″θα ’χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες”
Νίκος Καββαδίας
Η μοίρα των κοινών θνητών τους ακολουθεί και στην τελευταία πράξη της παρουσίας τους στη Γη, την ώρα της ταφής. Συγγενείς και φίλοι κλαίνε και οδύρονται για τον χαμό του ανθρώπου τους, ενώ όσων ο βίος διασταυρώθηκε με τους τεθνεώντες κλείνουν –νοερά έστω- τους λογαριασμούς τους μαζί του. Οι συμπαθούντες αναπολούν, οι αντιπαθούντες σιωπούν, τουλάχιστον για λίγες ημέρες.
Δεν προβλέπεται το ίδιο με τις κηδείες όσων πρωταγωνίστησαν σε αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε star system. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ζωή και η μετέπειτα αντήχηση της είναι διαρκώς εκτεθειμένη στην αμφιβολία και τον ψόγο όσων θα πιάσουν κουβέντα βασισμένη σε μια φήμη. Το μεταθανάτιο τραπέζι διευρύνεται, χωράει μια χώρα ολόκληρη ή και έναν πλανήτη, που βρίσκει αφορμή να καταθέσει την άποψή του για το ψυχρό πια σώμα του διάσημου «που έφυγε από τη ζωή». Στην εποχή των social media τα πράγματα είναι χειρότερα. Κανείς δεν μας αποχαιρετά εντελώς, γίνεται αποθηκευμένο κείμενο ή αρχειοθετημένο story. Πολλοί νιώθουν την ανάγκη να πουν «ναι μεν αλλά», να καθαιρέσουν τον μύθο, να τον προσγειώσουν στην σκληρή πραγματικότητα. Δεδομένου ότι κάτω από το μικροσκόπιο κανένας μας δεν είναι άγιος ακόμη και οι πλέον δημοφιλείς κινδυνεύουν. Το παιχνίδι μοιάζει σκληρό αλλά είναι δίκαιο για όσους έχουν κάνει τις επιλογές τους. Ακόμη κι ο Πάπας Φραγκίσκος, η Σιμόν Μπάιλς, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Τομ Χανκς, κανείς, όσο διαπιστευτήρια καλοσύνης κι αν διαθέτει δεν είναι απρόσβλητος απέναντι στην αρνητική κριτική που συνοδεύει την έξοδο του από την επικράτεια της ζωής. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τον Αλέν Ντελόν.
Ο μακαρίτης είχε δώσει αναντίρρητα πολλές αφορμές για να χαρακτηριστεί καθίκι. Από την υπεράσπιση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν και την αντιμεταναστευτική του στάση έως την περίεργη υπόθεση Μάρκοβιτς –όπου ο πρώην σωματοφύλακάς του βρέθηκε νεκρός κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες- και την ομολογία του πως έχει χαστουκίσει γυναίκες υπάρχουν πολλά ράμματα για τη γούνα του κορσικανής καταγωγής Ντελόν. Ο ίδιος επέμενε να δηλώνει «δεξιός, ποτέ φασίστας» και ανταπαντούσε πως δέχτηκε πολύ περισσότερες σφαλιάρες από όσες έδωσε. Πια, δεν έχει καμία σημασία, αφού περνώντας στη σφαίρα του θρύλου ο Ντελόν κρίνεται με τον φακό που φοράει ο καθένας μας.
«Υπάρχει τελικά αυτοτέλεια έργου και δημιουργού;» είναι το ερώτημα που μοιάζει να επανέρχεται οσάκις το θανατολόγιο των διασήμων διευρύνεται. Ο προβληματικός πολιτικά και κοινωνικά Ντελόν είναι ο ίδιος Ντελόν του «Γυμνοί στον Ήλιο», του «Mr. Klein», του «Γατόπαρδου» και του «La Piscine», του «Le Samurai», του «Notre histoire» του «Un flic» αλλά και του «Pour la peau d’un flic». Όποιος αγαπά το ευρωπαϊκό σινεμά είναι αδιανόητο να φανταστεί αυτό δίχως τον Ντελόν, το αινιγματικά πανέμορφο και παγερό του πρόσωπο να χρωματίζει το σελιλόιντ με τις φευγαλέες ματιές του, σε μια εναλλαγή συναισθημάτων αιφνίδια και ολιγόχρονη, πιστή σε μια σχολή που βρίσκεται στον αντίποδα υπερκφραστικών ιερών τεράτων της ίδιας εποχής όπως ο Τζακ Νίκολσον ή ο Ντάστιν Χόφμαν. Όποιος πάλι στέκεται μόνο στο γεγονός της ξεχωριστής ομορφιάς του σαν να θέλει να τον «ρίξει», αφού υποκριτικά μιλώντας ο Ντελόν δεν έμεινε στα στεγανά του «ωραίου».
Κι όμως, όπως πολλές άλλες φορές, το ερώτημα κρύβει μέσα του την απάντηση. Κι αυτό γιατί στην τελευταία του έκθεση προς τον κόσμο που αποχαιρετά, ο νεκρός καλλιτέχνης –αλλάξτε εδώ την ιδιότητα κατά το δοκούν- συμπληρώνει το παζλ μιας αφήγησης που συνθέτει μια ζωή (τη δική του). Έτσι, σε ένα θαυμάσιο ταίριασμα των πραγμάτων, την στιγμή που διαπιστώνουμε πόσο ο Ντελόν, με όλο τον κινηματογραφικό και δημόσιο θρύλο που τον ακολουθεί δεν είναι ένας από εμάς, την ίδια στιγμή καταλαβαίνουμε πόσο ο θάνατος και η ψηλάφιση της ζωής που προηγήθηκε (συμπεριλαμβανομένων των γεμάτων από την φθορά τελευταίων ετών) μας εξισώνει άπαντες. Αν το πέρασμα του ανθρώπου στον μύθο αποτελεί την εξαίρεση, το γεγονός μιας ζωής τόσο μη κανονικής και λαμπερής μας επαναφέρει στην υπενθύμιση της κοινής μας πορείας απέναντι στο τέλος. Υπό αυτή την έννοια το τέλος φτιάχνει τη δική του ζώνη δημοκρατίας, που έρχεται να διαχωρίσει με τον πλέον διαυγή τρόπο τον ανθρώπινο χαρακτήρα από την ανθρώπινη υπόθεση.