Η μητέρα της την εκβίαζε, ο σύζυγός της Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι την έκλεβε και ο κροίσος Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν βίαιος και την εγκατέλειψε για την Τζάκι Κένεντι.
Στη νέα βιογραφία με τίτλο «Cast a Diva: The Hidden Life of Maria Callas» (εκδόσεις The History Press), που κυκλοφορεί την 1η Ιουνίου, η συγγραφέας Λίντσι Σπενς αποκαλύπτει μέσα από άγνωστες επιστολές της Μαρίας Κάλλας, στοιχεία για τον γάμο της, την κακοποίηση που υπέστη από τον Αριστοτέλη Ωνάση και τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε από τον διευθυντή μίας από τις πιο φημισμένες μουσικές σχολές του κόσμου.
«Μου δόθηκε πρόσβαση σε τρεις τεράστιες συλλογές που κληροδοτήθηκαν σε διάφορα αρχεία το 2019 και, μέχρι τώρα, δεν έχουν δημοσιευτεί. Ανάμεσα σε άλλα έγγραφα, ήταν τα γράμματα της Κάλλας που αποκαλύπτουν τις βαθύτερες σκέψεις της», λέει η Λίντσι Σπενς αναφερόμενη στις πηγές της.
Η Σπενς φωτίζει τη ζωή της ως μία αυτοδημιούργητη γυναίκα που πολέμησε τον σεξισμό για να ανέβει στην κορυφή κατορθώνοντας να κάνει μία διεθνή καριέρα, όμως υπήρχε κάτι που δεν μπόρεσε να αποκτήσει: μία ευτυχισμένη προσωπική ζωή. Έζησε τις τελευταίες μέρες της απομονωμένη στο διαμέρισμα της στο Παρίσι, ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις της και εθισμένη στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Σύμφωνα με τη Σπενς, οι επιστολές που αφορούν τον Ωνάση μιλούν για την τρομακτική δοκιμασία που πέρασε η Κάλλας, ειδικά όταν το 1966, άσκησε σε βάρος της σωματική βία απειλητική για τη ζωή της. Όπως λέει η συγγραφέας «υπάρχουν επίσης πληροφορίες από το ημερολόγιο ενός από τους πιο στενούς της φίλους, όπου περιγράφεται λεπτομερώς ότι ο Ωνάσης της έδινε ναρκωτικά, κυρίως για σεξουαλικούς λόγους».
Σε επιστολή προς τη γραμματέα της η Κάλλας είχε εκμυστηρευθεί το εξής: «Δεν θα ήθελα ο [Ωνάσης] να μου τηλεφωνήσει και να αρχίσει ξανά να με βασανίζει».
Όσο για τον γάμο της με τον Μενεγκίνι, γράφει: «Ο σύζυγός μου με ενοχλεί ακόμα παρότι με λήστευε παίρνοντας περισσότερα από τα μισά χρήματα μου και βάζοντας τα πάντα στο όνομά του από τότε που παντρευτήκαμε… ήμουν ανόητη που τον εμπιστεύτηκα». Τον χαρακτηρίζει «κάθαρμα», λέγοντας ότι «παριστάνει τον εκατομμυριούχο ενώ δεν έχει δεκάρα».
Ένα από τα γράμματα αναφέρεται στον τότε πρόεδρο της Μουσικής Σχολής Τζούλιαρντ στη Νέα Υόρκη, έναν παντρεμένο άνδρα ο οποίος έστρεψε τη σχολή εναντίον της, εμποδίζοντας την να επιστρέψει για ένα ακόμη masterclass όταν εκείνη απέρριψε τις προτάσεις του. Όπως έγραφε στον νονό της «ο Πίτερ Μένιν με ερωτεύτηκε. Έτσι, καθώς δεν ανταποκρίθηκα, στράφηκε εναντίον μου».
Η Κάλλας, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από φτωχούς Έλληνες μετανάστες το 1923, παραμένει ένας θρύλος. Οι παραστάσεις της με την «Τόσκα» που έδωσε στο Covent Garden θεωρούνται από τις μεγαλύτερες στιγμές της όπερας όλων των εποχών.
Στις νέες αποκαλύψεις περιλαμβάνονται επίσης, στοιχεία για την οδυνηρή παιδική ηλικία της στην Ευρώπη. «Η Κάλλας ένιωθε πικρία για την μητέρα της -η οποία εργάστηκε ως πόρνη κατά τη διάρκεια του πολέμου- όταν επιχείρησε να την ‘σπρώξει’ στους ναζί στρατιώτες», λέει η Σπενς.
Αργότερα, η μητέρα της Κάλλας πούλησε διάφορες ιστορίες στον Τύπο και την εκβίαζε για να κρατήσει το στόμα της κλειστό, γράφοντας στην κόρη της: «Ξέρεις τι κάνουν οι ταπεινής καταγωγής καλλιτέχνες μόλις γίνουν πλούσιοι; Τον πρώτο μήνα ξοδεύουν τα πρώτα τους χρήματα για να κάνουν ένα σπίτι για τους γονείς τους και να τους κακομάθουν με πολυτέλειες... Τι έχεις να πεις, Μαρία;».
Ούτε ο πατέρας της ήταν καλύτερος, υποστηρίζει η συγγραφέας: «Της έγραψε ένα γράμμα, προσποιούμενος ότι πεθαίνει σε πτωχοκομείο σε μια προσπάθεια να της αποσπάσει χρήματα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν σοβαρά άρρωστος».
Η Κάλλας έγραφε: «Έχω βαρεθεί τον εγωισμό και την αδιαφορία των γονιών μου. Δεν θέλω άλλη σχέση. Ελπίζω να μην με ‘παραλάβουν’ οι εφημερίδες. Τότε θα καταραστώ την ώρα και τη στιγμή που είχα γονείς».
Το βιβλίο ρίχνει επίσης φως στη σχέση με τη μεγάλη αντίπαλό της, την Ιταλίδα σοπράνο Ρενάτα Τεμπάλντι, για την οποία η Κάλλας είχε εκφραστεί υποτιμητικά, παρομοιάζοντας τις φωνές τους με τη σαμπάνια και την κόκα κόλα, ενώ η Τεμπάλντι είχε κατηγορήσει από την πλευρά της την Κάλλας ότι δεν έχει καρδιά. Αμφότερες ωστόσο δήλωσαν αργότερα ότι η περίφημη αντιζηλία τους τη δεκαετία του 1950 ήταν κατασκεύασμα των ΜΜΕ. Η Κάλλας επέμενε ότι σε εκείνη τη συνέντευξη είχε πει «κονιάκ» και όχι «κόκα κόλα», δηλώνοντας ότι θα ήθελε να έχει τη φωνή της Τεμπάλντι, ενώ η Ιταλίδα σοπράνο χαρακτήρισε τη φωνή της Κάλλας ως την καλύτερη.
Όμως, σε μία από τις επιστολές που έρχονται τώρα στις φως, η Κάλλας γράφει ότι η Τεμπάλντι ήταν μοχθηρή και δόλια, την κατηγορεί ότι απέκτησε φήμη ως αντίπαλος της, και ότι χρησιμοποίησε την -φερόμενη ως- καρδιακή προσβολή της μητέρας για να ακυρώσει την εμφάνισή της στην Μετροπόλιταν Όπερα. «Η μητέρα της δεν είχε τίποτα... Ούτε καν καρδιακή προσβολή… ίσως η Ρενάτα δεν ένιωσε καλά και ίσως η μητέρα της είχε γρίπη κι αυτό ήταν μία τέλεια δικαιολογία για να μην τραγουδήσει και κάνει μια θριαμβευτικά φτωχή εμφάνιση…», γράφει η Κάλλας.
Η Κάλλας πέθανε το 1977 σε ηλικία 53 ετών. Το ανέκδοτο υλικό παρέχει νέες πληροφορίες για τα προβλήματα υγείας της, τα οποία επηρέασαν τις εμφανίσεις της στη δεκαετία του 1960 και την εξάρτησή της από τα φάρμακα -η Κάλλας έχασε τη φωνή της αρκετές φορές.
«Εντόπισα τον νευρολόγο που την είχε κουράρει πριν από το θάνατό της. Η Κάλλας υπέφερε από μια νευρομυϊκή διαταραχή της οποίας τα συμπτώματα άρχισαν να παρουσιάζονται τη δεκαετία του 1950, αλλά αποπέμφθηκε από τους γιατρούς ως ‘τρελή’», λέει η Σπενς.
«Ο θάνατος του Κάλλας είναι μια οδυνηρή ιστορία. Μόνη, στο παριζιάνικο διαμέρισμά της, βασιζόταν στην απομακρυσμένη αδελφή της, Τζάκι και στην επιστήθια φίλη της (πιανίστα) Βάσω Δεβετζή για την προμήθεια ηρεμιστικών. Η ζωή της ήταν γεμάτη τραγωδία, αλλά ήθελα να της δώσω τη φωνή της», σημειώνει η συγγραφέας.
Με πληροφορίες από Guardian, The History Press