Αναμφίβολα, τόσο ως ελληνισμός, όσο και ως ελληνικό κράτος βρισκόμαστε σε μία δύσκολη καμπή της μακραίωνης πορείας μας˙ είτε με τα ευρύτερα κριτήρια του πρώτου προσδιορισμού αποτυπώνεται μία παρακμιακή πορεία , είτε με τα στενότερα του δευτέρου καταδεικνύεται μία δυσλειτουργία δύο αιώνων.Το πώς διαβαθμίζει κάποιος τη δυσμενή συγκυρία που διέρχεται η χώρα μας, είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, προϋποθέσεων και ιεραρχήσεων, όπως των αντιλήψεων του για την ιστορικότητά μας, των ιδεολογικών του πεποιθήσεων και κυρίως των μελλοντικών προσδοκιών για το συλλογικό υποκείμενο που συγκροτούμε. Ακόμη και με τα επιστημονικά μονοδιάστατα και ελλειμματικά κριτήρια, που ταυτίζουν τον ελληνισμό με την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, η περίσταση προϋποθέτει την αντιμετώπιση διαπιστωμένων προβλημάτων, τα οποία όμως δομικά αδυνατούμε να επιλύσουμε. Η διάζευξη έγκειται στην ποιοτική διαβάθμιση των δύο προσεγγίσεων, που διαφοροποιούνται τόσο ως προς την οριοθέτηση του προβλήματος, όσο και ως προς τις πιθανές λύσεις του. Κοινό τόπο -λογικά θα- συνιστά η συλλογική μας διαιώνιση.
Βασική προϋπόθεση αποτελεί η επιθυμία μας να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως διακριτή συλλογική οντότητα. Για του θιασώτες της δεύτερης προσέγγισης αρκεί ευρωπαϊκή εναρμόνιση για την επίλυση των δομικών μας προβλημάτων και των ιστορικών προκλήσεων, ταυτίζοντας την ελληνικότητα με την ύπαρξη ελληνικού και κυπριακού κράτους. Για ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, η ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται ως η θεραπαινίδα όλων των παθογενειών μας. Εξήντα χρόνια μετά την ίδρυση των Κοινοτήτων, το ευρωπαϊκό εγχείρημα μετεωρίζεται και η προοπτική πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ φαντάζει σήμερα λιγότερο πιθανή, για ενδοευρωπαϊκούς λόγους. Ακόμη και να αναταχθεί η ευρωπαϊκή διαδικασία, αποτελεί ένα πράγμα η δυναμική ενσωμάτωση στην υπό διαμόρφωση πολιτική ολοκλήρωση και εντελώς διαφορετικό η παθητική συμπόρευση. Δεν μπορείς να παριστάνεις ότι προπορεύεσαι και συνδιαμορφώνεις, ενώ υπολείπεσαι σε όλους τους επιμέρους τομείς και δείκτες.
Υπό το ευρύτερο πρίσμα, η αναστροφή της ιστορικής μας παρακμής προϋποθέτει την διακρίβωση των παθογενειών σ’ όλη τους την έκταση. Η υπερκέραση των προβλημάτων χρήζει πρωτίστως την διατύπωσή τους. Εν έτει 2019, τί αληθεύει στην ελληνική κοινωνία; Πώς αρθρώνεται ο πολιτικός λόγος και συγκροτείται το κοινωνικό γεγονός, τί κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα και θεωρείται σημαντικό ή ασήμαντο, με ποιόν τρόπο και βάσει ποιών ιεραρχήσεων ο νεοέλληνας καθορίζει τον ιδιωτικό του βίο; Πώς προσεγγίζουμε τη δημοκρατία; Ως υποχρέωσή μας να ψηφίσουμε μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια ή ως μία δυναμική διαδικασία που θα αξιώνουμε να τείνει διαρκώς προς αμεσότερες εκδοχές της, φορέας της οποίας θα είναι, όσο το δυνατόν πιο αδιαμεσολάβητα, ο πολίτης; Αντίστοιχα ερωτήματα ανακύπτουν και σε άλλους πτυχές της ανθρώπινης δράσης όπως: τον πολιτισμό, την παιδεία, την τέχνη, την οικονομία, τη θρησκεία. Στο βαθμό που επιθυμούμε η ελληνικότητα να συνιστά τρόπο πραγμάτωσης του βίου διακριτό, οφείλουμε να επανακαθορίσουμε τους άξονες αναφοράς μας, προσαρμοσμένους στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής. Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μας παρέχει το αναγκαίο πλαίσιο εκδίπλωσης των χαρακτηριστικών μας και συνδιαμόρφωσης των κοινών ευρωπαϊκών. Σχηματικά οι δύο προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, η μεν πρώτη ως μέσο, η δε δεύτερη ως αυτοσκοπό.
Ο ελληνισμός ως συλλογικό υποκείμενο πορεύεται, περισσότερο από τρεις χιλιετίες, διότι συγκρότησε άξονες αναφοράς, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποτέλεσαν κορυφαίες εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, και σε μεγάλες περιόδους μη όντας πολιτικά κυρίαρχος. Τα τεκμήρια της συγκαιρινής παρακμής είναι επισημασμένα πολύ πριν αποτυπωθούν στα δημοσιονομικά κιτάπια του κράτους. Δυστυχώς, έχουν ατονήσει ορισμένα από τα διαχρονικά γνωρίσματα της ιδιοσυστασίας μας. Σίγουρα, ως ελληνισμός έχουμε εφεδρείες για να εξέλθουμε από την «στενωπό», αρκεί να υπάρξει πραγματική συλλογική βούληση που θα μετουσιώσει την επιθυμία σε δυνατότητα. Ας αναλογιστεί και να πράξει έκαστος, επί τη βάσει της σοβαρότητας των προκλήσεων με μακροϊστορικούς όρους. Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί, ερειδόμενος στην σημαντική μεταφυσική μας παράδοση, να ευχηθώ Καλή Ανάσταση!