Οι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες, εδώ και χρόνια, προκλήσεις Τούρκων ιθυνόντων, αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου και την ελληνική κυριαρχία επ’ αυτών, η αμφισβήτηση των νομικώς κατοχυρωμένων ελληνικών δικαίων επιβάλλει ή και επιτάσσει, ακόμα, να υπενθυμισθούν και πάλι οι ιστορικοί σταθμοί, που σηματοδοτούν, νομιμοποιούν και πιστοποιούν τα θεσμοθετημένα, αδιαπραγμάτευτα και μη αναστρέψιμα, δίκαια της Ελλάδας.
Η Ελλάδα δεν κατέλαβε τα νησιά, όπως ισχυρίζονται οι Τούρκοι ….. Τα απελευθέρωσε από τους Οθωμανούς, διαρκούντος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, μετά και την παρότρυνση και συμβουλή του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών και, αργότερα, προέδρου, Ραιμόν Πουανκαρέ.
Η πανωλεθρία της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν καθολική. Τα βουλγαρικά στρατεύματα, βοηθούμενα από τα σερβικά, είχαν φτάσει ως την Τσατάλτζα και η Κωνσταντινούπολη, η τότε πρωτεύουσα των Οθωμανών, φαινόταν να είναι ο τελικός προορισμός τους. Η τσαρική Ρωσία, υπέρμαχη της διατήρησης του θαλάσσιου δρόμου των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, φοβούμενη κατάληψη της Πόλης από τους Βαλκάνιους εταίρους, στράφηκε προς τις άλλες Δυνάμεις-Βρετανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Γερμανία- ζητώντας επιμόνως τη σύγκληση Συνδιάσκεψης.
Η Ιταλία, εκείνες τις μέρες, αποδεσμευόταν από τον πόλεμο με την Τουρκία, που είχε ξεκινήσει τον Σεπτέμβρη του 1911, στο διάστημα του οποίου είχε καταλάβει (1912), «προσωρινώς», τη Δωδεκάνησο και ήταν πανέτοιμη να συμπορευτεί με τις Δυνάμεις της Αντάντ.
Οι Τούρκοι, θορυβημένοι από την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων προς την Πόλη και την επαπειλούμενη κατάληψή της, ζητούσαν κι’ εκείνοι από τις Δυνάμεις να κινήσουν τα νήματα της διπλωματίας, ώστε να προσέλθουν τα εμπόλεμα μέρη σε διαπραγματεύσεις και να επιλύσουν τα εκ του πολέμου ανακύψαντα προβλήματα.
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στο Λονδίνο, τον Δεκέμβριο του 1912, και ήταν μακρές και επίπονες. Στους λόγους καθυστέρησης της τελικής διευθέτησης έπαιξε ρόλο και η επιμονή των Τούρκων στην μη απόδοση των νησιών στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας πως, σε αντίθετη περίπτωση, θα κινδύνευε η ασφάλεια των ακτών της Ανατολίας, θέση, την οποία, άλλωστε, τήρησαν και δέκα χρόνια αργότερα, όταν συζητείτο στη Λωζάννη το ζήτημα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου. Με το άρθρο 2 της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ής Μαΐου 1913, η ηττημένη Τουρκία παραχωρούσε στα σύμμαχα βαλκανικά κράτη όλα τα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας (εκτός από την Αλβανία), που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου-Μήδειας. Με το άρθρο 5, ο Σουλτάνος και οι Σύμμαχοι εναπέθεταν στις Δυνάμεις τη φροντίδα να αποφανθούν για την τύχη όλων των νησιών του Αιγαίου –πλην της Κρήτης και της Δωδεκανήσου- και της χερσονήσου του Άθω. Ας υπενθυμιστεί πως οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου, σταδιακά, τους προηγούμενους της ελληνικής επανάστασης αιώνες.
Η αοριστία των διατάξεων της Συνθήκης του Λονδίνου δεν επέφερε την πολυπόθητη ειρήνη, διευκόλυνε τη διάλυση της ετοιμόρροπης Βαλκανικής Συμμαχίας του 1912 και συνετέλεσε στην πρόκληση ενός καινούργιου, «αδελφοκτόνου», αυτή τη φορά, πολέμου. Το ζήτημα της Κρήτης διευθετήθηκε οριστικά, με την απόδοσή της στην Ελλάδα, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που επισφράγισε το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, Συνθήκη, την οποία η, και πάλι, ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδέχθηκε, υπογράφοντας με τη Βουλγαρία τη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, του Σεπτεμβρίου 1913.
Το ζήτημα, όμως, των νησιών ανέμενε την οριστική επίλυσή του με την απόδοσή τους στην Ελλάδα, η οποία τα είχε πλέον απελευθερώσει, τα κατείχε de facto και οι Δυνάμεις είχαν την υποχρέωση να επικυρώσουν τα τετελεσμένα. Έτσι, η νότα των Δυνάμεων προς την Ελλάδα, στις 13 Φεβρουάριο του 1914, αναγνώριζε την ελληνική κυριαρχία επ’ αυτών, υπό προϋποθέσεις. Οι όποιες συζητήσεις διεξήχθησαν τους επόμενους μήνες ανακόπηκαν λόγω της έκρηξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο γνωστό Υπόμνημά του, περί των ελληνικών διεκδικήσεων, που υπέβαλε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον Δεκέμβριο του 1918, στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων, οι εργασίες της οποίας ξεκίνησαν τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς και αρμόδιας για την επίλυση των εκκρεμών, εκ του Πολέμου, ζητημάτων, συμπεριλάμβανε και τα νησιά του Αιγαίου. Ζητούσε τη νομική επισφράγιση και αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας σ’ αυτά. Έτσι, φτάσαμε στις Σέβρες, όπου όλα τα νησιά αποδόθηκαν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου.
Όμως, τον Αύγουστο του 1920, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης των Σεβρών, η πλάστιγγα του πολέμου στο μικρασιατικό μέτωπο δεν είχε ακόμα γείρει υπέρ των Τούρκων. Απαιτήθηκε η ισχυροποίηση του κεμαλικού κινήματος, έναντι του σουλτάνου, στο εσωτερικό πολιτικό τοπίο της Τουρκίας, από τις αντιδράσεις, που αντιμετώπιζε ο ηγέτης του από μερίδα στρατιωτικών και πολιτικών κύκλων, οι οποίοι τον πίεζαν για δυναμικές πρωτοβουλίες, με σκοπό την ανακατάληψη της Ανατολικής και της Δυτικής Θράκης αλλά και της Μακεδονίας, στόχος, ο οποίος είχε ενσωματωθείστην οθωμανική εξωτερική πολιτική από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και συνιστούσε έναν από τους βασικούς άξονές της, προσλαμβάνοντας ιδιαίτερη ένταση τα επόμενα χρόνια. Απαιτήθηκε η ενίσχυσή του από το νεοπαγές σοβιετικό καθεστώς αλλά και από τους Γάλλους. Παράλληλα, οι πιέσεις του βρετανού πρωθυπουργού, Λόυδ Τζωρτζ, το φθινόπωρο του 1921, προς τους Έλληνες να παραμείνουν στη Μικρά Ασία, ώστε να μην περιστείλουν τις διεκδικήσεις τους στη μελλοντική συνδιάσκεψη της ειρήνης αποδυνάμωσαν τις ελληνικές θέσεις. Συγχρόνως, η όξυνση των διαφωνιών της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και η συνεπακόλουθη κατάρρευση του ελληνικού μετώπου στη Μικρά Ασία, για να φτάσουμε στην τραγωδία της Σμύρνης και την αναγκαστική αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, μέσω μιας καινούργιας διαπραγματευτικής, ειρηνευτικής διεργασίας οδήγησε στην καταστροφή. Οι Έλληνες, τώρα, δεν μιλούσαν από θέση ισχύος. Ο Βενιζέλος, ο οποίος ορίστηκε επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης από την επαναστατική κυβέρνηση των Πλαστήρα και Γονατά, έπρεπε να εκπροσωπήσει μια de facto κυβέρνηση και να υπερασπίσει, όσο το δυνατόν, λυσιτελέστερα την αναθεώρηση του προσωπικού του δημιουργήματος, της Συνθήκης των Σεβρών.7
Η Συνδιάσκεψη για την επίτευξη της ειρήνης στη Μέση Ανατολή ξεκίνησε τις εργασίες της στις 20 Νοεμβρίου 1923. Το ζήτημα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου συζητήθηκε στη συνεδρίαση της 25 Νοεμβρίου 1922, όπου ο λόρδος Κέρζον, μιλώντας εκ μέρους όλων των Συμμάχων, αναφέρθηκε στο νομικό καθεστώς των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και επικαλούμενος αρχές του προέδρου των Η.Π.Α., Γούντροου Ουίλσον, (προφανώς την αρχή των εθνοτήτων) τις οποίες η τουρκική αντιπροσωπεία είχε ήδη επικαλεστεί σε άλλη περίπτωση, δήλωσε πως τα νησιά, συμπεριλαμβανομένων της Ίμβρου και της Τενέδου, «δεν μπορούσαν παρά να ανήκουν στην Ελλάδα». Ήταν αντίθετος προς την αυτονομία, την οποία είχαν προτείνει οι Τούρκοι, επικαλούμενος τις περιπτώσεις της Σάμου και της Κρήτης, για να αποδείξει ότι η αυτονομία ήταν ένα καθεστώς ελάχιστα ικανοποιητικό. Ακόμα, υποστήριξε ότι θεωρούσε τελείως άδικο να μην αναγνωρίσουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά, τα οποία κατοικούνταν από Έλληνες και «ανήκαν στην Ελλάδα», επί εννέα συνεχή χρόνια. Το μόνο που δεχόταν ως αναγκαίο ήταν τα μέτρα, που έπρεπε να ληφθούν για τη Χίο, την Μυτιλήνη, τη Λήμνο, Σάμο και την Ικαρία, ώστε να διασφαλισθούν οι ακτές της Ανατολίας. Αναφέρθηκε και στη Σαμοθράκη και τόνισε ότι αυτή υπαγόταν στην ελληνική κυριαρχία, πλην, όμως, θα έπρεπε η αποστρατικοποίηση, που θα επιβαλλόταν στο νησί, να ήταν πλήρης, δεδομένου ότι γειτόνευε με τα Στενά. Το ζήτημα της Σαμοθράκης και της απόδοσης της Ίμβρου και της Τενέδου, όπως και η αποστρατικοποίησή τους, έπρεπε να συνεξετασθούν με εκείνο των Στενών, όταν θα ερχόταν η ώρα.
Η υποστήριξη των τουρκικών θέσεων, σε κάποιο επίπεδο, από τον επί κεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας στο θέμα της υπαγωγής της Ίμβρου και της Τενέδου υπό οθωμανική κυριαρχία, πρέπει να αποδοθεί στις δύσκολες ελληνοβρετανικές σχέσεις εκείνης την περιόδου λόγω της εκτέλεσης των ΄Εξι, θεωρηθέντων ως υπευθύνων της μικρασιατικής τραγωδίας֗ κατά δεύτερο λόγο, στο ότι οι Βρετανοί, έχοντας πετύχει το άνοιγμα των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, ανατρέποντας τις προηγούμενες συμβατικές ρυθμίσεις, με προεξάρχουσα τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1841, όπου είχε αποφασιστεί η αρχή του κλεισίματος των Στενών, και αναμένοντας από τους Τούρκους ανταλλάγματα στην πετρελαιοφόρα περιοχή της Μοσούλης - περιοχή η οποία τους εξασφάλιζε την οδό προς τις Ινδίες - δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να έρθουν σε ρήξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για ένα θέμα, που δεν τους αφορούσε άμεσα.
Η διαπραγματευτική, ειρηνευτική διαδικασία, στη Λωζάννη, διήρκεσε επί ένα οκτάμηνο, με μια δίμηνη διακοπή, για να ολοκληρωθεί στα τέλη Ιουλίου, οπότε, στις 24 του μηνός, υπογράφηκε η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης.
Το κείμενο της Συνθήκης υπέγραψαν, όπως ανέφερε πρωτοσέλιδο άρθρο, της παρισινής εφημερίας, La Croix, της 25 Ιουλίου 1923, οι αντιπρόσωποι της Γαλλίας, της Βρετανίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ελλάδας, αλλά και της Πορτογαλίας. Το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αρνήθηκε να υπογράψει, επικαλούμενο την αντίθεσή του προς τις διατάξεις, που αφορούσαν στο Οθωμανικό Δημόσιο Χρέος, ωστόσο, με το XVII Πρωτόκολλο του αναγνωριζόταν το δικαίωμα να προχωρήσει στην υπογραφή όλων των Πράξεων, που περιλαμβάνονταν στη Συνθήκη Ειρήνης, πριν από την έναρξη ισχύος της. Η Βουλγαρία είχε προσκληθεί να συμμετάσχει στη Συνδιάσκεψη, διότι ως Παρευξείνιο κράτος έπρεπε να συμβάλει στη συζήτηση αναφορικά με τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, γι’ αυτό και υπέγραψε τη σχετική Σύμβαση. Βρήκε, δε, την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί, εγγράφως, για τη μη διευθέτηση του ζητήματος εξόδου της στο Αιγαίο Πέλαγος, παρότι στη Συνθήκη Ειρήνης του Νεϊγύ, της 27 Νοεμβρίου 1919, είχαν αναληφθεί σχετικές υποσχέσεις από τους συμβαλλόμενους. Αυτή της η στάση προοιώνιζε τις αφόρητες πιέσεις, που άσκησε στην ελληνική πολιτική ηγεσία τα επόμενα χρόνια, επιζητώντας την αναγνώριση εδαφικής εξόδου στο Αιγαίο, αν και οι σχετικές αποφάσεις του Νεϊγύ αφορούσαν σε οικονομική διέξοδο. Στις συζητήσεις για τα Στενά συμμετείχε και η Σοβιετική Ρωσία, η οποία, εικαζόταν πως θα υπέγραφε, στις αρχές Αυγούστου, τη Σύμβαση περί του καθεστώτος των Στενών, υποδεικνύοντας, με τον τρόπο αυτό, την επιθυμία της για έξοδο από τη διπλωματική απομόνωση, στην οποία την είχε καταδικάσει η φύση και οι επιδιώξεις του νεοπαγούς καθεστώτος της αλλά και η άρνηση των Δυτικών να το αναγνωρίσουν. Μόνο οι Ρουμάνοι αντιπρόσωποι φαίνονταν ικανοποιημένοι, θεωρώντας πως η μόλις υπογραφείσα Συνθήκη θα συνέβαλε στην εμπέδωση «της ειρήνης του κόσμου».
Ο Ισμέτ υπέγραψε τα δέκα οκτώ κείμενα, τα οποία συναποτελούσαν την Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης - το κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης, τις επί μέρους Συμβάσεις, τα Πρωτόκολλα, τις Δηλώσεις- με μια χρυσή πέννα, δώρο, που ο Κεμάλ του έστειλε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό από την Άγκυρα. Και τούτο συνιστούσε ύψιστη απόδειξη της σημασίας, που ο ηγέτης της Τουρκίας απέδιδε στη μόλις υπογραφείσα Συνθήκη. Μάλιστα, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός, αναλύθηκε σε δάκρυα, αναφέροντας πως, ως και την ύστατη ώρα, φοβόταν «επανάληψιν του πολέμου». Και αυτός ο φόβος του δεν ήταν αβάσιμος, αν ληφθεί υπόψη πως, σύμφωνα με δημοσιεύματα της αθηναϊκής εφημερίδας Εμπρός, των αρχών Ιουλίου, οι Σύμμαχες Δυνάμεις έδειχναν αποφασισμένες να πιέσουν την Τουρκία, απειλώντας την με παράταση «της κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών». Από την άλλη πλευρά, όμως, Τούρκοι ιθύνοντες, παρευρισκόμενοι στη Λωζάννη, φλυαρούσαν, υποστηρίζοντας πως η Άγκυρα δεν λάβαινε σοβαρά υπόψη τις «απειλές» για ελληνική προέλαση σε τουρκικό έδαφος, δεδομένου, ότι μια από τις Δυνάμεις, η οποία είχε επανέλθει στις παλαιές θέσεις της, αναφορικά με το Ανατολικό ζήτημα, την είχε διαβεβαιώσει πως οποιαδήποτε παρόμοια κίνηση θα «απέβαινε ματαία». Ωστόσο, ο Ισμέτ είχε από νωρίς προϊδεάσει τους ενδιαφερόμενους για τις προθέσεις της κυβέρνησής του, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα πως «[ε]γώ τουλάχιστον δεν θ’ αφήσω να διαρραγή η Διάσκεψις εξ αιτίας των πετρελαίων», αποκαλύπτοντας, ίσως, τη διαμάχη των Δυνάμεων για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής ή, ενδεχομένως, στην προσπάθειά του να καλύψει την υποστήριξη, που παρείχε η Βρετανία στη χώρα του, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και στη διάρκεια της Διάσκεψης της Λωζάννης, αποβλέπουσα στη «χειραφέτηση» της Τουρκίας από τη «γερμανική» και «μοσχοβίτικη» επιρροή. Δεν παρέλειψε, δε, να δηλώσει, αμέσως, μετά την υπογραφή, την ανάγκη Έλληνες και Τούρκοι «να αναπτύξουν καλήν θέλησιν και να λησμονήσουν τα πρόσφατα γεγονότα δια να επιτύχουν την πραγματικήν ειρήνην». Στην Κωνσταντινούπολη, υποδέχθηκαν την αναγγελία της υπογραφής της συνθήκης με διαδηλώσεις αποδοχής της από το πλήθος, με παρέλαση στρατιωτικών αγημάτων, με πυροτεχνήματα, με φωταγώγηση της πόλης.
“«Η Συνθήκη της Λωζάννης σηματοδοτεί μια κορυφαία ημερομηνία στην ιστορία του κόσμου. Για πρώτη φορά, η Τουρκία αντιμετωπίστηκε ως μια Δυτική Δύναμη...Ο πόλεμος όφειλε να έχει ως αποτέλεσμα την οριστική απώθηση των Τούρκων έξω από την Ευρώπη». Αντιθέτως, «το αποτέλεσμα» ήταν «να τους εξευρωπαΐσουμε».”
Ο Βενιζέλος, στέλνοντας τηλεγράφημα προς τον Νικόλαο Πλαστήρα, τον αρχηγό της επαναστατικής κυβέρνησης, αμέσως μετά την υπογραφή, υπογράμμιζε πως η Συνθήκη, «συναφθείσα μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν, δεν σημαίνει ατυχώς ελληνικόν θρίαμβον». Διατύπωνε, δε, την άποψη πως η Ελλάδα θα μπορούσε να αποβλέπει «μετ’ εμπιστοσύνης εις καλύτερον μέλλον», εάν τερματιζόταν ο «εμφύλιος σπαραγμός», διενεργούνταν ελεύθερες εκλογές, αποκαθίστατο η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και ρυθμιζόταν το προσφυγικό ζήτημα με την εγκατάσταση των προσφύγων στην χώρα. Δεν παρέλειπε, δε, να τονίσει, : «Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν, με την οποίαν επέγραψα τη συνθήκην της Λωζάννης, δια της οποίας καταργείται οριστικώς η Συνθήκη των Σεβρών; Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν». Ωστόσο, την προσφορά στη χώρα δεν αντιλαμβάνονταν όλοι και υψώνονταν φωνές καταγγελτικές της καινούργιας συμβατικής διευθέτησης των προβλημάτων της Εγγύς Ανατολής αποκαλώντας τη Συνθήκη «τερατούργημα», μη διστάζοντας να προαναγγείλουν «τον πρόωρο θάνατο» της «αντιφυσιολογικής κυοφορίας» της, επιρρίπτοντας, όμως, τις ευθύνες για τη συνομολόγησή της στις Δυνάμεις. Αντιθέτως, η πόλη της Λωζάννης, γιόρταζε, σύμφωνα με την Le Figaro, της 25ης Ιουλίου 1923, όπως άρμοζε σε μια πόλη, η οποία «είχε την τιμή να δώσει το όνομά της σε μια διπλωματική πράξη, που [θα έχει μια ξεχωριστή] θέση στην ιστορία».
Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης, η οποία αντικατέστησε εκείνη των Σεβρών, ήταν το αναγκαίο επακολούθημα του μικρασιατικού πολέμου και η έκτη από μια σειρά Συνθηκών Ειρήνης, που φιλοδόξησαν να διευθετήσουν τα ανακύψαντα κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου προβλήματα. Μέσα από τις διατάξεις τους οι νικητές του Πολέμου εγκαθίδρυσαν μια «ανάπηρη ειρήνη», της οποίας η αναπηρία αποκαλύφθηκε προϊόντος του χρόνου, με αποκορύφωμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αδυναμία της Διεθνούς Κοινότητας να επιβάλει ειρηνευτικούς όρους, ικανούς να συντελέσουν στην επίτευξη μιας μόνιμης και διαρκούς ειρήνης ανά την Υφήλιο, παραμερίζονταςτις βλέψεις τους,αναφάνηκε πριν ακόμα από τη υπογραφή της πρώτης Συνθήκης Ειρήνης, εκείνης των Βερσαλλιών, η οποία υπογράφηκε στις 28 Ιουνίου 1919. Ενάμισι, περίπου, μήνα νωρίτερα οι Μεγάλοι, που συνεδρίαζαν στο Παρίσι, εν τη απουσία της ιταλικής αντιπροσωπείας, έδωσαν εντολή στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη, ώστε να παρεμποδιστεί η περαιτέρω διείσδυση των Ιταλών. Επομένως, εκείνοι, οι οποίοι προσπαθούσαν να ανασυντάξουν τον κόσμο έγιναν οι πρωταίτιοι ενός καινούργιου πολέμου, εντοπισμένου σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στην οποία διακυβεύονταν γενικότερα συμφέροντά τους.
Μέρος αυτής της σημαντικής, γεωγραφικής περιοχής αποτελούσε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την οποία ο Γάλλος δημοσιογράφος, Henry Bidou, σημείωνε στην ημερήσια, παριζιάνικη εφημερίδα, Le Figaro, της 25ης Ιουλίου 1923, τα εξής αξιοπρόσεκτα: «Η Συνθήκη της Λωζάννης σηματοδοτεί μια κορυφαία ημερομηνία στην ιστορία του κόσμου. Για πρώτη φορά, η Τουρκία αντιμετωπίστηκε ως μια Δυτική Δύναμη. Παράξενη στροφή των πραγμάτων! Ο πόλεμος όφειλε να έχει ως αποτέλεσμα την οριστική απώθηση των Τούρκων έξω από την Ευρώπη». Αντιθέτως, «το αποτέλεσμα» ήταν «να τους εξευρωπαΐσουμε». Το μήνυμα αυτό, που η Ευρώπη έστελνε προς την τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία φαίνεται πως δεν έφτασε στους αποδέκτες του.