Ο πρώτος που θα τον αντιληφθεί, φωνάζει: Ανθρωπος στη θάλασσα! Και δεν σταματάει να φωνάζει και να δείχνει στο σημείο που έπεσε ο άνθρωπος,- χωρίς να τον αφήνει στιγμή από τα μάτια του,- μέχρις ότου κάποιος σπεύσει, αμέσως, σε διάσωση του. Χειμώνα ή καλοκαίρι, με καλές ή κακές καιρικές συνθήκες, πάνω σε πλοίο ή στην πλώρη του καναπέ μας, στην παραλία ή στην πισίνα του ξενοδοχείου, όλοι παρακολουθήσαμε το φόβο, την αγωνία, την ένταση και την αμφιβολία κάθε προσπάθειας διάσωσης τόσο από την πλευρά των διασωστών όσο και από την πλευρά του θύματος. Κι αν μεν στο Χόλιγουντ η διάσωση τελειώνει σχεδόν πάντα αίσια, τα σενάρια που γράφει η ζωή είναι απρόβλεπτα.
Φυσικά, κανείς δεν εξετάζει την ώρα του κινδύνου τους λόγους που οδήγησαν το συγκεκριμένο άτομο να βρεθεί μεσοπέλαγα χωρίς σανίδα σωτηρίας κι ούτε σκοπεύουμε να εξερευνήσουμε τους λόγους. Αρκεί που η κραυγή για βοήθεια είναι σοκαριστική και μόνο στην επίκληση της. Σε κάθε περίπτωση χρειάζεται ψυχραιμία και σωστός χειρισμός από ένα έμπειρο χέρι και μάτι κι αν οι συνθήκες το επιτρέπουν να προσεγγίσουμε το θύμα με σβησμένη μηχανή, από την αριστερή προσήνεμη μάσκα μας και να το πιάσουμε με σωσίβιο, σχοινί ή με τα χέρια. Αυτά για όσους οδηγούν φουσκωτό και καταλαβαίνουν…
Για τους υπόλοιπους οδηγούς της ξηράς που επισκέπτονται περιστασιακά τη θάλασσα ή το πλοίο, η χρήση μάσκας εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κυριότερα εξαρτήματα διάσωσης στο πέλαγος της ιογενούς τρικυμίας που κάθε λουόμενος, είτε κολυμπάει στην κόλαση της Ερμού ή στη γειτονική παραλία, οφείλει να κουβαλάει πάνω του ακόμη και με μπουνάτσα.
Το κείμενο γράφεται κάτω από τη φόρτιση μιας σειράς απανωτών συνεχόμενων πνιγμών * που συνέβησαν σε προσφιλή μας πρόσωπα που από τη μια στιγμή στην άλλη πιάστηκαν στο δίχτυ της πανδημίας την ώρα που διασκέδαζαν, χάζευαν ή προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη ζάλη ενός αφόρητου χειμώνα.
Βρέθηκαν μεσοπέλαγα, φοβισμένοι, ευάλωτοι, αδαείς, ανήμποροι να διαχειριστούν αυτό που τους συμβαίνει, μέχρις ότου φτάσει η βοήθεια από κάποιο έμπειρο χέρι και μάτι που άκουσε την κραυγή τους και έσπευσε σε βοήθεια. Αλλά στο μεταξύ πέρασαν ώρες και μέρες αφόρητης μοναξιάς και απίστευτης ταλαιπωρίας σε δίκλινα και τρίκλινα, παρέα με άλλους συνταξιδιώτες στην υποψία και το φόβο, έχοντας στ’ αυτιά τους τον ήχο από το καμπανάκι που κουδούνιζε σαν τρελό ενώ η φωνή του διασώστη ερχόταν κι έφευγε μαζί με τον αέρα: Ανθρωπος στη θάλασσα, άνθρωπος στη θάλασσα.
Είναι πολλά τα θύματα των πνιγμών στις παραλίες μας κάθε χρόνο. Περισσότερα από όσα θα δικαιολογούνταν σε μια ναυτική δύναμη όπως η χώρα μας. Αλλά είναι αναρίθμητα πολλά εκείνα που κολυμπώντας στην άγνοια, την προκατάληψη και μια εξοργιστική επιπολαιότητα, αδιαφορούν στις κραυγές επίκλησης και αλλάζουν ρότα, αφήνοντας εαυτούς και αλλήλους να πνίγονται σε μια κουταλιά νερό.
Δεν έχουμε καμία ψευδαίσθηση για τον τόπο που ζούμε. Δεν τρέφουμε αυταπάτες, δεν ελπίζουμε και δεν περιμένουμε τίποτα να αλλάξει είτε άμεσα, είτε μετά. Αλλά έχουμε πολλές ψευδαισθήσεις πως από όλη αυτή τη φουρτούνα και το κύμα που σηκώθηκε, θα διασώσουμε, τουλάχιστον, αυτούς που δεν έφταιξαν, δεν προκάλεσαν, δεν ενόχλησαν και πορεύτηκαν με το μικρό τους σκάφος κόντρα στον καιρό, κόντρα στο κύμα, ψάχνοντας τον ναυαγό στα τυφλά.
*Ταινία του Πήτερ Γκριναγουέι