Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο περισσότερος κόσμος έρχεται σε επαφή με την τέχνη για να νιώσει καλύτερα. Η τέχνη βέβαια δεν έχει ως κύριο σκοπό τη διασκέδαση. Προφανώς είναι ένα στοιχείο της κι αυτό αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπεί σε κάτι πολύ περισσότερο.
Ο κυριότερος λόγος που ερχόμαστε σε επαφή με την καλλιτεχνική δημιουργία είναι για να λυτρωθούμε -σε ένα βαθμό- από την πίεση που η ίδια η ζωή βάζει, από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα δούμε το φως του ήλου.
Στον αντίποδα, υπάρχουν φορές που μετέχοντας στην καλλιτεχνική διαδικασία, θα προβληματιστούμε, ίσως αγχωθούμε ή και θα στεναχωρηθούμε. Αλλά ούτε κι αυτό –κατά τη γνώμη μου- δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, έχει πλέον καταλάβει ότι τέχνη δεν είναι μόνο χαρούμενα τοπία και μεγαλειώδη πορτρέτα. Δεν είναι βέβαια και κούφιες αναπαραγωγές της θλιβερής καθημερινότητας ή αισθητικοποιημένες αναπαραστάσεις φυσικών ή ανθρωπογενών καταστροφών.
Η αναβίωση του συλλογικού τραύματος μέσω της τέχνης δεν είναι κάτι καινούριο. Οι καλλιτέχνες διαχρονικά εμπνέονταν απo τις καταστροφές που έπλητταν την ανθρωπότητα είτε με υπαιτιότητα του ίδιου του ανθρώπου είτε επειδή η φύση το θέλησε.
Η τέχνη όμως που έχει ως έμπνευση τις συμφορές που βιώνουμε, είχε διαφορετικό κοινωνικό ρόλο στο παρελθόν από ότι έχει σήμερα. Πριν την εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής και του κινηματογράφου, οι παραστατικές τέχνες, η ζωγραφική, η γλυπτική, ακόμα και το θέατρο, πέραν των άλλων, ήταν το όχημα που κρατούσε τη συλλογική μας μνήμη ζωντανή. Σήμερα, αυτό είναι περισσότερο δουλειά των δημοσιογράφων και των ιστορικών, παρά των καλλιτεχνών.
Για παράδειγμα, ο γνωστός μας πίνακας «Η σφαγή της Χίου» του Ευγένιου Ντελακρουά, που ο ζωγράφος φιλοτέχνησε το 1824, πέρα από ένα αξεπέραστο καλλιτεχνικό δημιούργημα ήταν επίσης όχημα για να γίνει γνωστό σε όλη την Ευρώπη το τραγικό συμβάν και να βοηθηθεί η ελληνική μάχη για ανεξαρτησία.
Αντίστοιχα, τα ζωγραφικά έργα του Παναγιώτη Ζωγράφου όπως το «Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων» του 1837 λειτούργησαν σαν «τοπογραφικά» των μεγάλων μαχών της ελληνικής επανάστασης.
Σημαντικά καλλιτεχνήματα φιλοτεχνήθηκαν επίσης, για να μην ξεχαστούν μεγάλες φυσικές καταστροφές. Φτιαχτήκαν ως έργα μνήμης αλλά κάποιες φορές και προπαγάνδας.
Το έργο του Pieter Bruegel του πρεσβύτερου «Ο θρίαμβος του Θανάτου» από το 1562, απεικονίζει ένα συνηθισμένο θέμα στη μεσαιωνική λογοτεχνία: τον χορό του θανάτου. Εδώ μπορούμε να δούμε ένα κάρο γεμάτο με κρανία που οδηγείται από έναν σκελετό και στο βάθος κορμιά να κρέμονται από αγχόνες. Κανείς δεν βγαίνει ζωντανός από την πανούκλα. Ο χορός του θανάτου αναφέρεται στις ακούσιες ενέργειες των θυμάτων της πανώλης, με πρωταρχικό μήνυμα ότι ο θάνατος χτυπά τους πάντες, χωρίς καμία εξαίρεση.
Κι εδώ είναι που αρχίζει το ενδιαφέρον! Σε αυτό το έργο δεν έχουμε μια απλή παράθεση γεγονότων. Αυτό που με σημερινούς όρους θα λέγαμε «σουρεαλιστικό μήνυμα» του έργου, μένει στο μυαλό μας ως κάτι πολύ παραπάνω από μια καταγραφή της θλιβερής πραγματικότητας μιας πανδημίας. Είναι μια οπτική έκρηξη!
Αν λοιπόν στον Bruegel έχουμε μια εφιαλτική καταγραφή της τραγωδίας, στο έργο «Ο Βοναπάρτης επισκέπτεται τα θύματα της πανούκλας της Γιάφα» του Antoine-Jean Gros, έχουμε ξεκάθαρη προπαγάνδα, με αφορμή την πανούκλα στη Γιάφα του σημερινού Ισραήλ.
Ο Πίνακας απεικονίζει ένα γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στην Αίγυπτο. Δείχνει το Ναπολέοντα κατά τη διάρκεια μιας εντυπωσιακής σκηνής που υποτίθεταιότι συνέβη στη Γιάφα στις 11 Μαρτίου 1799. Τότε ο Γάλλος στρατηγός επισκέφθηκε τους άρρωστους στρατιώτες του στο Αρμενικό Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου.
Το έργο ήταν μια παραγγελία για να ενισχυθεί ο μύθος του Βοναπάρτη και να καταπνίγουν οι αναφορές που έλεγαν ότι ο Ναπολέοντας είχε διατάξει να δοθούν θανατηφόρες δόσεις οπίου σε πενήντα θύματα πανώλης στη Γιάφα, κατά την αποχώρησή του από την εκστρατεία του στη Συρία. Εξυπηρέτησε επίσης έναν ακόμα προπαγανδιστικό σκοπό· να αντιμετωπιστούν οι αναφορές για γαλλικές φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια της κατάληψης της πόλης.
Με λίγα λόγια ο πίνακας είναι κάτι σαν τα ρεπορτάζ που βλέπουμε στην τηλεόραση με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία να σπεύδουν στον τόπο της καταστροφής για συμπαράσταση των πληγέντων…
Αν όμως σήμερα η τέχνη δεν έχει πια λόγο να καταγράφει την καταστροφή ή της είναι αδύνατο να κάνει προπαγάνδα αφού όλα πια είναι διάφανα στη δημόσια σφαίρα, ποιος είναι ο κοινωνικός της ρόλος; Τι μας προσφέρει η τέχνη που έχει ως αφορμή τις συμφορές που βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα; Μας ευαισθητοποιεί, μας ενημερώνει, μας κινητοποιεί ή μήπως τελικά μας αδρανοποιεί;
Τα τελευταία χρόνια, όπως θα δούμε, έχουμε μια άνθηση της τέχνης που αντλεί από τις τραγωδίες της ανθρωπότητας. Ο λόγος είναι προφανής. Το τι μπορεί όμως να προσφέρει αυτού του είδους η τέχνη έχει να κάνει τελικά με το τι επιδιώκει.
Μπορούμε να πάρουμε για παράδειγμα, τον Ισλανδό-Δανό καλλιτέχνη Olafur Eliasson, έναν πραγματικά σημαντικό και καταξιωμένο καλλιτέχνη ο οποίος τον Δεκέμβριο του 2018 μετέφερε 30 μικρά παγόβουνα από ένα φιόρδ της Γροιλανδίας στις πόρτες της Tate Modern του Λονδίνου, για να τονίσει την επείγουσα απειλή της κλιματικής αλλαγής. Οι επισκέπτες τα επισκέπτονταν και παρατηρούσαν τα νερά που έλιωναν στο διάβα τους.
Μεγάλη κουβέντα είχε σηκώσει επίσης το έργο του εννοιολογικού καλλιτέχνη Christoph Büchel με το τίτλο «Barca Nostra» (Το σκάφος μας) που είχε παρουσιάσει στη Μπιενάλε της Βενετίας το 2019. Το έργο δεν είναι τίποτα άλλο από το ίδιο το σαπιοκάραβο που είχε βυθιστεί στη Λαμπετούζα το 2015, παίρνοντας μαζί του 800 ψυχές μεταναστών.
Η επιμελήτρια του έργου Maria Chiara Di Trapani,πίστευε ότι το έργο αποκλείεται να περνούσε απαρατήρητο σε όποιον έφτανε στη Βενετία και θα λειτουργούσε ως μοχλός ευαισθητοποίησης του κοινού στο προσφυγικό.
Αυτό είναι τελικά το ζητούμενο; Να λειτουργούν τα έργα ως «μοχλός ευαισθητοποίησης του κοινού»; Μα το κοινό των Μπιενάλε και των μεγάλων μουσείων, για να πηγαίνει εκεί, είναι ήδη ευαίσθητο. Δεν τους φτάνουν οι εικόνες που βλέπουν καθημερινά στο timelineτους; Την τέχνη περιμένουν;
Και πέραν τούτου. Ποιοι δίνουν την δυνατότητα σε αυτούς τους καλλιτέχνες να παρουσιάζουν τέτοια φαραωνικά έργα; Ποιοι είναι οι χορηγοί και οι μαικήνες των μεγάλων εικαστικών διοργανώσεων; Τα χρήματα για όλα αυτά μαζεύονται με έρανο στις γειτονιές ή τα πληρώνουν οι μεγάλοι χορηγοί; Μήπως oι τελευταίοι, με τις επιχειρήσεις τους δεν έχουν ευθύνη για την κλιματική αλλαγή και την οικονομική ανισότητα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το προσφυγικό; Άραγε με την οικονομική τους δύναμη πιέζουν τις κυβερνήσεις προς την θετική κατεύθυνση ή μήπως όλες αυτές οι διοργανώσεις είναι ένα άλλοθι για να μην αλλάξει τίποτα;
Κατά την γνώμη μου, έργα που καταγγέλλουν, περιγράφουν καταστροφές ή αισθητικοποιούν καταστάσεις δεν προσφέρουν πολλά. Αν έχει κάτι να προσφέρει η τέχνη δεν είναι η διαμαρτυρία και η «αισθητική». Είναι η βαθιά επαφή με την ίδια την ύπαρξη της κοινωνίας. Αυτό γίνεται μόνο με προσωπικές αφηγήσεις που γίνονται οικουμενικές αφού αναδυθούν από το υποσυνείδητο των μεγάλων καλλιτεχνών. Αφηγήσεις όπως το ζωγραφικό έργο «3η Μαΐου 1808» και τα χαρακτικά του με τον γενικό τίτλο «Οι συμφορές του πολέμου» του Γκόγια. Εκεί ο καθένας μπορεί να δει τον προσωπικό πόνο του καλλιτέχνη, να συγκλονιστεί και να βιώσει την απώλεια του πολέμου και της ψυχικής κατάρρευσης που επιφέρει.
Μπορεί επίσης να δει την πασίγνωστη Γκερνίκα του Πικάσο. Εκεί, ο μοναδικά πρωτότυπος για την εποχή του και αφαιρετικός τρόπος απεικόνισης της τραγωδίας δίνει ένα νέο τρόπο αναστοχασμού σε αυτή.
Μπορεί να δει τα σπαρακτικά χαρακτικά της Κέτε Κόλβιτς (Käthe Kollwitz) όπως το «Γυναίκα με νεκρό παιδί» του 1903.Το έργο δείχνει απλά μια γυμνή μητέρα κουλουριασμένη με το παιδί της. Ο τρόπος όμως που είναι σχεδιασμένες οι φιγούρες είναι η ίδια η αποτύπωση του πόνου.
Τέλος, όποιος θέλει να νιώσει το τραύμα της ανθρωπότητας ή να αναβιώσει το τραύμα μέσα του (και ίσως μέσω αυτής της διαδικασίας να προσπαθήσει να το επουλώσει), δεν χρειάζεται να τρέχει σε κοινωνικά ευαίσθητα events,δεν έχει παρά να δει το απλό οικογενειακό πορτρέτο του Έγκον Σίλε (Egon Schiele) και να διαβάσει την ιστορία του.
Ο πίνακας λοιπόν με την ονομασία«Η οικογένεια», που φιλοτέχνησε ο Σίλε το 1918 είναι ένα πολύ ιδιαίτερο έργο. Πάνω από 30 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχασαν τη ζωή τους από την ισπανική γρίπη μεταξύ Αυγούστου του 1918 και Μαρτίου του 1919. Αυτός ο πίνακας έμεινε ημιτελής τη στιγμή του θανάτου του Σίλε το 1918. Σε αυτόν βλέπουμε τον Σίλε, τη γυναίκα του Έντιθ και το αγέννητο παιδί τους. Η Edith κόλλησε ισπανική γρίπη και ο Schiele έγραφε: «Αγαπητή μητέρα, η Έντιθ έπαθε ισπανική γρίπη πριν από οκτώ ημέρες και έχει πνευμονία. Είναι έξι μηνών έγκυος. Η ασθένεια είναι πολύ σοβαρή και απειλητική για τη ζωή της. Προετοιμάζομαι για το χειρότερο». Η καημένη Edith πέθανε λίγο μετά, ο Schiele πέθανε 3 μέρες έπειτα από εκείνη.
Όλοι ξέρουμε πλέον πως ή κοινωνική πραγματικότητα είναι τόσο αμείλικτη που από μόνη της καλεί σε άμεση δράση. Η τέχνη δεν είναι εδώ για να υπενθυμίζει το κακό ούτε για να μας δίνει κίνητρο· είναι εδώ για να μας βοηθά να επουλώσουμε το τραύμα, τόσο το προσωπικό όσο και το οικουμενικό. Εγώ τουλάχιστον εκεί στοχεύω με την τέχνη μου.