάνε καλά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Οι περισσότεροι αναγνώριζαν πως οι πάντες είχαν δουλειά, πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, το δικαίωμα της μάθησης – το τελευταίο μέχρι σε κάποια βαθμίδα. Ωστόσο, τι γινόταν με την ελευθερία του λόγου - ακόμα και της σκέψης - την αξιοπρέπεια και γενικά τα ανθρώπινα δικαιώματα;
Το να μπορείς - αν είσαι ικανός - να πας στο πανεπιστήμιο, χωρίς ο πατέρας σου ή εσύ να είσαι μέλος του Κόμματος; Το να μπορείς να ταξιδέψεις χωρίς να κρατάνε ενέχυρο ένα μέλος της οικογένειας σου; Το να μπορείς να συζητάς με το γείτονα ή το φίλο σου στη μπυραρία και να μη φοβάσαι ότι τις επόμενες μέρες θα σε καλέσει για ανάκριση η SNB (Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών);
Το να μη χρειάζεται να κοιμηθείς με ξένο τουρίστα για λίγα δολάρια, για να μπορείς την άλλη μέρα να αγοράσεις αμερικάνικο τζιν παντελόνι από τα καταστήματα που ψώνιζες μόνο με ξένο συνάλλαγμα;
Μερικά πράγματα έφθασαν σε τελείως τραγελαφικό σημείο. Για παράδειγμα, το να βρεις χαρτί τουαλέτας - που έγινε σπάνιο αγαθό - χρειαζόταν κυνήγι ημερών και τοποθεσιών. Οι πωλήτριες που το έκρυβαν κάτω απ’ τους πάγκους έγιναν περιζήτητες νύφες! Οι φοιτητικές εστίες γέμισαν από Rudé Pravo (το Ερυθρό Δίκαιο), την επίσημη εφημερίδα του Κόμματος. Όχι για διάβασμα. Για σκούπισμα του πισινού.
Τα Χριστούγεννα του 1966 το καλύτερο δώρο για τα παιδιά ήταν ένα κιλό μπανάνες. Και αυτές κάτω από τους πάγκους. Οι Τσέχοι σοφίζονταν ανέκδοτα για να ηρεμήσουν και οι Σλοβάκοι τα έβαζαν με τον Μεγάλο Αδελφό, τους Τσέχους. Για ένα πράγμα δεν είχαν παράπονο. Για τη μπύρα. Άφθονη, εκλεκτής ποιότητας και φθηνή. Στο έκτο μισόλιτρο άλλοι ένοιωθαν ευτυχείς και άλλοι απελπισμένοι.
Το 1967 ήταν ξεκάθαρο στο Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, αλλά πάνω απ’ όλους στον Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, το νέο ηγέτη του, ότι δεν πάει άλλο.
Σε αυτό βοήθησε και το Τέταρτο Συνέδριο της Ένωσης Συγγραφέων, όπου οι ομιλίες μερικών από αυτούς (και μελών του Κ.Κ.) τάραξαν τα νερά. Το Δεκέμβρη, η Κεντρική Επιτροπή του Κ.Κ. ανακοίνωσε το «Πρόγραμμα Δράσης» για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Για ένα «Σοσιαλισμό με Ανθρώπινο Πρόσωπο», όπως τον ονόμασε ο Ντούμπτσεκ. Με αυτό τον τρόπο, έφθασαν σ’ αυτό που η ιστορία αποκάλεσε η «Άνοιξη της Πράγας». Πήρε το όνομα της από το ομώνυμο φεστιβάλ κλασσικής μουσικής που οργανώνεται στην Πράγα κάθε Άνοιξη.
Δυο χιλιάδες λέξεις
Το περίφημο Μανιφέστο «Δύο χιλιάδες λέξεις», κυκλοφόρησε, πρώτα στα κρυφά, Ήταν οι προτάσεις του Λούτβικ Βάτσουλικ, συγγραφέα και μέλους του Κ.Κ., που ξεπερνούσε το «Πρόγραμμα Δράσης» του Κόμματος. Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες την επομένη μέρα από την κατάργηση της λογοκρισίας. Ήταν 27 Ιουνίου του 1968. Το υπέγραψαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, αλλά δημοσιεύθηκαν μόνο 70 ονόματα προσωπικοτήτων.
Ανάμεσα τους και ο Έμιλ Ζάτοπεκ, ο «άνθρωπος-ατμομηχανή», που αργότερα αποβλήθηκε από το Κ.Κ. και τον στρατό, ενώ του αφαιρέθηκαν όλα τα τιμητικά αξιώματα για τα τόσα χρυσά, αργυρά και χάλκινα μετάλλια που είχε χάρισε στη Τσεχοσλοβακία. Ο αθλητής-θρύλος που είπε και την περίφημη φράση «Chceš-li se proběhnout, běž míli, chceš-li prožít jiný život, běž maraton». («Αν θες απλά να τρέξεις, τρέξε ένα μίλι, εάν θέλεις να ζήσεις μια διαφορετική ζωή, τρέξε σε μαραθώνιο»).
Το μικρό απόσπασμα από τις «2000 Λέξεις» εξέφραζε ακριβώς αυτό που ακουγόταν στα κρυφά σε κάθε σπίτι, σε κάθε φιλική σύναξη:
«Οι σχέσεις εντός του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν το πρότυπο και η αιτία των ίδιων σχέσεων στο Κράτος. Η διασύνδεση του με το Κράτος το οδήγησε να χάσει το πλεονέκτημα της διατήρησης απόστασης από την εκτελεστική εξουσία. Οι δραστηριότητες του Κράτους και των οικονομικών οργανισμών του δεν επιδέχονταν κριτικής. Το Κοινοβούλιο ξέμαθε να συζητά, η κυβέρνηση να κυβερνά και οι διευθυντές να διοικούν. Οι εκλογές δεν είχαν νόημα, οι νόμοι έχασαν τη βαρύτητα τους.
Δεν μπορούσαμε να εμπιστευτούμε τους εκπροσώπους μας σε καμία επιτροπή, και όταν μπορούσαμε, δεν υπήρχε τίποτα να ζητήσουμε από αυτούς, γιατί δεν μπορούσαν να πετύχουν τίποτα. Ακόμα χειρότερα, δύσκολα πια μπορούσαμε να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον. Η προσωπική και συλλογική υπόληψη έχει καταρρεύσει.
Η τιμιότητα δεν οδηγούσε πουθενά, ενώ δεν έχει νόημα να μιλάμε για ανταμοιβή ανάλογα με τις ικανότητες των ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για τα κοινά και νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και τα χρήματα. Και επί πλέον ούτε σε αυτά τα χρήματα δεν μπορεί σήμερα να στηριχθεί κάποιος. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων γκρέμισαν, η χαρά της δουλειάς εξαφανίστηκε. Με λίγα λόγια, ήρθαν στιγμές που έθεσαν σε κίνδυνο την ψυχική υγεία και τον χαρακτήρα του Έθνους».
Η ταύτιση του κόσμου με τις αλήθειες των «δυο χιλιάδων λέξεων» που ακούγονταν ανοικτά για πρώτη φορά, οδήγησαν τους Τσέχους να πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους στους δρόμους και τα τραμ, πράγμα ασυνήθιστο για τους «ψυχρούς» κατοίκους της Τσεχίας. Έγιναν πιο εγκάρδιοι. Χαμογελούσαν και χαιρετούσαν ο ένας τον άλλο. Σχεδίαζαν τα ταξίδια που θα έκαναν. Για μπάνια, όχι στις κρύες λίμνες της χώρας τους, αλλά στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Η Πρωτομαγιά του 1968 ήταν διαφορετική. Χάθηκαν τα πανό με το σύνθημα «Μαζί με τη Σοβιετική Ένωση στους αιώνες των αιώνων και ποτέ αλλιώς».
Οι νέοι χόρευαν σλοβάκικους λαϊκούς χορούς, οι χαιρετισμοί προς την εξέδρα όπου βρισκόταν ο Ντούμπτσεκ και οι σύντροφοι του, εγκάρδιοι όσο ποτέ στο παρελθόν. Πολλοί μιμούνταν το θόρυβο των παλιών μηχανών του τραίνου για να τον υμνήσουν: «Ντούμπ-τσεκ, Ντούμπ-τσεκ, Ντούμπ-τσεκ, ….».
Οι αίθουσες των συναυλιών κλασικής μουσικής της Άνοιξης της Πράγας γέμισαν από Τσέχους, Σλοβάκους και ξένους φιλόμουσους. Ύστερα από τέτοιες παραστάσεις, οι νέοι έπιναν από ένα ποτήρι κρασί στο διπλανό καφέ του Ρεπρέ, μέχρι τη στιγμή που τα γκαρσόνια άρχιζαν να στοιβάζουν τις καρέκλες πάνω στα τραπέζια. Η ατμόσφαιρα μετά από τη «Συμφωνία του Διός» του Μότσαρτ και η διακόσμηση του Ρεπρέ ήταν ειδυλλιακή για μια βουτιά στο μέλλον, γεμάτη ελπίδα. Τουλάχιστο στα όνειρα. Πλην όμως ….
Με τανκς ενάντια στην «Άνοιξη»
Το ημερολόγιο έδειχνε 21 Αυγούστου του 1968, όταν η τρεμάμενη φωνή του εκφωνητή του κρατικού ραδιοφώνου ανακοίνωνε το Διάγγελμα της Κ.Ε. του Κ.Κ. για την εισβολή στρατευμάτων από τη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία είχε αρχίσει στις 11 μ.μ. της προηγούμενης νύχτας, της 20ης Αυγούστου.
Το Διάγγελμα έλεγε ότι η εισβολή, όχι μόνο παραβιάζει τις σχέσεις που πρέπει να διέπουν τις σοσιαλιστές χώρες, αλλά και το διεθνές δίκαιο, ενώ καλούσε τους πολίτες «να μην αντισταθούν στα στρατεύματα κατοχής». Λίγο αργότερα, ο ραδιοσταθμός και η τηλεόραση έπεσαν στα χέρια των Σοβιετικών στρατευμάτων, με τη βοήθεια των τανκς και των στρατιωτών, που είχαν αποβιβάσει στο αεροδρόμιο Ρούζινιε της Πράγας και σε άλλες πίστες προσγείωσης σε ολόκληρη τη χώρα. Με σπασμένα Τσέχικα, άρχισαν να μεταδίδουν ότι «ήρθαν για να βοηθήσουν την εργατική τάξη και όλο τον λαό της Τσεχοσλοβακίας να υπερασπιστεί τις σοσιαλιστικές αξίες και τα κεκτημένα του σοσιαλισμού».
Στη Πράγα οι Τσέχοι περικύκλωναν τα τανκς και τα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες και τους έβριζαν ή τους ζητούσαν να γυρίσουν σπίτι τους: «Běž domů Ivane, čeká tě Nataša» («Ιβάν, πήγαινε σπίτι σου, σε περιμένει η Νατάσα»).
Έτσι ο θυμός και η αγανάκτηση εκτονώνονταν. Με την πολιτική του κατευνασμού, οι Τσέχοι ηγέτες κατάφεραν να περιορίσουν τα θύματα της εισβολής σε εκατό οκτώ άτομα, όπως έγραψαν αργότερα οι ιστορικοί. Η απόγνωση που κατέλαβε τη χώρα άρχισε να διεισδύει στην ψυχή και στα σώματα των ανθρώπων και να τα συνθλίβει. Τίποτα πια δεν ήταν όπως την Άνοιξη.
Ο Ντούμπτσεκ και η «παρέα» του ταπεινώθηκαν· σύρθηκαν στο Κρεμλίνο σαν κατάδικοι. Μετά τους έστειλαν στα σπίτια τους. Ο Ηγέτης με το «Ανθρώπινο Πρόσωπο» κατέληξε σε ένα επαρχιακό δασολογικό γραφείο. Πέθανε το Νοέμβρη του 1992, ύστερα από αυτοκινητιστικό δυστύχημα που συνέβη την 1η του Σεπτέμβρη στον αυτοκινητόδρομο D1 της Τσεχίας. Θεωρήθηκε ως ένα συνηθισμένο δυστύχημα.
Η λογική της κεντρικής Ευρώπης, σφηνωμένη στα μυαλά των απεγνωσμένων ανθρώπων, έλεγε όχι σε κάθε αντίσταση. Αυτό εξάλλου τους συνιστούσαν όλοι: οι πολιτικοί και πολιτισμικοί ηγέτες. Η πορεία για τη λεγόμενη ομαλοποίηση είχε αρχίσει. Είκοσι πέντε χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες εγκαταστάθηκαν σε στρατόπεδα σε όλη τη χώρα. Οι άνθρωποι γύρισαν στη σιωπή και τη δουλοπρέπεια. Η τηλεόραση και ο τύπος στους γνωστούς μύθους (τα όργανα του ιμπεριαλισμού, τα νέα πλάνα, οι αδελφοί που ήρθαν να μας σώσουν, ….).
Ο «λαμπαδηδρόμος»
Στις 19 του Γενάρη του 1969, ο φοιτητής Γιαν Πάλαχ (Jan Palach) αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία της Πράγας για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην εισβολή, την καταστολή των ελευθεριών, αλλά και για την αδιάφορη στάση των συμπατριωτών του απέναντι στην κατοχή της χώρας τους. Στη διάθεση τους να υπακούσουν και πάλι σε όσα τους επιβάλουν. Το γράμμα που άφησε μέσα στη τσάντα, δίπλα στο σημείο της θυσίας του έλεγε (ανάμεσα σε άλλα):
«Επειδή τα Έθνη μας βρίσκονται στο χείλος της απελπισίας, αποφασίσαμε να διαμαρτυρηθούμε και να αφυπνίσουμε τον λαό αυτής της χώρας ως ακολούθως:
Η ομάδα μας αποτελείται από εθελοντές που είναι αποφασισμένοι να καούν για το σκοπό μας. Είχα την τιμή να τραβήξω το νούμερο ένα και έτσι απέκτησα το δικαίωμα να γράψω το πρώτο σημείωμα και να γίνω ο πρώτος λαμπαδηδρόμος.
Οι απαιτήσεις μας είναι:
Άμεση άρση της λογοκρισίας.
Απαγόρευση διάδοσης «ειδήσεων».
Δάδα Νο. 1»
Το τεράστιο ψυχικό θάρρος του Γιαν συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Η θυσία μιας νεανικής ζωής για κάτι που ήξερε πως δεν θα άλλαζε τίποτα. Για μια ουτοπία. Μήπως όμως αυτή η ουτοπία ήταν η αρχή της αλλαγής που όλοι περίμεναν; Μήπως ο ου τόπος (ο ανύπαρκτος τόπος) ταυτίζεται με μια τέλεια δομημένη κοινωνία ενός φανταστικού νησιού, όπως το στοχάστηκε ο Τόμας Μορ (Άγγλος ουμανιστής, πολιτικός και φιλόσοφος, 1487-1535); Μία κοινωνία που θα υπάρχει με γνώμονα την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χωρίς ανθρώπινη εκμετάλλευση;
Στις 25 Φεβρουαρίου ακόμα ένας φοιτητής ο Jan Zajíc αυτοκτονεί στο ίδιο σημείο της Κεντρικής Πλατείας της Πράγας.
Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, στην πόλη Jihlava, ο Evžen Plocek βάζει τέλος στη ζωή του ακολουθώντας τα άλλα δυο παιδιά.
Τέλος, δυο Ούγγροι νεαροί, ο Sándor Bauer - τις 20 Ιανουαρίου του 1969 - και ο Márton Moyses - στις 13 Φεβρουαρίου του 1970 - αυτοκτονούν για τον ίδιο λόγο.
Οι ψυχές του Γιαν Πάλαχ και των συντρόφων του ίσως αναπαύθηκαν γαλήνια είκοσι χρόνια αργότερα, όταν οι συμπατριώτες τους «άκουσαν τις φωνές τους» και ξεχύθηκαν στους δρόμους της Πράγας και των άλλων μεγάλων πόλεων. Η Βελούδινη Επανάσταση και ό,τι ακολούθησε μπορεί να ήταν στα όνειρα τους.
Αν οι ψυχές τους άκουγαν, ίσως και να ψιθύριζαν: «Μα τα ονόματα κάποιων σημερινών αριστοκρατών κάτι μας θυμίζουν από το παρελθόν». Πού να ξέρουμε· μπορεί να έρχονται στο μυαλό των ψυχών τους τα σφαγιασμένα παιδιά του Μι Λάι, τα φυλακισμένα μνήματα της Λευκωσίας, οι νεκροί της Κοφίνου, οι αγνοούμενοι της Κυπριακής τραγωδίας και τα εκατομμύρια θύματα των πολέμων, από τότε που ο άνθρωπος πρωτόφτιαξε το δόρυ μέχρι και την ατομική βόμβα. Ίσως τους ξυπνούν οι εκρήξεις στο Κίεβο ή τα αίματα απ’ τους νεκρούς της Μαριούπολης.
Rest in peace, Jan Palach et al. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.