Οι εκλογές του 2004 ήταν η τελευταία φορά που η Ελλάδα πήγε αμέριμνη στις κάλπες. Σε μια ατμόσφαιρα ευφορίας, αυτοπεποίθησης και ανέφελης αισιοδοξίας, περισσότεροι από 7.500.000 συμπολίτες μας συμμετείχαν στο δημοκρατικό πανηγύρι. Η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή κέρδισε τις εκλογές, με 3.360.000 ψήφους. Το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου συγκέντρωσε λίγο πάνω από 3.000.000 ψήφους. Κι ύστερα, όταν έκλεισαν οι κάλπες, περιμέναμε να αρχίσει η γιορτή. Πρώτα το ποδοσφαιρικό θαύμα της Πορτογαλίας, έπειτα οι Ολυμπιακοί αγώνες, αργότερα η Γιουροβίζιον, ενδιαμέσως συμβασιούχοι και σταζ, αυξήσεις της δημόσιας δαπάνης με δανεικά. Πέρασαν τέσσερα ωραία, ηλιόλουστα και ανέμελα χρόνια. Κι ύστερα ο καιρός χάλασε απότομα…
Φαστ φόργουορντ, δέκα χρόνια αργότερα. Τον Ιανουάριο του 2015, ως τις κάλπες έφθασαν μόνον 6.330.000 πολίτες. Και τον Σεπτέμβριο του 2015, τα ψηφοδέλτια που μετρήθηκαν στην κάλπη ήταν λίγο περισσότερα από 5.500.000. Στις εκλογές εκείνες, το κόμμα που νίκησε και σχημάτισε κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ, πήρε 1.920.000 ψήφους. Ένα εκατομμύριο και κάτι λιγότερες ψήφους, δηλαδή, από όσες είχε συγκεντρώσει ο ηττημένος, ο δεύτερος των εκλογών του 2004.
Μέσα σε μια δεκαετία, δύο εκατομμύρια συμπολίτες είχαν «εξαφανιστεί», είχαν πάρει τον ομματιών τους και είχαν αποσυρθεί από την εκλογική διαδικασία. Οι άνθρωποι ψήφιζαν με τα πόδια τους: απέσυραν την εμπιστοσύνη τους και απομακρύνονταν από την δημόσια σφαίρα, από τα κόμματα, την πολιτική γενικά, ακόμη και από την απλούστερη, την πιο ελεύθερη και γιορταστική στιγμή της, την στιγμή των εκλογών. Έχει αλλάξει κάτι στο μεταξύ; Αν κάτι άλλαξε, είναι μάλλον προς το χειρότερο. Οι περισσότεροι ειδικοί εκτιμούν πως αν στις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν, η συμμετοχή ξεπεράσει τα πέντε εκατομμύρια ψηφοφόρων, θα πρέπει να το γιορτάσουμε.
Καθώς, λοιπόν, ο κύκλος των αρχηγών στην Θεσσαλονίκη ολοκληρώθηκε και από το βήμα της ΔΕΘ κηρύχθηκε η έναρξη της προεκλογικής περιόδου, ένα ερώτημα, φυσικά, είναι ποιος μας φάνηκε πιο πειστικός, ειλικρινής, ρεαλιστής, ποια από τις εξαγγελίες που ακούστηκαν μοιάζει σχετικά πιο αξιόπιστη. Μα το αληθινά σημαντικό ερώτημα είναι αν αυτή η παρέλαση των αρχηγών, των υποσχέσεων και των προγραμμάτων κατάφερε να συγκινήσει κάπως το αποκαρδιωμένο εκλογικό σώμα των αναχωρητών της Δημοκρατίας. Αν κατάφερε να δώσει κάτι από εκείνη την χαμένη αίσθηση αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης που κινούσε την χώρα στο μακρινό 2004. Αν μπορεί να αρχίσει σιγά-σιγά να γεφυρώνει το χάσμα που άνοιξε ανάμεσα στους ιδιωτεύοντες πολίτες- θυμωμένους ή απογοητευμένους, «αντισυστημικούς» ή απλώς δύσπιστους- και τον επίσημο λόγο των κομμάτων.
Η αλήθεια είναι ότι και οι δύο κεντρικοί παίκτες, Τσίπρας και Μητσοτάκης, εμφανίστηκαν στην Θεσσαλονίκη με περισσότερη αυτοσυγκράτηση απ’ όση περιμέναμε (ιδίως ο Τσίπρας) να γέρνουν περισσότερο προς τον ρεαλισμό παρά προς την παράδοση των παροχών, διαβασμένοι αν και όχι αλάνθαστοι (βλέπε: ατάκα Τσίπρα για ετοιμοθάνατους συνταξιούχους) και έκαναν μια αξιοπρόσεκτη προσπάθεια, ο καθένας για λογαριασμό του (ο Μητσοτάκης περισσότερο), να προσφέρουν έναν αντικαταθλιπτικό ορίζοντα ελπίδας. Αλλά ο πήχης ήταν πολύ ψηλά. Και η αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης πολύ δύσκολη. Πολύ εύθραυστη. Αρκεί ένα τουίτ του Πολάκη για να γκρεμίσει τέσσερις ώρες συνέντευξης Τσίπρα. Αρκεί ένας Πινοσέτ στο στόμα ενός βουλευτή της ΝΔ για να καταπιεί τον λόγο Μητσoτάκη το φιδάκι και να γυρίσει το πιόνι της εμπιστοσύνης πίσω στο πρώτο τετραγωνάκι.
Υπάρχει μια εγγενής αντίφαση εδώ. Ο εκλογικός ανταγωνισμός απαιτεί και προϋποθέτει την ασυμφιλίωτη, μέχρις εσχάτων αντιπαράθεση των ανταγωνιστών που διεκδικούν το έπαθλο της κάλπης. Μα αυτή η αντιπαράθεση, όταν περνά τα όρια (και συνήθως τα περνά) ανατροφοδοτεί και διευρύνει τον κύκλο της δυσπιστίας, της απόστασης των πολιτών από την πολιτική, σαν κάτι που δεν τους αφορά, τους περιφρονεί και το περιφρονούν. Αυτό είναι το δύσκολο δίλημμα: Για να κερδίσουν τις εκλογές πρέπει να ανταγωνίζονται όσο πιο σκληρά γίνεται, ο ένας τον άλλον. Μα για να κερδίσουν την χαμένη εμπιστοσύνη, πρέπει κάπου, κάπως να βρουν έναν τρόπο να κάνουν κάτι μαζί. Με αυτό το μέτρο ας κριθεί του καθενός η επίδοση στην Θεσσαλονίκη.