Η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ έχει μακρά ιστορική πορεία που ξεκινά από το 1959, όταν η Τουρκία υπέβαλλε αίτημα σύνδεσης με την (τότε) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Το αποτέλεσμα ήταν η αντίστοιχη Συμφωνία Σύνδεσης ΕΟΚ-Τουρκίας (γνωστή ως «Συμφωνία της Άγκυρας») που τέθηκε σε ισχύ το 1964 καθιστώντας την Τουρκία συνδεδεμένο μέλος.
Ορόσημο για την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην ΕΕ αποτέλεσαν τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι το 1999, καθώς της αναγνωρίστηκε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρα: «Turkey is a candidate State destined to join the Union on the basis of the same criteria as applied to the other candidate States».
Για την απόφαση αυτή η τότε ελληνική κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ – πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης), με στρατηγικές παρεμβάσεις σε άλλες χώρες μέλη της ΕΕ, πέτυχε ώστε στα κριτήρια ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ να περιληφθεί ως απαρέγκλιτος όρος η ειρηνική επίλυση όλων των διαφορών της Τουρκίας με τους γείτονες σε διμερές επίπεδο, και σε περίπτωση αδιεξόδου επίλυσής τους, να προκρίνεται η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Τον Οκτώβριο του 2005, η ΕΕ έδωσε το πράσινο φως για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, κατόπιν ανάληψης κατηγορηματικών δεσμεύσεων εκ μέρους της τελευταίας α) σε πολιτικό επίπεδο, να δημιουργήσει σταθερούς θεσμούς που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό των μειονοτήτων, β) σε οικονομικό επίπεδο να δημιουργήσει μία λειτουργική οικονομία της αγοράς, υιοθετώντας το κοινοτικό κεκτημένο, και γ) σε διεθνές επίπεδο, να τηρεί τις σχέσεις καλής γειτονίας και να συνεχίσει τις προσπάθειες για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς σύμφωνα με την αρχή της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, που απορρέει από τον χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον χρειαστεί, της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, ενώ ειδικά για το Κυπριακό ζήτημα να μετέχει στις προσπάθειες συνολικής διευθέτησης του.
Σήμερα, αρκετές δεκαετίες μετά την ενεργοποίηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, η αισιοδοξία για το μέλλον αυτής καθίσταται είδος εν ανεπαρκεία. Παρατηρείται, σε εσωτερικό επίπεδο, μια δραματική οπισθοδρόμηση στους τομείς του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης ενώ αυξάνεται η ανοχή στη διαφθορά, και σε διεθνές επίπεδο, κορυφώνονται οι εντάσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με αλλεπάλληλες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των ελληνικών χωρικών υδάτων, και με προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάνης, τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, κλπ. Ειδικά μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 η Τουρκία βρίσκεται σε σταθερά αποκλίνουσα πορεία από τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες του άρθρου 2 της Συνθήκης για την ΕΕ.
Αυτό είναι το γενικό πολιτικό περιβάλλον, στο οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε έκθεση, με εισήγηση της ευρωβουλευτού Κάτι Πίρι (Ομάδα Σοσιαλιστών), με την οποία προτείνεται η αναστολή (suspension) των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Η έκθεση εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία (370 ψήφοι υπέρ, 109 κατά, 143 αποχές).
Παράλληλα το Ευρωκοινοβούλιο σκοπεύει να στείλει μια αντιπροσωπεία στην Άγκυρα το φθινόπωρο με στόχο την ανανέωση του κοινοβουλευτικού διαλόγου μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας.
Η εξέλιξη αυτή, σε θεσμικό επίπεδο τουλάχιστον, δεν έχει κάποια επίπτωση καθώς το Ευρωκοινοβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα επί των διαπραγματεύσεων παρά μόνο στο τέλος αυτών, και αφού έχει οριστικοποιηθεί μια σχετική συμφωνία, καλείται να την εγκρίνει. Η αρμοδιότητα ανήκει στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ (και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε επίπεδο ηγετών κρατών), που πάντως μέχρι σήμερα δεν πρέπει να είναι πολύ ικανοποιημένο από την πρόοδο στις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Όπως προκύπτει από τις απαντήσεις της κ. Μογκερίνι σε διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου στο Ευρωκοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα, το Συμβούλιο σταθερά (από τις 26.6.2018) εξακολουθεί να αναμένει από την Τουρκία να δεσμευθεί κατηγορηματικά υπέρ των σχέσεων καλής γειτονίας, των διεθνών συμφωνιών και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, προσφεύγοντας, αν χρειαστεί, στο Διεθνές Δικαστήριο και επιβεβαιώνει τις θέσεις του (από τις 22.3.2018) περί καταδίκης των συνεχιζόμενων παρανόμων ενεργειών της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, καλώντας την να αποφύγει απειλές και ενέργειες που βλάπτουν τις σχέσεις καλής γειτονίας και να σεβαστεί την κυριαρχία όλων των κρατών μελών της Ε.Ε. επί των χωρικών τους υδάτων και του εναέριου χώρου τους, καθώς και όλα τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, σύμφωνα με το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, αλλά και της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Για το Συμβούλιο οι διαπραγματεύσεις προσχώρησης έχουν ουσιαστικά αδρανήσει.
Σε πολιτικό επίπεδο όμως, μπορούν να υπάρξουν πολλές προσεγγίσεις. Στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναστείλει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, ενώ χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα για το καθεστώς στην Τουρκία και εκφράζεται η αλληλεγγύη προς τον τουρκικό λαό, που ζει σε ένα περιβάλλον με τις ομαδικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και αστυνομικών, τη μαζική εκκαθάριση μέσων ενημέρωσης, τις συλλήψεις δημοσιογράφων, πανεπιστημιακών, δικαστών και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και το κλείσιμο πολλών σχολείων και πανεπιστημίων.
Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις το 2018 το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο διαπίστωσε ότι τα 9,5 περίπου δις ευρώ που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια η Τουρκία (περισσότερα από κάθε άλλη χώρα μη μέλος της ΕΕ) για την επίτευξη των στόχων της προενταξιακής της πορείας, δυστυχώς δεν έχουν ακόμη κάποια προστιθέμενη αξία καθώς π.χ. οι ελεγκτές δημόσιας διοίκησης στην Τουρκία μειώθηκαν κατά 20% (ενώ πάνω από 130 ελεγκτές τέθηκαν υπό κράτηση), πάνω από 40.000 καθηγητές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης απολύθηκαν ή τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, ο αριθμός των μελών ενώσεων και σωματείων προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων μειώθηκε κατά 75%, ενώ γενικότερα διαπιστώθηκε ρητά(!!!) έλλειψη πολιτικής βούλησης για την υλοποίηση δράσεων ενίσχυσης της δυνατότητας της Τουρκίας να συμμορφωθεί με το κοινοτικό κεκτημένο. Συναφής ήταν και η διαπίστωση περί αδυναμίας προσδιορισμού των πραγματικών αποδεκτών μεγάλων ποσών από αυτή την προενταξιακή βοήθεια.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα έχει η διάταξη του Ψηφίσματος που υιοθετεί τις ανωτέρω επιφυλάξεις του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ, με έμφαση στην ανάγκη άρσης του casus belli, ενώ για τη Αγία Σοφία, οι ευρωβουλευτές αντιτίθενται σε κάθε ακραία άποψη που προωθεί την αλλοίωση της φυσιογνωμίας της ως ιστορικο-θρησκευτικού μνημείου, καθώς και στη μετατροπή της σε τζαμί.
Οι διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, οι οποίες είναι απολύτως σαφείς και πλήρεις και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για γκρίζες ζώνες, πρέπει να γίνονται πλήρως σεβαστές απ′ όλους. Επιπλέον, ιδίως ως προς την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), η Τουρκία οφείλει να σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας, οι διατάξεις του οποίου τη δεσμεύουν και με την μορφή γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Η αμφισβήτησή τους από την Τουρκία οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σίγουρα δυναμιτίζουν κάθε προσπάθεια καλής γειτονίας καθώς και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας.
Από στρατηγικής άποψης, πάντως, το ενδεχόμενο προσωρινής ή οριστικής διακοπής των διαπραγματεύσεων είναι ένα ζήτημα με πολλές πτυχές. Σίγουρα τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στο ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου αποτελούν βέλη στη φαρέτρα της Ελλάδας στη διαρκή διένεξη της με την Τουρκία. Όμως η διένεξη αυτή δεν πρέπει να φύγει από το πλαίσιο που με τόση προσπάθεια εντάχθηκε το 1999. Η αναγωγή των ελληνοτουρκικών διαφορών σε επίπεδο σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας αποτελεί ένα σημαντικό μοχλό πίεσης προς την Τουρκία. Οι έντονες αντιδράσεις της Τουρκίας σε επικριτικές θέσεις και ενέργειες της ΕΕ εις βάρος της καταδεικνύουν τη σημασία της διατήρησης αυτού του πλαισίου ως ενεργού. Τυχόν επιστροφή σε ένα αμιγώς διμερές επίπεδο δεν θα είναι μια θετική εξέλιξη για την Ελλάδα.
Για το λόγο αυτό δεν πρέπει καν να τίθεται ζήτημα οριστικής διακοπής των σχετικών διαπραγματεύσεων (όπως μάλλον άστοχα πρότεινε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα), αλλά και η προσωρινή αναστολή της διαπραγματευτικής διαδικασίας, εάν τελικά υιοθετηθεί ως επιλογή από τα καθ’ ύλην αρμόδια όργανα της ΕΕ πρέπει να αξιοποιηθεί ακριβώς και μόνο ως ένα έντονο εργαλείο αύξησης πίεσης προς την Τουρκία ώστε να συμμορφωθεί με τους κανόνες και τις δεσμεύσεις των ενταξιακών διαδικασιών, χωρίς όμως να οδηγήσει στην οριστική ρήξη. Αυτή τη σώφρονα γραμμή τήρησαν οι εκπρόσωποι του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ στο Ευρωκοινοβούλιο, αντιλαμβανόμενοι ότι σε τέτοια ζητήματα, δεν μπορεί να υπάρχει μονοδιάστατη προσέγγιση…
Εν κατακλείδι, η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή οικογένεια είναι πλέον δική της επιλογή καθώς η Ένωση είναι απολύτως ξεκάθαρη στα προαπαιτούμενα της που αφορούν στον ειλικρινή σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου καθώς και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου!