«Ανησυχητική» η αύξηση των ψυχικών ασθενειών στους νέους προειδοποιούν οι ειδικοί

Οι αιτίες πίσω από την κρίση ψυχικής υγείας στις νεότερες ηλικίες και η αδικαιολόγητη ολιγωρία των κυβερνήσεων παγκοσμίως.
Ενώ οι ψυχικές ασθένειες ευθύνονται τουλάχιστον για το 45% της συνολικής επιβάρυνσης των ασθενειών σε άτομα ηλικίας 10 έως 24 ετών, μόνο το 2% των παγκόσμιων προϋπολογισμών για την υγεία αφιερώνεται στην ψυχική φροντίδα
Thai Liang Lim via Getty Images
Ενώ οι ψυχικές ασθένειες ευθύνονται τουλάχιστον για το 45% της συνολικής επιβάρυνσης των ασθενειών σε άτομα ηλικίας 10 έως 24 ετών, μόνο το 2% των παγκόσμιων προϋπολογισμών για την υγεία αφιερώνεται στην ψυχική φροντίδα

Η ανισότητα μεταξύ των γενεών, τα ανεξέλεγκτα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι χαμηλοί μισθοί, η επισφαλής απασχόληση και η κλιματική κρίση προκαλούν μια «επικίνδυνη» και «ανησυχητική» παγκόσμια αύξηση των ψυχικών ασθενειών στους νέους, προειδοποιεί μια κοινοπραξία ειδικών στον τομέα της υγείας.

Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αντιμετωπιστούν αυτοί οι παράγοντες και να βελτιωθούν οι θεραπείες ψυχικής υγείας για να αναχαιτιστούν τα ποσοστά πρόωρων θανάτων, αναπηρίας και χαμένων δυνατοτήτων, τα οποία έχουν κλιμακωθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπως διαπιστώνει έρευνα της Ψυχιατρικής Επιτροπής Lancet για την ψυχική υγεία των νέων.

«Αυτό είναι το πιο σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας που έχουμε» αναφέρει ο καθηγητής ψυχιατρικής Πάτρικ ΜακΓκόρι, επικεφαλής της μελέτης. «Εάν η ταχεία επιδείνωση συνέβαινε σε οποιονδήποτε άλλο τομέα υγείας, όπως ο διαβήτης ή ο καρκίνος, θα υπήρχαν δραστικές ενέργειες από τις κυβερνήσεις», λέει.

Ενώ οι ψυχικές ασθένειες ευθύνονται τουλάχιστον για το 45% της συνολικής επιβάρυνσης των ασθενειών σε άτομα ηλικίας 10 έως 24 ετών, μόνο το 2% των παγκόσμιων προϋπολογισμών για την υγεία αφιερώνεται στην ψυχική φροντίδα, σύμφωνα με την έκθεση. Ακόμη και στις πιο πλούσιες χώρες, καλύπτεται λιγότερο από το ήμισυ της ανάγκης, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα του Guardian.

Υπάρχει «μια αμφιθυμία που επιδεικνύει συχνά η κοινωνία απέναντι στους νέους και τις ανάγκες τους», συνεχίζει ο ΜακΓκόρι. «Αλλά βλέπουμε έναν μεγάλο κατακερματισμό της κοινωνίας, που προκαλείται πραγματικά από την οικονομική θεωρία ότι λειτουργούμε υπό τον νεοφιλελευθερισμό, όπου τα πάντα είναι εμπόρευμα», είπε. Αυτή η παγκόσμια έμφαση στον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό καταστρέφει τους κοινωνικούς δεσμούς, διαβρώνει τη δημόσια ευημερία και τις υπηρεσίες και ενδυναμώνει επιβλαβείς βιομηχανίες και εταιρείες, προσθέτει.

Μπορεί φαινομενικά οι προηγούμενες γενιές να πέρασαν μεγαλύτερες δυσκολίες, όπως η Μεγάλη Υφεση, οι παγκόσμιοι πολέμοι και οι πυρηνικές απειλές αλλά στην πραγματικότητα, υπάρχει πολύ λιγότερη ασφάλεια και ελπίδα για το μέλλον από ποτέ στην τρέχουσα γενιά, επιμένει ο καθηγητής. «Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σημερινή γενιά νέων είναι άνευ προηγουμένου, καταστροφικές και χειρότερες από ποτέ», υπερτονίζει.

Σε πολλές χώρες, η διάμεση τιμή ενός σπιτιού είναι πολλαπλάσια από τον μέσο ετήσιο μισθό. Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ψηφιακές πλατφόρμες, με τον ελάχιστο ρυθμιστικό έλεγχο, οδηγούν στην πόλωση και αφήνουν τους νέους να αισθάνονται όλο και πιο απομονωμένοι.

Μια 23χρονη, που συμμετείχε συμβουλευτικά στην έρευνα, αποκαλύπτει ότι εκτέθηκε για πρώτη φορά στη διαδικτυακή πορνογραφία όταν ήταν μόλις 12 ετών και αυτό είχε μια διαρκή και καταστροφική επίδραση στην αυτοεκτίμησή της και την εικόνα σώματος.

«Υπάρχει τόσο πολύ περιεχόμενο για ενήλικες στο διαδίκτυο και η έκθεση σε αυτό είναι συχνά εντελώς αυτόκλητη. Ενιωσα ότι το Διαδίκτυο ήταν ένα μέρος για μένα για να αποδράσω ή να συνδεθώ με άλλους ανθρώπους από όλο τον κόσμο που είχαν παρόμοιες εμπειρίες με εμένα. Αλλά αντ′ αυτού, εκτέθηκα σε πραγματικά ανεξέλεγκτα, πολύ άσχημα πράγματα και η γενιά των γονιών μου δεν καταλαβαίνει πραγματικά» υπογραμμίζει η νεαρή.

Η μελέτη της επιτροπής, η οποία συντάχθηκε από ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ερευνητές και νέους, περιγράφει πώς οι νέοι είναι οι κύριοι χρήστες του διαδικτύου, συχνά «συνεχώς» στο διαδίκτυο, και αυτό έχει τη δυνατότητα να βλάψει και να διακινδυνεύσει την ψυχική τους υγεία.

Και προειδοποιεί. «Η ψυχική ασθένεια, η οποία υπήρξε το κύριο ζήτημα υγείας και κοινωνικού χαρακτήρα που επηρεάζει τη ζωή και το μέλλον των νέων για δεκαετίες, έχει εισέλθει σε μια επικίνδυνη φάση. Είναι μια σημαντική απειλή για τις ζωές και το μέλλον των νέων και τα ανησυχητικά στοιχεία δείχνουν ότι η επικράτηση και ο αντίκτυπός αυξάνονται σταθερά σε πολλά περιβάλλοντα υψηλών πόρων».

Μια συνοδευτική ανάλυση με επικεφαλής το King’s College του Λονδίνου αναγνωρίζει ότι πολλά από τα στοιχεία της επίμαχης έκθεσης προέρχονται από χώρες υψηλού εισοδήματος, κάτι που είναι προβληματικό επειδή το 90% των παιδιών και των εφήβων ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος που «έχουν το υψηλότερο βάρος ψυχικής ασθένειας».

Σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, το επίπεδο των ανεκπλήρωτων αναγκών για υπηρεσίες ψυχικής υγείας μπορεί να φτάσει σχεδόν το 100%, δηλώνει η εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), Κάρλα Ντρίσντειλ. «Ολες οι χώρες, ανεξάρτητα από τους περιορισμούς των πόρων, μπορούν να λάβουν μέτρα για τη βελτίωση της πρόληψης της ψυχικής υγείας και της φροντίδας των νέων», λέει. Και διαμηνύει ότι η οικοδόμηση ενός μη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που θα περιλαμβάνει σχολικούς συμβούλους, εργαζόμενους στην κοινότητα και ομότιμους είναι ζωτικής σημασίας.

Η αυτοκτονία είναι η κύρια αιτία θανάτου μεταξύ των ατόμων ηλικίας 15 έως 44 ετών στην Αυστραλία, 15 έως 19 ετών στη Νέα Ζηλανδία και των ατόμων ηλικίας 15 έως 39 ετών στην Ινδία.

Ο ψυχίατρος παιδιών και νέων, δρ. Πολ Ντέμπορο προσυπογράφει λέγοντας ότι οι πολιτικές των κυβερνήσεων δεν ευνοούν πραγματικά τους νέους: «Οι νέοι έχουν επίγνωση της αδικίας μεταξύ των γενεών στις πολιτικές – λένε· ″Εσείς οι μεγαλύτεροι δεν δίνετε δεκάρα για εμάς″».

Ο ίδιος επιμένει ότι είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τους πολλαπλούς στρεσογόνους παράγοντες που αντιμετωπίζουν οι νέοι και να αντιμετωπίσουμε τις βαθύτερες αιτίες αυτής της αγωνίας, αντί να βάζουμε ταμπέλες αυτόματα στους νέους με ψυχική ασθένεια.

«Η ανισότητα, η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγης, η ανασφαλής απασχόληση και οι πολιτικές που οδηγούν σε αυτές τις καταστάσεις είναι συχνά η βασική αιτία», καταλήγει.

Πηγή: Guardian