Για πολλούς, η εξ ανατολών απειλή, την οποία δέχεται η χώρα μας, είναι ευδιάκριτη, καθώς στο σταθερό γεωγραφικό δεδομένο έχουν προστεθεί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, η μεταβολή στην ισορροπία ισχύος, οι διακηρυγμένες επιθετικές προθέσεις της Άγκυρας, αλλά και ο αποπροσανατολισμός του εν Ελλάδι συστήματος λήψης αποφάσεων.
Για άλλους (ελπίζω όχι πολλούς), η τουρκική απειλή συνιστά μία φενάκη, ένα εφεύρημα ορισμένων «πολεμοκάπηλων» οι οποίοι αρέσκονται να παίζουν με… μολυβένια στρατιωτάκια! Για κάποιους εξ αυτών δεν υπάρχει απειλή και ο Ερντογάν εξαντλείται σε ρητορείες, που δεν πρόκειται να πραγματοποιήσει στο πεδίο, ενώ ορισμένοι άλλοι πιστεύουν ότι «η Ελλάδα προκαλεί την Τουρκία στο Αιγαίο»! Άλλωστε, γι’ αυτούς, η Ελλάδα «δεν έχει κάνει και λίγα» και η Τουρκία «έχει δίκαιο σε πολλά πράγματα»! Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι και να πραγματοποιήσει τις απειλές της η Άγκυρα, θα μας σώσουν η Ε.Ε., οι Η.Π.Α., η Γαλλία, το Διεθνές Δίκαιο ή εν πάση περιπτώσει… ο Θεός της Ελλάδας!
Πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας η είδηση ότι η Δανία προτίθεται να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες κατά 40,5 δισ. κορώνες μεταξύ 2024-2028, καθώς και να αυξήσει τη στρατιωτική θητεία από τους 4 στους 11 μήνες συμπεριλαμβάνοντας και γυναίκες. Μάλιστα, σύμφωνα με το Υπουργείο Άμυνας της Δανίας: «Δεν επανεξοπλιζόμαστε στη Δανία επειδή θέλουμε πόλεμο, καταστροφή ή οδύνη. Επανεξοπλιζόμαστε τώρα ακριβώς για να αποφύγουμε τον πόλεμο σε έναν κόσμο όπου η παγκόσμια τάξη δοκιμάζεται».
Ομοίως, η Νορβηγία προανήγγειλε να φθάσει τις αμυντικές δαπάνες της στο νατοϊκό όριο του 2% του Α.Ε.Π. από φέτος, αντί για το 2026 όπως είχε προγραμματίσει, ενώ ο Νορβηγός Πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε «σοβαρή κατάσταση της πολιτικής ασφαλείας». Ο δε Σουηδός Πρωθυπουργός, τον περασμένο Σεπτέμβριο, δήλωσε ότι «η Σουηδία αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή κατάσταση ασφαλείας μετά το τέλος του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία απαιτεί από τη Σουηδία να έχει μια άμυνα που είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα σουηδικά εδάφη», ανακοινώνοντας παράλληλα την αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 30%. Παράλληλα, η Φινλανδία αυξάνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια τις αμυντικές δαπάνες της έχοντας φθάσει στο 2,3 του Α.Ε.Π. και προχωρώντας σε αντικατάσταση των μαχητικών αεροσκαφών F/A-18 με μαχητικά F-35.
Πέραν των σκανδιναβικών χωρών, η Τσεχία νομοθέτησε την υποχρέωση του 2% επί του Α.Ε.Π. για αμυντικές δαπάνες, καθώς έως και φέτος αυτές ανέρχονταν στο 1,5%. Επίσης, η Γερμανία προτίθεται να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 3,5% του Α.Ε.Π., με τον Υπουργό Άμυνας να επισημαίνει ότι «πρέπει να αντιστραφεί η πολυετής παραμέληση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων». Τέλος, περιττεύει να θιγούν παραδείγματα κρατών όπως της Βαλτικής ή η Πολωνία.
Προφανώς όλες οι ως άνω χώρες – οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω δεν είναι ούτε το Ισραήλ, ούτε η Συρία, ούτε το Πακιστάν, ούτε το Μάλι – δε βασίζουν την ασφάλειά τους στο Διεθνές Δίκαιο ή στην Ε.Ε.! Επίσης, δεν ανέτρεψαν το στρατηγικό σχεδιασμό τους επειδή ο Πούτιν ανέφερε ότι «σε ό,τι αφορά την επέκταση, με την ένταξη νέων μελών, δηλαδή της Φινλανδίας και της Σουηδίας, η Ρωσία δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτά τα κράτη – κανένα».
Στην ελληνική περίπτωση, η δημόσια συζήτηση κινείται σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος. Οι χειραψίες με τον Ερντογάν και οι υποσχέσεις του δείχνουν επαρκείς ώστε να κάνουμε δεύτερες σκέψεις για φλέγοντα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως π.χ. η αναβάθμιση των φρεγατών ΜΕΚΟ ή η αγορά κορβετών, ενώ και η εκάστοτε αντιπολιτευτική κριτική συχνά ταυτίζεται με ένα «κυνήγι μαγισσών» χωρίς αντιπροτάσεις για εναλλακτικά οπλικά συστήματα ή έναν εναλλακτικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, που ενδεχομένως κρίνονται ως φθηνότερες και αποτελεσματικότερες λύσεις.
Για παράδειγμα, τεκμηριώνεται συχνά η θέση (βλ. ενδεικτικά μελέτες του Κωνσταντίνου Γρίβα) ότι η θωράκιση του Αιγαίου δύναται να επέλθει μέσω ενός δικτύου, το οποίο θα εκμεταλλεύεται τη θέση των νησιών, με την επικουρία μικρών και ευέλικτων μονάδων επιφανείας, επιχειρηματολογία η οποία δείχνει να στηρίζεται από την εμπειρία της Ουκρανίας. Πρόκειται για επιχειρησιακό σχεδιασμό, τον οποίο η εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα δύνατο κάλλιστα να στηρίξει. Όμως, η εν λόγω επιχειρηματολογία σπάνια ακούγεται τουλάχιστον σε επίπεδο κοινοβουλευτικού διαλόγου, καθώς κρίνεται από τις κομματικές ελίτ ότι προφανώς δε φθάνει στο μέσο ψηφοφόρο, ο οποίος έχει πειστεί επί χρόνια ότι «η μικρή Ελλάδα δεν μπορεί να υλοποιήσει τέτοιους σχεδιασμούς» και «όλα αυτά είναι συνωμοσιολογίες». Αντιθέτως, προκρίνεται η εύκολη σκανδαλοθηρικού επιπέδου κριτική, η οποία κατανοείται με μεγάλη ευκολία από το μέσο Έλληνα ψηφοφόρο αλλά ταυτόχρονα είναι ανεπαρκής, αν και όχι ανεδαφική σε πλείστες περιπτώσεις.
Η επιβεβλημένη κουλτούρα ασφαλείας δεν είναι «ουρανοκατέβατη». Τουναντίον, οικοδομείται συστηματικά μέσω της αίσθησης και της κατανόησης της απειλής από το εθνοκράτος. Ωστόσο, για να συντελεστεί αυτό, απαιτείται γραφειοκρατική δομή η οποία να διαθέτει αμιγώς ή τουλάχιστον πρωτίστως εθνικό προσανατολισμό. Σε πλαίσιο ορθολογικής δράσης, η εν λόγω δομή διαπερνά κάθε κύτταρο του κράτους εμπεδώνοντας ένα πολυεπίπεδο αποτρεπτικό πλέγμα, το οποίο αφορά από τις στρατιωτικές δυνάμεις και τη θέση τους στα διάφορα πραγματικά ή δυνητικά θέατρα επιχειρήσεων έως την παρουσία του κράτους σε κάθε εσχατιά της πατρίδας μέσω εκπαιδευτικών ή υγειονομικών δομών.
Εξάλλου, η αποτροπή επιτυγχάνεται μέσω της καλλιέργειας της πεποίθησης στον αντίπαλο ότι είσαι έτοιμος να αναλάβεις στρατηγικό κόστος για την υπεράσπιση των κεκτημένων σου και τούτο γίνεται κατανοητό όταν οι δεσμεύσεις σου σε αυτά τα κεκτημένα είναι ορατά αυξημένες και σαφώς διακηρυγμένες.