Διανύουμε μια πολύ σκοτεινή περίοδο, μα αν κάτι οφείλουμε να κάνουμε είναι να αντισταθούμε, να μείνουμε όρθιοι. Η τέχνη είναι πάντα ένας χώρος αφύπνισης, αντίστασης και ανακούφισης, αρκεί να μην είναι πολύ εμπορευματοποιημένη, να μην πνίγεται στο δήθεν, να μην επαναλαμβάνει αναμασημένα μηνύματα που ούτε καν καταλαβαίνει. Έχω την αίσθηση πως η σημερινή τέχνη χρειάζεται να ξεχωρίσει από την εκνευριστική, μεγαλομανή και ψεύτικη εποχή της και να αναδείξει αξίες και ιδέες που χρειάζεται η κοινωνία μας για να γίνει πιο ανθρώπινη. Αυτό ακριβώς ένιωσα βλέποντας την παράσταση «Ανεμοδαρμένα Ύψη» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιάννη Καλαβριανού.
Κάτι που ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό σε αυτήν την παράσταση ήταν η απλότητα και ο σεβασμός, με τον οποίο η σκηνοθεσία υπηρετούσε το σπουδαίο κλασικό έργο. Όλα σε αυτήν την παράσταση δίνονταν με τρομερή λιτότητα και ουσία. Έτσι οι λίγες στιγμές σκηνοθετικής έξαρσης σε έκαναν να νιώσεις πως βρίσκεσαι ξαφνικά σε κάποιο μαγεμένο μέρος.
Από την πρώτη στιγμή της παράστασης ως την τελευταία το μυαλό μου ήταν απόλυτα συγκεντρωμένο στο έργο, τα πάντα μεταφέρονταν με τρόπο που δεν κούραζε, ούτε μπέρδευε, όπως γίνεται συχνά σε μεταφορές μυθιστορημάτων στο θέατρο. Η αφήγηση γινόταν με διάφορους τρόπους και υπήρχε μεγάλη συνοχή στην παρουσίαση των σκηνών. Η χρήση της μουσικής ήταν κι αυτή πολύ ταιριαστή στην όλη παράσταση. Σαν όλα να ήταν πολύ σωστά υπολογισμένα.
Το έργο είναι ένα σκληρό, σκοτεινό έργο που μιλάει με μεγάλη ειλικρίνεια για τη φύση του ανθρώπου, για το καλό και το κακό και για μια αλήθεια που όλοι λίγο ή πολύ έχουμε συναντήσει στη ζωή. Κάποια λάθη τα πληρώνει κανείς πολύ ακριβά. Η αλαζονεία σε αυτό το έργο φαντάζει σαν ένα τεράστιο αμάρτημα που τιμωρείται με την απόλυτη εξαθλίωση.
Ο Χίθκλιφ και η Κάθριν ως παιδιά ξεκινούν μια τρυφερή σχέση με βασικό άξονα την ελευθερία, την αγάπη για τη φύση και την αντίδραση στον καθωσπρεπισμό. Η σχέση γρήγορα μολύνεται, εφόσον εκείνος είναι ένα ορφανό αγόρι του δρόμου, ενώ εκείνη είναι από πλούσια οικογένεια. Ο Χίθκλιφ δεν έχει καν επίθετο, κάποιος ψυχαναλυτής θα μπορούσε να πει πως στερούμενος την καταγωγή του, στερείται τον Νόμο μέσα του. Θα αντιδράσει με βαθύ μίσος στην περιφρόνηση, τελικά το κακό στην ψυχή του θα γίνει ένα ρημαγμένο δέντρο που μεγαλώνει ανεξέλεγκτα καταστρέφοντας ό,τι υπάρχει γύρω του. Όσο όμως κι αν μισήσουμε τον Χίθκλιφ, δεν γίνεται να μην υπάρχει ένα κομμάτι μας που τον δικαιολογεί, ίσως και που τον συγχωρεί. Άλλωστε δεν κρύβει την τρομερή του μοναξιά και δυστυχία.
Η Κάθριν είναι ένα ατίθασο πλάσμα που κάνει το λάθος να πλανηθεί από κάτι που νομίζει ότι της ταιριάζει, είναι ένας άντρας πιο όμορφος, πιο στοργικός, πιο πλούσιος, πιο ασφαλής από τον Χίθκλιφ. Το πάθος της τελικά την κάνει να μην μπορεί να καταλάβει κάτι. Δεν μπορεί να επιλέγει κανείς ερωτικά δυο ανθρώπους ταυτόχρονα και να περιμένει πως αυτό δεν θα αποβεί σε κάποιου είδους καταστροφή. Τελικά νιώθει προδομένη και από τους δύο, ενώ στην ουσία εκείνη πρόδωσε τον εαυτό της επιλέγοντας μια ασφαλή ζωή και όχι τη ζωή της επιθυμίας της.
Και οι υπόλοιποι ήρωες είναι βαθιά τραγικοί, αγαπούν και μισούν παράφορα, καταστρέφουν και καταστρέφονται, θύματα των οικογενειών τους, της κοινωνικής τους τάξης, όλων αυτών των δυνάμεων που χαρακτηρίζουν ένα άτομο στερώντας του πολλές φορές τις επιλογές και τη δυνατότητα να αποκτήσει μια ευτυχισμένη ανεξαρτησία. Μήπως εν τέλει αυτό που λέμε μοίρα δεν είναι παρά η θέση του ατόμου σε κάποιο οικογενειακό ή κοινωνικό σύστημα, που το εξοντώνει;
Η μόνη ηρωίδα στο έργο που εξαιρείται από όλα αυτά είναι η υπηρέτρια Νέλι, η αφηγήτρια που βλέπει όλες αυτές τις δυναμικές της καταστροφής να εξελίσσονται, άλλοτε προσπαθεί να επέμβει, άλλοτε όχι μα πάντα επιδεικνύει στωική, στοργική και αυστηρή θέση. Αυτή η πιο υγιής ψυχικά ηρωίδα μας κάνει να μην ταυτιζόμαστε με τον πόνο και το κακό που αντικρίζουμε στην παράσταση αλλά από κάποια απόσταση να έχουμε τη δυνατότητα να το κατανοήσουμε. Είναι η φωνή που μας αφυπνίζει υπαρξιακά και μας κρατά μακριά από τον ηθικό ξεπεσμό, από τον κατακερματισμό των άλλων ηρώων.
Όσον αφορά στις ερμηνείες των ηθοποιών, ήταν εξαιρετικές, όπως και καθετί άλλο σε αυτήν την παράσταση. Μου άρεσε πάρα πολύ το γεγονός ότι παρόλο που θα ήταν εύκολο οι πρωταγωνιστές να απολαύσουν ένα πραγματικά μεγάλο χειροκρότημα, όλοι οι ηθοποιοί υποκλίθηκαν σαν ομάδα. Γιατί κάθε ομαδική δουλειά την κρίνει αληθινά η ποιότητα της συνεργασίας και όχι τα ατομικά επιτεύγματα.
Τώρα θα αναρωτηθεί κανείς πώς μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά της Έμιλι Μπροντέ εγώ ένιωσα ελπίδα. Αυτό είναι κάτι μαγικό σε αυτήν την παράσταση που δεν μπορεί ακριβώς να περιγραφεί με λόγια και άλλωστε δεν θα ήθελα να μιλήσω για την τελευταία σκηνή, γιατί καλό είναι κάποιος να μην ξέρει τι να περιμένει πριν δει ένα έργο. Ωστόσο, θα αναφερθώ στον συμβολικό ρόλο του βιβλίου που υπάρχει στην αρχή και στο τέλος. Κι αυτό γιατί το βιβλίο, και ειδικά ένα βιβλίο που αντιστέκεται στη μιζέρια και σε όσους μιλούν ψεύτικα και απόλυτα, μπορεί να μας βγάλει από τη μιζέρια, την αυτοκαταστροφή, τις πιέσεις του κάθε συστήματος που μας πνίγει.
Δεν υπάρχει αντικειμενικότητα σε μια καλλιτεχνική δουλειά, κάθε θεατής μιας παράστασης θα τη βιώσει με τον δικό του τρόπο. Μη θεωρήσετε τα παραπάνω ως κριτική, είναι απλώς η μεταφορά ενός συναισθήματος. Γιατί αυτή η άρτια παράσταση λειτούργησε για μένα εκείνο το βράδυ σαν μια μικρούλα, πολύτιμη αναλαμπή μέσα στην αυτοκαταστροφική μας χώρα, την αλαζονεία που είναι παντού γύρω και την τόσο ανεμοδαρμένη εποχή μας…