Μια βδομάδα πριν από τον πρώτο γύρο (28.1.2018) των προεδρικών εκλογών, των 13ων στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Κύπριος Πρόεδρος, Νίκος Αναστασιάδης, ο οποίος θέτει για δεύτερη και τελευταία φορά υποψηφιότητα για το ύπατο αξίωμα, τονίζει, σε συνέντευξη στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ότι «Με το να μιλούμε αφηρημένα για άλλα σχέδια και λύσεις, δεν εξασφαλίζουμε ούτε συνθήκες ειρήνης, ούτε τον Ελληνισμό της Κύπρου». Στα όσα λέγονται για σχέδια Β‘, «νέες στρατηγικές» και «απροσδιόριστες επανατοποθετήσεις» του Κυπριακού η απάντηση του Προέδρου Αναστασιάδη είναι: «Αν έχουν, λοιπόν, σχέδια Β’, ας έλθουν να τα συζητήσουμε». Τονίζει ωστόσο ότι «ο επιδιωκόμενος στόχος, όπως έπραξαν όλοι οι προκάτοχοί μου, είναι η Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία».
Επισημαίνει ότι προϋπόθεση για την βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού είναι η θέση της Τουρκίας έναντι της Κύπρου. «Για τη λύση του Κυπριακού είναι απαραίτητη η θετική συνεργασία και συμβολή της Τουρκίας», υπογραμμίζει ο Κύπριος Πρόεδρος.
Παρά το γεγονός ότι όλες οι δημοσκοπήσεις από τον περασμένο Σεπτέμβριο δείχνουν ότι ο κ. Αναστασιάδης έχει σαφές προβάδισμα και θα επανεκλεγεί στον β′ γύρο των εκλογών (4 Φεβρουαρίου) όποιος και αν είναι ο αντίπαλος του, ο ίδιος σημειώνει πως «δεν υπάρχουν εύκολες εκλογές» και ότι δεν διακατέχεται από την «αλαζονεία του φαβορί».
Απαντώντας σε ερωτήσεις για την πολιτική του στο Κυπριακό ο Κύπριος Πρόεδρος επισημαίνει ότι στο Κραν Μοντανά, τον περασμένο Ιούλιο, «δεν καταλήξαμε (σε συμφωνία), όχι λόγω της στάσης του κ. Ακιντζί, ή λόγω των σχέσεών του μαζί μου, αλλά, κατά κύριο λόγο, λόγω της αρνητικής θέσης της Άγκυρας στο κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων».
Εξάλλου, ο κ. Αναστασιάδης απορρίπτει τις κατηγορίες των ανθυποψηφίων του και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δηλώνοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι δεν έχει λόγους να απορρίψει την σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης για το Κυπριακό με την παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. «Αντίθετα, καταβάλλω προσπάθειες με στόχο, μέσα από την παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας να υπάρξει τέτοια επιρροή στην Άγκυρα, ώστε να κατανοήσει ότι μια λύση του Κυπριακού θα είναι προς όφελος του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά και της ίδιας της Τουρκίας», εξηγεί.
Στο ερώτημα, γιατί δεν προχώρησε σε διαπραγμάτευση συμφωνίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Ελλάδα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, μεταξύ άλλων, απαντά: «Απώτερος στόχος μας, η αναβάθμιση της Ανατολικής Μεσογείου στους κόλπους της ΕΕ και διεθνώς, μέσω της ευθυγράμμισης των συμφερόντων των χωρών στην περιοχή μας, καθώς και των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΑΟΖ μας».
Για το πολυσυζητημένο θέμα της οικονομικής κρίσης του 2013 και του «κουρέματος» των καταθέσεων ο Νίκος Αναστασιάδης, απαντώντας στους επικριτές του λέει: «Όχι τώρα να έρχονται αυτοί, που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία, να ζητούν και ευθύνες από εκείνους που είχαν μια σωτήρια πρόταση... Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξιλάτης;».
ΕΡ: Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περνάτε άνετα στον δεύτερο γύρο. Ποιόν θα θέλατε αντίπαλο , τον κ. Παπαδόπουλο, ή τον κ. Μαλά; Αν αντίπαλος σας είναι ο κ. Παπαδόπουλος , αναμένετε στήριξη από ΑΚΕΛ; Αν είναι ο κ. Μαλάς εκτιμάτε ότι θα σας στηρίξει το ΔΗΚΟ;
ΑΠ: Θέλω πρώτα να σημειώσω πως δεν υπάρχουν εύκολες εκλογές. Αλλά και ότι δεν διακατέχομαι από την αλαζονεία του φαβορί. Ασφαλώς αισθάνομαι αυτοπεποίθηση για την πορεία μου προς τον λαό, γεγονός που διαπιστώνω καθημερινά από τις εκδηλώσεις του κόσμου που συναντώ στις εξορμήσεις που πραγματοποιώ, όχι μόνο τώρα λόγω των εκλογών, αλλά και πάντοτε. Είναι χαρακτηριστικό μου να βρίσκομαι συνέχεια ανάμεσα στον κόσμο της Κύπρου. Μου αρέσει και το τηρώ σε όλη την πολιτική σταδιοδρομία μου, σε όλη μου τη ζωή. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσω πως για την επιτυχία στις εκλογές χρειάζεται να δουλέψουμε πάρα πολύ και μέχρι το τέλος.
Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι ψήφοι, αλλά μια τάση στο συγκεκριμένο χρόνο. Το είπα ξανά, πως στο δεύτερο γύρο θα απευθυνθώ προς το λαό και με αυτό δεν υποτιμώ κανένα υποψήφιο και κανένα κόμμα. Άλλωστε τα πέντε χρόνια της θητείας μου απέδειξαν πως η συμπεριφορά η δική μου, της κυβέρνησης και του Δημοκρατικού Συναγερμού που είναι το βασικό κόμμα που με στηρίζει, δεν σταθμίζεται από ιδεοληψίες και κομματικούς υπολογισμούς. Στα πέντε αυτά χρόνια δεν είχαμε κανένα πρόβλημα να συνεργαστούμε στενά με όλα τα κόμματα και όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Είναι με τη συνεργασία, για παράδειγμα, με το Δημοκρατικό Κόμμα που κατορθώσαμε να βγάλουμε την Κύπρο από το Μνημόνιο και από την οικονομική κρίση. Είναι με τη συνεργασία του ΑΚΕΛ που οδηγήσαμε το κυπριακό πρόβλημα στο σημείο που έφτασε, φέρνοντας την Τουρκία απέναντί μας στο ίδιο τραπέζι, να συζητά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων. Αυτή ήταν η πολιτική φιλοσοφία μας και αυτήν θα συνεχίσουμε τόσο μεταξύ του Α′ και του Β′ γύρου των εκλογών, όσο και μετά.
ΕΡ: Πώς εκτιμάτε την πολιτική κατάσταση στα κατεχόμενα μετά την εκλογική διαδικασία της 7ης Ιανουαρίου;
ΑΠ: Μιλούμε, φυσικά, για μια παράνομη εκλογική διαδικασία η οποία, όμως αντανακλά την κοινή γνώμη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ασφαλώς και μια, ούτω καλούμενη, κυβέρνηση με διαφορετική προσέγγιση από του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί θα έχει αρνητικές συνέπειες στη διαδικασία για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό. Οι εκλογές αυτές διαδραματίζουν ρόλο στη σύνθεση της «κυβέρνησης», αλλά δεν είναι ο λεγόμενος πρωθυπουργός που διαπραγματεύεται το Κυπριακό. Είναι ο εκάστοτε ηγέτης της κοινότητας. Θα επηρεάσει ενδεχομένως τη βούληση και του ίδιου του ηγέτη της τ/κ κοινότητας, εφόσον η πλειοψηφία των κομμάτων είναι αντίθετη με τη μορφή λύσης που διαπραγματευόμαστε. Αλλά, βασικότερος παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει αρνητικά δυστυχώς την τ/κ κοινότητα, είναι η επιρροή που ασκεί σε αυτήν με διάφορους τρόπους η Τουρκία.
ΕΡ: H τελευταία δημοσκόπηση του τηλεοπτικού σταθμού TVONE έδειξε ότι με τη λύση της Διζωνική, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας συμφωνεί το 62% των ψηφοφόρων σας και το 69% του κ. Μαλά. Ποιο το σχόλιο σας;
ΑΠ: Δεν αμφισβήτησα ποτέ πως η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων τάσσεται υπέρ της λύσης της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας και πως η συγκεκριμένη αυτή λύση είναι μοναδική εφικτή, η μοναδική που μπορεί να εξασφαλίσει τη στήριξη του συνόλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ο όρος της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ωστόσο, προσδιορίζει το πολιτειακό καθεστώς του κράτους μόνο, και όχι το σύνολο της λύσης. Η λύση ασφαλώς θα πρέπει να είναι λειτουργική και να μην οδηγεί την επομένη σε παράλυση το κράτος. Επί πλέον, και αυτό είναι κρίσιμο, η Κύπρος πρέπει να μετατραπεί σε ένα κανονικό κράτος, όπως το προσδιόρισε και ο ίδιος ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, χωρίς εγγυήσεις, ξένους προστάτες και στρατούς.
ΕΡ: Αφού δεν λύσατε το Κυπριακό εδώ και τρία χρόνια, παρά την καλή χημεία και σχέση σας με τον Μ. Ακιντζί, πώς θα πετύχετε, σε περίπτωση επανεκλογής σας, λύση με δεδομένη την σκλήρυνση της τουρκικής στάσης και το ότι έχει «ραγίσει το γυαλί» ανάμεσα σε σας και στον κ. Ακιντζί; Προέκυψε κάτι σημαντικό για το Κυπριακό από την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα;
ΑΠ: Κατ′ αρχάς, δεν θεωρώ ότι για τη λύση του Κυπριακού είναι αρκετή προϋπόθεση η σχέση μεταξύ των δυο ηγετών. Ασφαλώς και αυτό θα βοηθούσε, και μάλιστα πολύ, αλλά δεν είναι ικανή προϋπόθεση για να οδηγήσει σε αίσιο αποτέλεσμα. Προϋπόθεση είναι η θέση της Τουρκίας έναντι της Κύπρου. Για τη λύση του Κυπριακού, είναι απαραίτητη η θετική συνεργασία και συμβολή της Τουρκίας. Στο Κραν Μοντάνα δεν καταλήξαμε, όχι λόγω της στάσης του κ. Ακιντζί, ή λόγω των σχέσεών του μαζί μου, αλλά κατά κύριο λόγο, λόγω της αρνητικής θέσης της Άγκυρας στο κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
ΕΡ: Από την στιγμή που η Άγκυρα και η τουρκοκυπριακή πλευρά έχουν τη θέση ότι δεν αποδέχονται το «μηδέν στρατεύματα- μηδέν εγγυήσεις», πώς θα βρεθεί συμφωνία;
ΑΠ: Ως ελληνοκυπριακή πλευρά έχουμε ζητήσει όπως προϋπάρξει της όποιας διαπραγμάτευσης, πολύ καλή προετοιμασία για να μην βρεθούμε στο σημείο που βρεθήκαμε στο Κραν Μοντανά. Η προετοιμασία για την οποία μιλούμε είναι συγκεκριμένη και αναφέρεται στα θέματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και των στρατευμάτων, για τα οποία χρειάζεται η Τουρκία να αλλάξει τις θέσεις της. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να οδηγηθούμε σε ένα νέο κύκλο διαπραγματεύσεων που είναι δυνατόν να καταλήξει σε ναυάγιο, σε ασυμφωνία. Αυτό θα ήταν το τέλος κάθε προσπάθειας για το Κυπριακό.
ΕΡ: Στις 6 Ιουλίου 2017 ο γ.γ. του ΟΗΕ είχε δύο συναντήσεις με τον κ. Τσαβούσογλου προτού συναντηθεί μαζί σας. Υπάρχει πληροφορία ότι δεν σας μετέφερε ακριβώς τις «κόκκινες» γραμμές των Τούρκων. Μήπως τελικά αυτό οδήγησε στην αποτυχία τη Διάσκεψη; Μήπως επιχειρήθηκε να σας οδηγήσουν σε υποχωρήσεις στο κεφάλαιο εγγυήσεις -στρατεύματα, παρά τις θετικές για τους Τουρκοκυπρίους προτάσεις σας για την εσωτερική πτυχή. Επίσης: Α) κατηγορείστε ότι είχατε απορρίψει Διεθνή Διάσκεψη με την συμμετοχή και των Πέντε Μονίμων Μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ευσταθεί; Β) τι αποδεχθήκατε στο Κραν Μοντανά από τις παραμέτρους του γ.γ. του ΟΗΕ;
ΑΠ: Ως προς το πρώτο σκέλος της ερώτησής σας, θέλω να επαναλάβω πως δεν έχω λόγους να απορρίψω τη σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης για το Κυπριακό με την παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και βεβαίως δεν απορρίπτω κάτι τέτοιο. Αντίθετα, καταβάλλω προσπάθειες με στόχο, μέσα από την παρουσία των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας να υπάρξει τέτοια επιρροή στην Άγκυρα, ώστε να κατανοήσει ότι μια λύση του Κυπριακού θα είναι προς όφελος του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά και της ίδιας.
Ως προς το θέμα της διάσκεψης του Κραν Μοντανά θα πω ότι οι διαπραγματεύσεις εκείνες δεν στέφθηκαν με επιτυχία, λόγω των παράλογων αξιώσεων της τουρκικής πλευράς. Η παράλογη εμμονή της τουρκικής πλευράς στη συνέχιση των επεμβατικών δικαιωμάτων και στο αναχρονιστικό σύστημα των εγγυήσεων δεν επέτρεψε να φτάσουμε σε σχέδιο δίκαιης υπό τις περιστάσεις, αλλά βιώσιμης και λειτουργικής λύσης για το κράτος που θα μετεξελισσόταν σε μια ομοσπονδία. Δεν ήταν δυνατόν να θέσω ενώπιον του κυπριακού λαού μία λύση, η οποία δεν θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες και των Ελληνοκυπρίων και η οποία θα υποβίβαζε την αξιοπρέπεια τους από τη μια και δεν θα διασφάλιζε την ασφάλειά τους, από την άλλη.
ΕΡ: Σε ανακοίνωση (29/12) της ούτω καλούμενης «ΤΔΒΚ», την οποία επικρότησε αυθημερόν το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται έτοιμη να συζητήσει λύση «δύο κρατών» στην Κύπρο. Εσείς αποκλείετε κατηγορηματικά τη διαπραγμάτευση τέτοιας λύσης;
ΑΠ: Ο επιδιωκόμενος στόχος, όπως σας ανέφερα και προηγουμένως και όπως έπραξαν όλοι οι προκάτοχοί μου είναι η Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία.
ΕΡ: Σε συνέντευξη σας στην εφημερίδα «Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ», τον περασμένο Νοέμβριο, είχατε δηλώσει: «θα πρέπει με τις πολιτικές δυνάμεις να υπάρξει μια ειλικρινής διαβούλευση για να δούμε τι είναι το ”σχέδιο Β”, που θα δημιουργεί συνθήκες ειρήνης, θα προστατεύει τον Ελληνισμό και θα διαφυλάσσει τη λειτουργικότητα του κράτους. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης». Μήπως αυτό θα μπορούσε να είναι η λύση «δύο κρατών» με αντάλλαγμα την επιστροφή εδαφών στην ελληνοκυπριακή πλευρά;
ΑΠ: Αυτό είναι απλώς μια απάντηση προς όσους αναφέρονται σε σχέδια Β΄, νέες στρατηγικές και απροσδιόριστες επανατοποθετήσεις του Κυπριακού, χωρίς να ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς εννοούν, αν εννοούν κάτι. Με το να μιλούμε αφηρημένα για άλλα σχέδια και λύσεις, δεν εξασφαλίζουμε ούτε συνθήκες ειρήνης, ούτε τον ελληνισμό της Κύπρου, ούτε την λειτουργικότητα του κράτους. Αν έχουν, λοιπόν, σχέδια Β΄ ας έλθουν να τα συζητήσουμε.
ΕΡ: Επί προεδρίας Κληρίδη συνάφθηκε η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο, επί Παπαδόπουλου με τον Λίβανο και επί Χριστόφια με το Ισραήλ. Εσείς, γιατί δεν προχωρήσατε σε διαπραγμάτευση συμφωνίας οριοθέτησης με την Ελλάδα και αντί αυτού προαναγγέλλετε ότι θα καταθέσετε μονομερώς συντεταγμένες με τα όρια της κυπριακής ΑΟΖ με τις γειτονικές χώρες με τις οποίες δεν έχουμε τέτοια συμφωνία, δηλαδή και με την Ελλάδα;
ΑΠ: Οι χώρες με τις οποίες η Κύπρος γειτνιάζει και έχει θέμα οριοθέτησης ΑΟΖ είναι η Συρία, η Τουρκία και η Ελλάδα. Δεν νομίζω να πιστεύει κανείς ότι η Συρία και η Τουρκία είναι σε θέση σήμερα να διαπραγματευτούν ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία. Με την Ελλάδα βρισκόμαστε σε στενότατη συνεργασία και ό,τι είναι σωστό να κάνουμε, θα το κάνουμε μαζί. Κατά τα άλλα, η δική μας κυβέρνηση έχει πάρει τη σκυτάλη από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και αξιοποιεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις δυνατότητες που προσφέρει η οριοθέτηση της ΑΟΖ με τις άλλες τρεις γειτονικές χώρες. Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η Κύπρος, με τις συνεχείς πρωτοβουλίες της κυβέρνησής μας, βρίσκεται σήμερα σε θέση να συμμετέχει σε συνεργασίες όπου δεν είχαμε πρόσβαση πριν την ανακάλυψη υδρογονανθράκων.
Σημειώνω σχετικά τις εξαιρετικής σημασίας Τριμερείς Συνεργασίες που έχουμε συνομολογήσει με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τον Λίβανο, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη, αλλά και τη συμφωνία μας με την Ιταλία. Αυτή άλλωστε υπήρξε και η στρατηγική επιδίωξη της ενεργειακής διπλωματίας που εφαρμόζουμε την τελευταία πενταετία. Απώτερος στόχος μας, η αναβάθμιση της Ανατολικής Μεσογείου στους κόλπους της ΕΕ και διεθνώς, μέσω της ευθυγράμμισης των συμφερόντων των χωρών στην περιοχή μας, καθώς και των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην ΑΟΖ μας.
ΕΡ: Πώς σχολιάζετε την θέση του γ.γ. του ΟΗΕ (έκθεση για UNFICYP) ότι το ζήτημα της εκμετάλλευσης των αποθεμάτων υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου «παραμένει ζήτημα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εντάσεις μεταξύ των εμπλεκομένων»;
ΑΠ: Δεν λέει μόνο αυτό ο γενικός γραμματέας. Υπογραμμίζει και πως «θεωρεί απαραίτητο όλα τα μέρη να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποπυροδοτήσουν τις εντάσεις». Θεωρείτε ότι η ελληνική πλευρά είναι το μέρος που πυροδοτεί εντάσεις; Ασφαλώς όχι. Η Κυπριακή Δημοκρατία ασκεί τα κυριαρχικά δικαιώματά της, όπως άλλωστε της το αναγνωρίζουν όλες οι χώρες του κόσμου και τα Ηνωμένα Έθνη επίσης.
Να σας θυμίσω ότι στην έκθεσή του ο γγ του ΟΗΕ υπογραμμίζει αυτό που και η δική μας πλευρά υποστηρίζει. Ότι η ύπαρξη φυσικών πόρων αποτελεί ισχυρό κίνητρο για όλα τα μέρη να βρουν μια βιώσιμη λύση στο Κυπριακό πρόβλημα και να δημιουργήσουν βαθύτερη συνεργασία προς όφελος όλων των Κυπρίων.... Και ακόμα ότι οι δυο ηγέτες «συμφώνησαν προηγουμένως ότι οι φυσικοί πόροι σε μια ενοποιημένη Κύπρο θα ανήκουν στην αρμοδιότητα της μελλοντικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Επομένως, οι τοποθετήσεις του για την ύπαρξη υδρογονανθράκων στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας μάς βρίσκουν σύμφωνους. Η παρατήρηση του κ. Γκουτέρες στην οποία αναφέρεστε αφορά εκείνη την πλευρά που προκαλεί εντάσεις και αυτή είναι η τουρκική.
ΕΡ: Γιατί έχετε αποφύγει να διαψεύσετε τον τέως πρόεδρο του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, ότι το 2013 η Κύπρος πρότεινε το bail-in;
ΑΠ: Επιχειρείται μια τρομερή παραποίηση, για να πω το ολιγότερο σε όσους δίδουν αυτή την ερμηνεία. Δεν είναι η κυπριακή κυβέρνηση που πρότεινε το bail-in, το οποίο αγαπητέ μου, συμφωνήθηκε μεταξύ της τρόικας και της προηγούμενης κυβέρνησης, που από τον Νοέμβριο του 2012 είχε ετοιμάσει και στο σχετικό νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε στη Βουλή. Το bail-in ήταν στο τραπέζι προτού διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές του 2013. Και ο κ. Ντάισελμπλουμ δεν είπε ότι η Κύπρος πρότεινε το bail-in.
Είπε αυτό που και εμείς λέμε, και με τη συνέντευξή του μας επιβεβαιώνει. Ότι δηλαδή είχαμε προτείνει την εφάπαξ φορολόγηση όλων των καταθέσεων με ένα τέλος που αναλογούσε στους τόκους 18 έως 22 μηνών, αλλά δυστυχώς, όπως δηλώνει και ο Ντάισελμπλουμ, δεν πείσαμε τη Βουλή.
Απορρίφθηκε η πρόταση η δική μας και μια βδομάδα αργότερα αποδεχτήκαμε το κούρεμα των δυο συστημικών τραπεζών με αποτέλεσμα οι μέτοχοι να χάσουν το σύνολο των μετοχών τους, οι κάτοχοι των αξιογράφων να χάσουν το σύνολο των αξιογράφων τους και οι καταθέτες της Λαϊκής άνω των 100 χιλιάδων να χάσουν το σύνολο των καταθέσεών τους και της Τράπεζας Κύπρου να χάσουν τις μισές καταθέσεις τους. Το κούρεμα που τελικά έγινε αποδεχτό οδήγησε στην οικονομική τραγωδία που έχουμε ζήσει, έκλεισε μιάμιση τράπεζα και χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και εκτόξευσε την ανεργία σε ιστορικά ύψη. Με την πρότασή μας οι καταθέτες θα έχαναν ένα μικρό ποσοστό των καταθέσεών τους που θα αναπληρωνόταν σύντομα, εφόσον θα διασωζόταν η οικονομία από την κατάρρευση, η Τράπεζα Κύπρου δεν θα είχε καμιά συνέπεια, και ίσως διασωζόταν πλήρως και η Λαϊκή, και δεν θα είχαμε τις συνέπειες εις βάρος των καταθετών και των κατόχων αξιογράφων. Όχι, τώρα, να έρχονται αυτοί που οδήγησαν σε αυτή την τραγωδία να ζητούν και ευθύνες από εκείνους που είχαν μια σωτήρια πρόταση.... Αντί να τρίζει η άμαξα, τρίζει ο αμαξιλάτης;
(Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)