Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Διάβασα με προσοχή και όχι διαγωνίως, τις προγραμματικές σας δηλώσεις με την ιδιότητα του Υπουργού Παιδείας, όπως συνηθίζουμε οι δάσκαλοι από μία ηλικία και πέρα, τα κείμενα – φοιτητικές εργασίες για παράδειγμα καθώς και στα «εξωσχολικά» επίσης -πάνω στα οποία στρέφουμε την προσοχή μας.
Τις διάβασα με προσοχή, κυρίως γιατί περίμενα να διαβάσω, να ακούσω ειδικά από εσάς κάτι το ιδιαίτερο. Γιατί ειδικά από εσάς; Η προσδοκία μου πήγαζε από την εμπειρία που απέκτησα από τις εφαρμογές της ψηφιακής πολιτικής που ξεκίνησαν με εσάς, χωρίς να ακυρώσετε τα θετικά αρχικά βήματα που ξεκίνησαν επί Σύριζα και προσπερνώντας την κριτική που σας έχει ασκηθεί για τυχόν απευθείας αναθέσεις εκ μέρους του Υπουργείου που εποπτεύατε ή την υποδομή του ψηφιακού οικοδομήματος, την φέρουσα ικανότητα, όπως θα λέγανε οι σεισμολόγοι, έχοντας ευχάριστα αισθανθεί στο πετσί της καθημερινότητας μου την οριστική απόδραση από τις περιττές ώρες αναμονής σε διαδρόμους Υπουργείων, Εφοριών, σχεδόν όλων εν γένει των Κρατικών Οργανισμών πάσης φύσεως και κακομοιριάς.
Αισθάνθηκα, για να το πω σε απλοελληνικά, πως μου διευκολύνατε την καθημερινότητα, την ταπεινή μου ζωή, έχοντας διασφαλίσει με τις διαδικτυακές δικλείδες ασφαλείας, την διεκπεραίωση τόσων και τόσων καθημερινών θεμάτων, έχοντας αποτάξει την δια ζώσης μέχρι βαθμού φρενοκομείου καχυποψία του Αφέντη Δημοσίου έναντι του ταπεινού υπηκόου.
Να κάπως, έτσι.
Ποιο ή ποια σημεία από αυτά που παρουσιάσατε στις προγραμματικές σας δηλώσεις μου κίνησε το ενδιαφέρον μέχρι του σημείου να σας στείλω αυτήν την ανοικτή επιστολή; Οι τεχνολογικές υποσχέσεις για ένα επί της ουσίας ψηφιακό σχολείο, ψηφιακό Πανεπιστήμιο; Όχι βέβαια. Θα ήταν – κι ας μου συγχωρεθεί η υπερβολή – θα ήταν σαν να ρωτούσαμε τον Μέσι αν μπορεί, παίζοντας στην όποια καινούργια του ομάδα, να «ντριπλάρει», όλη την αντίπαλη εντεκάδα. Μα και βέβαια μπορεί. Το κάτι διαφορετικό, περίμενα.
Το διάβασα, το άκουσα: Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση του Αντισημιτισμού. Ελπίζω να ξεκινήσετε από εκεί. Για πολλούς λόγους. Θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω εν είδει κατακλείδας.
Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει τις εμμονές του, λίγο πολύ, ανάμεσα στα όσα άλλα. Μια ανάλογη εμμονή μου είναι η πως η καταπολέμηση του Αντισημιτισμού, του Φασισμού, του Σκοταδισμού, επιτυγχάνεται μονάχα εάν το εμβληματικό «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» αποτελέσει βασικό ανάγνωσμα στα μαθήματα της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. Καθώς και τα συνοδευτικά που αναφέρονται στην παραπάνω περιγραφή.
Έχω επιχειρηματολογήσει από καιρό σε καιρό διάφορες «ανοικτές επιστολές», εν είδει αρθρογραφίας, πάνω στο θέμα αυτό, «Πρίμο Λέβι : Το αποτελεσματικότερο φάρμακο για την ασθένεια Κασιδιάρη», έχοντας καταλήξει στο ασφαλές συμπέρασμα, πως «Ο φασισμός θεραπεύεται διαβάζοντας και ο ρατσισμός θεραπεύεται ταξιδεύοντας», όπως μας θυμίζει Μιγέλ ντε Ουναμούνο.
Το ένοιωσα για τα καλά, έχοντας την καλή τύχη- να ’ναι καλά τα ευρωπαϊκά προγράμματα- να ταξιδέψω, να περιπλανηθώ από το Πόρτο ως το Βλαδιβοστόκ και διδάχθηκα πολλά.
Θα μου επιτρέψετε να πάω κι ένα βήμα παρακάτω, μιας και σας βρήκα διαθέσιμο.
Κάποτε, ζήτησα ένα «ρουσφέτι» από μία εκλεκτή Υπουργό Πολιτισμού πριν τα βλοσυρά χρόνια της κ. Μενδώνη.
Στην επιστολή αυτή, περιέγραφα μεταξύ των άλλων την εμπειρία που έζησα μέσα από μία παράσταση και την πιθανή σύνδεσή της με την ανάγκη για την κατάκτηση της γνώσης που παρέχει η διαπολιτισμική επικοινωνία:
«Είχα την τύχη να απολαύσω το καλοκαίρι του 2017, μία εμπνευσμένη παράσταση : «Το γεφύρι του Δρίνου» σε σκηνοθεσία του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς.
Η παράσταση αυτή, θα μπορούσε με πρωτοβουλία του Υπουργείου σας και της Διοίκησης του Φεστιβάλ Αθηνών, να φιλοξενηθεί και πάλι τόσο στο Φεστιβάλ του 2019, όσο και να της προσφερθεί η δυνατότητα να αποτελέσει και για κάποιο διάστημα μια μόνιμη επιλογή θεατρικής εξόδου για το ελληνικό κοινό, θεατρόφιλο ή μη.
Θα σας πρότεινα μάλιστα, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας να ενσωματώσετε την παρακολούθηση της παράστασης στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα ορισμένων τάξεων των σχολείων.
Έχοντας επισκεφθεί τα σερβικά βουνά, της αιματοβαμμένης περιοχής του Ούζιτσε στο πλαίσιο ενός τριετούς ευρωπαϊκού προγράμματος, έχοντας επισκεφθεί στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη την επίσης ιστορική Γέφυρα του Δρίνου (σχετικά όχι μακριά από την Γέφυρα του Μόσταρ, της οποίας η ανακατασκευή έγινε με ευρωπαϊκά κονδύλια ), έχοντας επισκεφθεί μια σειρά από μαρτυρικούς τόπους της περιοχής, πιστέψτε με, θα ήταν ευλογία Θεού, ευλογία Λένιν, Μαρξ, ευλογία Αλλάχ αν πρωταγωνιστούσατε στην αποδοχή της πρότασής μου.»
Ήθελα με αυτό τον τρόπο και με αφορμή την έλλειψη παρεχόμενης σχολικής και πανεπιστημιακής διδασκαλίας, σε ό,τι αφορά την διαπολιτισμική επικοινωνία, άρα στην αναγκαία γνώση που σε οδηγεί στην αποδοχή του άλλου, παραμερίζοντας την ψευδαίσθηση της «εθνικής» υπεροχής, έναντι των υπολοίπων, να υπογραμμίσω την αναγκαιότητα «σύμπραξης» των στόχων της εκπαιδευτικής και της πολιτιστικής πολιτικής, έτσι ώστε να αποκτήσει συγκροτημένη – διυπουργική- δομή μία κυβερνητική πολιτική, που σοβαρολογώντας θέλει να καταπολεμήσει αυτό στο οποίο είστε, είμαι, είμαστε αντιμέτωποι: με το 13% του εκλογικού σώματος, που αργά ή γρήγορα, πέρα από το σύγκρυο που θα προκαλέσει η επανέναρξη της Γερμανικής Ευρώπης σε ό,τι αφορά την οικονομική ευρωπαϊκή και κατά κράτη-μέλη πολιτική, θα ενδυναμωθεί ακόμη περισσότερο, όταν προς τα τέλη της τετραετίας θα πρέπει ως Κυβέρνηση να συνεννοηθείτε με τον δύστροπο εξ Ανατολών γείτονα του οποίου η ίδια του η εθνική κουλτούρα τον έχει προγραμματίσει, έτσι ώστε να επιζητά το μισό Αιγαίο!
Τότε, όταν θα έρθει η ώρα της διαπραγμάτευσης, θα πρέπει με νηφαλιότητα, πειστικότητα να εξηγηθεί και στα δυο εκλογικά σώματα, τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε για παράδειγμα συνεκμετάλλευση, τι σημαίνει 70% - 30% στην μοιρασιά ή 80%-20% ή ό,τι τέλος πάντων.
Υπ’ αυτήν την έννοια, επιτρέψτε μου να σας προτρέψω να ξεκινήσετε από το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση του Αντισημιτισμού.
Έτσι κι αλλιώς για να στεριώσει αυτό το Εθνικό Σχέδιο, απαιτεί χρόνο, και υποστηρικτικές συναινετικές συμπλεύσεις με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης που εξακολουθούν να έχουν σώας τα φρένας και που προφανώς δεν ρέπουν προς τα χυδαία και ανιστόρητα μονοπάτια της ακροδεξιάς κατάντιας.
Μιχάλης Κονιόρδος, καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής