Δεν παρακολούθησα τη συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής που ο θάνατος του Θάνου Μικρούτσικου την μετέτρεψε από κίνηση ενίσχυσης των εξόδων της θεραπείας του σε έναν sold out ύστατο φόρο τιμής διά μέσου του ίδιου του έργου του όπως όλοι οι υπόλοιποι/ες, δηλαδή από μια θέση στην αίθουσα ή από την απευθείας μετάδοση της ΕΡΤ. Την παρακολούθησα από τα παρασκήνια επειδή απλά έτσι ένιωθα ότι έπρεπε να κάνω και γιατί πίστευα ότι τα πλέον ενδιαφέροντα και σημαντικά αυτή τη φορά δεν α συνέβαιναν επί σκηνής αλλά πίσω από αυτήν...
Βλέπετε κάποια πράγματα δεν καθορίζονται από επαγγελματικές υποχρεώσεις ή και σχέσεις αλλά από ανθρώπινες στις οποίες έχουν προ πολλού μετατραπεί κάποιες από τις τελευταίες όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση – σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό – με τις δικές μου με τους περισσότερες συντελεστές της συναυλίας. Ήμουν ο μόνος δημοσιογράφος που βρισκόμουν στα παρασκήνια σε όλη την διάρκεια της αλλά είχα ξεχάσει την επαγγελματική μου ιδιότητα γιατί, πριν από όλα, κανείς δεν με ρώτησε όπως άλλες φορές για ποιο μέσο θα την κάλυπτα. Για την ακρίβεια δεν την κάλυπτα για κανένα, πήγα εκεί ως άνθρωπος που γνώριζε αρκετά τον Θάνο Μικρούτσικο και εκτιμώ τόσο το έργο του ακριβώς γιατί το έχει μελετήσει και αναλύσει τόσο πολύ, έκρινα ότι η θέση μου αυτή τη φορά ήταν στο backstage, το ζήτησα, ουδείς μου έφερε – κάτι που θα ήταν σχεδόν σίγουρο σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση – την παραμικρή αντίρρηση σα να το θεώρησαν σχεδόν δεδομένο και έτσι για περισσότερες από τρεις ώρες ήμουν μαζί με ανθρώπους από τους οποίους οι μισοί περίπου είναι φίλοι και τους υπόλοιπους τους γνωρίζω αρκετά καλά. Ούτε καν είχα κατά νου να γράψω κάτι, το κείμενο αυτό προέκυψε αυθόρμητα, σαν ένα προσωπικό «ημερολόγιο» του τι συγκράτησα από όλη την βραδιά, αποχαιρετώντας και εγώ οριστικά μαζί με τους/τις φίλους/ες και συνεργάτες/ιδές του τον Θάνο.
Αυτό που έχει σημασία για οποιονδήποτε/αδήποτε παρακολούθησε την συναυλία είναι ότι πραγματοποιήθηκε μόνο χάρη στην προσπάθεια και την πολύ σκληρή εργασία δύο ανθρώπων. Ο ένας είναι ο – εκτός προφανώς από πολύ καλός φίλος του – εκλεκτός σολίστ των πνευστών, μόνιμος ενορχηστρωτής του Θ. Μικρούτσικου εδώ και πολλά χρόνια και εντέλει και εξελικτικά επί της ουσίας μουσικό alter ego του Θύμιος Παπαδόπουλος ο οποίος «έστησε» από μουσικής πλευράς όλη την συναυλία με βάση τις δικές του οδηγίες ώστε να είναι όσο το δυνατόν ακριβής επανάληψη της πρώτης αφιερωματικής στο σύνολο του έργου του που είχε επιμεληθεί ο ίδιος το καλοκαίρι του ’18 στο Θέατρο Βράχων. Ο Θ. Παπαδόπουλος έδωσε έναν τιτάνιο αγώνα για να προετοιμάσει τα πάντα και να συντονίσει τόσους/ες ερμηνευτές/ιες αλλά και τους μουσικούς του συνοδευτικού σχήματος ώστε να παρουσιαστεί αυτό το αρτιότατο αποτέλεσμα με όσο το δυνατόν λιγότερες διαφορές από την συναυλία που είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο σπουδαίος συνθέτης.
Οι διαφορές αυτές ήταν επί της ουσίας η απουσία της Χάρις Αλεξίου (και των τριών τραγουδιών που είχε ερμηνεύσει) και μερικές μικρές διαφοροποιήσεις στη σειρά των τραγουδιών. Έτσι αυτό που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής ήταν ένα σύνολο τριάντα τεσσάρων τραγουδιών διανθισμένων με έξι αρκετά εκτενή εμβόλιμα αποσπάσματα που διάβασε ο Οδυσσέας Ιωάννου από την αυτοβιογραφία του δημιουργού «Ο Θάνος Και ο Μικρούτσικος» την οποία είχαν συνυπογράψει. Με την εξαίρεση της Χ. Αλεξίου που προανέφερα όλοι και όλες που είχε επιλέξει την πρώτη φορά από τους/τις αρκετούς/ές που είχε συνεργαστεί ο Θ. Μικρούτσικος ήταν εκεί. Η εμφανώς και κάποιες φορές πάρα πολύ συγκινημένη αλλά δίχως ούτε στιγμή να χάνει τον υποδειγματικό (αυτο)έλεγχο της Ρίτα Αντωνοπούλου, ο εξίσου συγκινημένος αλλά με έναν δικό του, πιο εσωτερικό τρόπο, απλός και πάντα προσηνής Χρήστος Θηβαίος, ο Κώστας Θωμαϊδης με το βλέμμα και το πρόσωπο πλημμυρισμένο από αναμνήσεις από την πολύχρονη πρώτα τόσο θερμή σχέση του και μετά συνεργασία του με τον μεγάλο απόντα («θυμάμαι πότε παρουσίασε για πρώτη φορά τους «Επτά Νάνους», μόλις το είχε γράψει, ένα κυριακάτικο πρωινό τραγουδούσα μαζί με τους Iskra σε ένα σινεμά στο Μοσχάτο, ήρθε να μας δει, ανέβηκε για λίγο στο πιάνο και το έπαιξε για πρώτη φορά, ευτυχώς έχω κρατήσει την κασέτα», θα μου πει αυθόρμητα σε μια στιγμή), ο Γιάννης Κότσιρας με την συγκέντρωση στο έργο του που τον χαρακτηρίζει και την μεγάλη πείρα του, ο πλέον αποτραβηγμένος ίσως όλων από την μεγάλη παρέα – άλλωστε έχει επί της ουσίας αποχωρήσει από την «ενεργό δράση» εδώ και πολλά χρόνια – Γιώργος Μεράντζας, ο απόλυτα προσηλωμένος σε αυτό που είχε να κάνει και σοβαρός στο έπακρο Μανώλης Μητσιάς, ο Γιώργος Νταλάρας, επαγγελματίας με την καλύτερη έννοια της λέξης και κεφαλαίο Ε, τελειομανής στα πάντα και όπως πάντα, σεμνός και ευγενέστατος με όλους/ες τους/τις ομοτέχνους/ες του, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, συμμετέχοντας στις συζητήσεις με τους/τις άλλους/ες και ταυτόχρονα σε έναν «δικό του κόσμο» στον οποίο βρίσκεται πάντα όταν προετοιμάζεται να τραγουδήσει και βέβαια για όλη την διάρκεια που βρίσκεται στη σκηνή, ο αεικίνητος και «πειραχτήρι» σχεδόν όλων Μίλτος Πασχαλίδης και η νεότερη όλων, ψύχραιμη, συγκροτημένη και γεμάτη σεβασμό για την περίσταση αλλά και τους/τις ομοτέχνους/ες της Μαριάννα Πολυχρονίδη. Οπως και την πρώτη φορά όλοι/ες ερμήνευσαν τρία τραγούδια σόλο και ένα – δύο ακόμα μαζί με ένα/μια από τους/τις υπόλοιπους/ες.
Ακούγεται ηχογραφημένο το «Τους Προβολείς Στήσε», μελοποίηση ποιήματος του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, από τον δίσκο του ’98 «Ο Θάνος Μικρούτσικος Τραγουδά Θάνο Μικρούτσικο» καθώς οι μουσικοί παίρνουν τις θέσεις τους στη σκηνή. Ενα εξαίρετο εννεαμελές σύνολο (πιάνο, δύο κιθάρες, μπουζούκι, άλτο και σοπράνο σαξόφωνο/φλάουτο/κλαρινέτο, τρομπέτα, τρομπόνι, μπάσο και ντραμς) με τον Θύμιο Παπαδόπουλο άτυπα μεν αλλά ουσιωδέστατα δε – και αναπόφευκτα καθώς ο συνθέτης δεν ήταν εκεί για να το κάνει ο ίδιος – να το διευθύνει ενώ εναλλάσσεται ακούραστα και με κυριολεκτικά μαθηματική ακρίβεια ανάμεσα στα δύο είδη σαξοφώνων και τα άλλα δύο πνευστά του και τον θαυμάσιο σολίστ Θοδωρή Οικονόμου να αποτελεί την αιχμή του δόρατος καθώς πρέπει όχι βέβαια να αναπληρώσει τον Θ. Μικρούτσικο (αυτό θα ήταν απλό αδύνατο!) αλλά να αναλάβει το κομβικό όργανο για την μουσική του δημιουργού, τόσο στην ηχογραφημένη όσο και ακόμα περισσότερο την ζωντανή εκδοχή της, το πιάνο, κάτι που, όπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, φέρει σε πέρας περισσότερο και από άψογα. Πρώτο τραγούδι ένα από το album «Συγγνώμη Για Την Άμυνα» που έκαναν – σε ποίηση Κώστα Τριπολίτη - με τον Γιώργο Νταλάρα το ’92 ερμηνευμένο από τον τελευταίο και τον Μίλτο Πασχαλίδη και έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται το νήμα που ακολουθεί λίγο – πολύ χρονολογική σειρά, πρώτη περίοδος, κύκλος Καββαδία, δεκαετία του ’90 και από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα μέχρι πρόσφατα, με μόνη εξαίρεση ότι τα λαϊκά και τα πιο λαϊκότροπα τραγούδια κρατούνται για το τέλος.
Πρώτη στιγμή που μου μένει στο μυαλό το «Άννα Μην Κλαις» σε εκπληκτική ερμηνεία του Κώστα Θωμαϊδη, ασύγκριτα ανώτερη από την πρωτότυπη του Γιάννη Κούτρα. Κατά τη γνώμη μου το καλύτερο από τα ποιήματα/στίχους του Μπέρτολντ Μπρεχτ – σε εξαιρετική απόδοση του Μάριου Πλωρίτη – που μελοποίησε ο Μικρούτσιικος, περισσότερο και από ιδανικά σε αυτή την περίπτωση, με την αδρή γραμμή του πιάνου να στοιχειώνει την απλή μα και αδιάψευστη αλήθεια του στίχου «Μιλάνε για του έθνους, ξανά, την τιμή/(Άννα μην κλαις)/στο ντουλάπι δεν έχει ψίχα ψωμί», υποδειγματική συμπύκνωση του ότι, διαχρονικά και παντού, τα όποια «εθνικά κλέη» που ορέγονται οι κατά καιρούς εξουσίες όχι μόνο δεν συμβαδίζουν με την πρόοδο και την ευημερία της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων οι οποίοι αποτελούν αυτά τα έθνη αλλά αντίθετα συνήθως εγγυώνται την φτωχοποίηση και την δυστυχία τους, αν όχι τον όλεθρο τους. Λίγο αργότερα η Ρίτα Αντωνοπούλου θα «καρφώσει» έτσι όπως της αρμόζει την επίσης θεμελιώδη αλήθεια του εμβληματικού «Μικρόκοσμος» σε ποίηση Ναζί Χικμέτ με μια δωρικής αυστηρότητας ερμηνεία, ισάξια αν όχι υπερβαίνουσα την αυθεντική της αείμνηστης Μαρίας Δημητριάδη.
Εχω γράψει και εξακολουθώ να το πιστεύω ότι η κορυφαία μέχρι τώρα ερμηνεία της μελοποίησης του «Καραντί» του Νίκου Καββαδία είναι της Ρίτας Αντωνοπούλου. Αυτή τη φορά όμως ο πρώτος ερμηνευτής του Γιώργος Νταλάρας κλέβει την παράσταση με μια δυναμική, λίγο πιο jazzy από συνήθως εκτέλεση με το φλάουτο του Θ. Παπαδόπουλου να «πετάει» στην κυριολεξία γύρω από την φωνή του και με ένα οργισμένο ξέσπασμα σε μία και μόνη συλλαβή της τελευταίας λέξης, του «πιλοτάρει», να εκφράζει την σφοδρή εσωτερική σύγκρουση του ανθρώπου με τον εαυτό του για να υπερβεί τα όρια του που εκφράζει ο στίχος και ήταν ακριβώς το στοιχείο με το οποίο ταυτιζόταν τόσο ο Μικρούτσικος, ένα ακόμα δείγμα του τεράστιου ερμηνευτικού μεγέθους του. Θα επιμείνω στο «τεράστιο» γιατί σε αυτή τη χώρα στην οποία κάποιος που απλά τραγουδά με επάρκεια και επειδή είναι ευειδής ή καλογυμνασμένος έχει μεγάλο κοινό αποκαλείται «μεγάλος» καλό είναι να θυμόμαστε το ερμηνευτικό κεφάλαιο που βρίσκεται στον λαιμό αλά και στο μυαλό του Γ. Νταλάρα και, με ελάχιστες αλλοιώσεις παρά το πέρασμα του χρόνου, εξακολουθεί να αξίζει το βάρος του σε χρυσό!
Το «Ενας Νέγρος Θερμαστής Από Το Τζιμπουτί» είναι το πιο rock τραγούδι που έγραψε ποτέ Έλληνας συνθέτης ο οποίος, όσο και αν αγαπούσε (και) το ροκ, δεν εντασσόταν σε αυτό και το ερμήνευσε αντίστοιχα για πρώτη φορά στο «Ο Σταυρός Του Νότου» η πιο ροκ ελληνική ανδρική φωνή της οποία όμως ο κάτοχος επίσης δεν ήταν ούτε ανήκε ποτέ στο εν λόγω ιδίωμα. Οσο λοιπόν και αν το έχουν ερμηνεύσει καλά και άλλοι/ες κανείς δεν κατάφερε ποτέ να το κάνει να μεταδίδει την ίδια ανατριχίλα όσο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και απλά το αποδεικνύει με τον κλασικό, λιτό του τρόπο για άλλη μια φορά. Είμαστε στα μισά περίπου της συναυλίας και έρχεται το «Οι Εφτά Νάνοι Στο S/S Cyrenia», φυσικά το τελευταίο τραγούδι από τον κύκλο Καββαδία και αυτονόητα από τον ίδιο τον Θάνο, άρα ατή τη φορά αναγκαστικά από βίντεο.
Αν ο Θύμιος Παπαδόπουλος ήταν το μουσικό alter ego του Θ. Μικρούτσικου ο Χρήστος Θηβαίος αναμφίβολα ήταν το ερμηνευτικό του, εκείνος που του εμπιστευόταν όσα τραγούδια του θα ερμήνευε ο ίδιος αν ήταν τραγουδιστής και πουθενά δεν φαίνεται καλύτερα αυτό από όσο στα δύο κομβικά από το «Ο Άμλετ Της Σελήνης» τα οποία, όσο περνάει ο χρόνος, τόσο επιβεβαιώνεται μέσα μου η αίσθηση ότι ο αείμνηστος Μάνος Ελευθερίου έγραψε τους στίχους τους έχοντας πολύ περισσότερο κατά νου τον συνθέτη παρά τον εαυτό του. Ο Χρήστος τα ερμηνεύει ακόμα καλύτερα από άλλες φορές, παραδειγματικά λιτός, ευαίσθητος, ακόμα και τρυφερός στα κουπλέ και πραγματικά καθηλωτικός στο ρεφρέν του «Δεν Είμαι Άλλος» όπου βγάζει όλη την εσωτερική διαπάλη του ταπεινού ανθρώπου που δεν αισθάνεται ανώτερος – ούτε όμως φυσικά και κατώτερος – από οποιονδήποτε άλλον αλλά ταυτόχρονα είναι και υπερήφανος γιατί είναι μία και μοναδική και διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη προσωπικότητα, ένα αντιφατικό στοιχείο που χαρακτήριζε όσο ελάχιστα άλλα τον Θάνο. Στο ομότιτλο του δίσκου από την άλλη η σχεδόν σουρεαλιστική περιπλάνηση την οποία περιγράφουν οι στίχοι από μιαν άλλη οπτική γωίια μπορεί να θεωρηθεί συμβολική όχι μόνο για τα πολλά και κατά περιόδους πολύ συχνά, ταξίδια του στο εξωτερικό αλλά και την «περιπλάνηση» του σε θέσεις ευθύνης, ακόμα και εξουσίας και την επιστροφή του τα τελευταία χρόνια στην «Ιθάκη» του και μοναδικό κίνητρο του για όλα, το πρωταρχικό, εσώτερο «φως» της δημιουργικότητας.
Με όλο τον σεβασμό στην Χάρις Αλέξιου η Ρίτα Αντωνοπούλου την υπερβαίνει στο καλύτερο τραγούδι του πρώτου δίσκου («Η Αγάπη Είναι Ζάλη») που έκανε η πρώτη με τον Θ. Μικρούτσικο, το «Ελένη» σε στίχους του κατά κύριο λόγο θεατρικού συγγραφέα Μπάμπη Τσικληρόπουλου και όντας αληθινά συγκλονιστική, λυγίζοντας ενώ την ίδια στιγμή εξεγείρεται, στο «να πεθαίνεις για την Ελλάδα και εκείνη να σε πεθαίνει», μια συνέχεια υπό μιαν έννοια του «Άννα Μην Κλαις» του Μπρεχτ που διατυπώνει μιαν ακόμα ωμή αλήθεια, ότι οι απανταχού εξουσίες ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο να κατισχύσουν πάνω σε άλλες εξουσίες – της ίδιας ή άλλης εδαφικής επικράτειας – και να γίνουν ακόμα μεγαλύτερες και πλέον ανεξέλεγκτες από το να φροντίσουν για το καλό των ανθρώπων οι οποίοι τις υφίστανται και, υπό κανονικές συνθήκες τουλάχιστον, επίσης τις εκλέγουν. Ο Μανώλης Μητσιάς ερμηνεύει πιο ώριμα από ποτέ το «Ερωτικό» σε στίχους Αλκη Αλκαίου που κανείς και καμία δεν μπόρεσε να ξεπεράσει την δική του αυθεντική εκτέλεση με το κλαρινέτο του Θύμιου – όπως το ήθελε και το είχε καθιερώσει ο συνθέτης εδώ και αρκετά χρόνια – να αντικαθιστά το σόλο του μπουζουκιού αποκαλύπτοντας τις πολύ πιο κοντά στην jazz αρμονίες της λαϊκότροπης μελωδίας του.
Ο δεύτερος άνθρωπος που χάρη στις άοκνες προσπάθειες του πραγματοποιήθηκε η συναυλία, ο Μάνος Τρανταλίδης, διοργανωτής των ζωντανών εμφανίσεων του συνθέτη εδώ και πολλά χρόνια, περισσότερο και από φίλος του και εκείνος που, πλην μελών της οικογενείας του, βρισκόταν δίπλα του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο διάστημα της ασθένειας του, παρακολουθεί σε όλη τη διάρκεια από το μόνιτορ των παρασκηνίων, κατάφωρα συγκινημένος κάποιες στιγμές απλά σκουπίζοντας τα δάκρυα από το πρόσωπο του. «Δεν καταπίνεται εύκολα η απώλεια» μου λέει σε μα τέτοια που στέκομαι δίπλα του κοιτώντας και εγώ την οθόνη. Δεν απαντώ, δεν υπάρχει οτιδήποτε για να απαντήσεις σε αυτό...Πολύ περισσότερο όταν τόσα πολλά γύρω σου θυμίζουν την απώλεια και την απουσία. Σε κάποια στιγμή τέσσερις άνθρωποι, Β. Παπακωνστντίνου, Χ. Θηβαίος, Μ. Πασχαλίδης και εγώ, βρισκόμαστε να καπνίζουμε σχεδόν ταυτόχρονα ανάμεσα σε καμαρίνια, διαδρόμους, ακόμα και το παρασκήνιο - και με μερικές ήδη τελειωμένες μπίρες στο φόντο -, κάτι που προφανώς ανέκαθεν απαγορευόταν στους εσωτερικούς χώρους του Μέγαρου αλλά με τον νέο αντικαπνιστικό νόμο θα μπορούσε να οδηγήσει ίσως και σε σύλληψη μας «διότι δεν συνεμορφώθημεν». Κάποιος μας παρατηρεί ευγενικά να σταματήσομε, ακούγεται το σαρκαστικό σχόλιο του Μίλτου «αν ήταν εδώ θα άναβε πρώτος την πίπα του λέγοντας ρε δεν πάνε να γ...» και χαμογελάμε όλοι συνωμοτικά γιατί είναι ακριβώς στο πνεύμα του Θάνου.
Στο τελευταίο τραγούδι οι λίγοι που έχουμε μείνει πια στα παρασκήνια δεν κοιτάζουμε από το μόνιτορ αλλά από την ανοιχτή πόρτα της σκηνής. Αναμφίβολα το πιο λαϊκό τραγούδι που έγραψε ποτέ ο δημιουργός για την πιο αυθεντικά λαϊκή φωνή με την οποία συνεργάστηκε και συνειδητοποιώ το οδυνηρό γεγονός ότι κάνείς από τους τρεις συντελεστές του, Μικρούτσικος και Δημήτρης Μητροπάνος δεν ζουν πλέον. Ο Μήτσος δεν αναπληρώνεται βέβαια, την θέση του παίρνει η σχετικά πιο κοντινή στην δική του φωνή, του Γ. Κότσιρα, με την υποστήριξη και εντέλει εν χορώ των Πασχαλίδη, Θωμαϊδη, Μητσιά και Θηβαίου ενώ ασυγκράτητη βγαίνει στη σκηνή, αν και εκτός πλάνου, και η Ρίτα. Το μοναδικό τραγούδι στο οποίο ο Θ. Παπαδόπουλος δεν παίζει καθόλου, άλλωστε όλο το σχήμα εδώ λειτουργεί απλά υποστηρικτικά στο μπουζούκι του Βαγγέλη Μαχαίρα που έχει τον αδιαφιλονίκητο πρώτο λόγο. Καθώς η μελωδία του «Ρόζα» τσακίζει σχεδόν κάτω από το βάρος της «ανάγκης που έγινε Ιστορία» αλλά σχεδόν αμέσως αρχίζει να ανεβαίνει πάλι κοιτάζοντας ψηλά ενώ όλη η αίθουσα τραγουδά μαζί με τους ερμηνευτές και δονείται κυριολεκτικά στον γήινο ρυθμό του ζεϊμπέκικου σκέφτομαι ότι και αυτό τελικά το τραγούδι, στίχοι και μουσικοί μαζί, διατρανώνει κάτι που πίστευε ίσως πάνω από όλα ο Θάνος Μικρούτσικος, ότι πρέπει να αντιστεκόμαστε σε ό,τι μας καταβάλλει και μας πονά, ως και τον θάνατο. Ακόμα και τον δικό μας, τουλάχιστον την ιδέα του πριν να συμβεί. Ενα τελευταίο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία στο οποίο μιλούσε ακριβώς για όταν δεν θα υπήρχε πλέον, το «Η Πιο Όμορφη Θάλασσα» (από τον πρώτο δίσκο του «Πολιτικά Τραγούδια») εν είδει emcore και οριστικό φινάλε...
Ο καπτάν Θάνος πέρασε τις «γραμμές των οριζόντων» και πλέον αντικρίζει άλλες αρμενίζοντας σε νερά που όλοι θα γνωρίσομε όταν έρθει η σειρά μας. Μας άφησε όμως πάρα πολλά τραγούδια/έργα – πυξίδες για να χαράζομε πορεία εντός των κυριολεκτικών και μεταφορικών ορατών οριζόντων και έκλεισε επίσης πολλά στα σεντούκια του για τη συνέχεια, Φεύγοντας από τος τελευταίους από το Μέγαρο μαζί με τον Θύμιο τον άκουσα να λέει σε ομότεχνο και φίλο του συνθέτη ότι ακόμα και τις τελευταίες ημέρες στο νοσοκομείο έγραφε συνεχώς, ανάμεσα στα άλλα υπάρχουν ένα κουαρτέτο εγχόρδων πολύ προωθημένης και «σφιχτής» γραφής και μια όπερα γραμμένη εξ ημισείας με την μικρότερη κόρη του Αλεξάνδρα (έτσι πληροφορήθηκα επίσης ότι έχει κληρονομήσει το ταλέντο του έχοντας ήδη σπουδάσει μουσική στην Αγγλία). Εκείνο που έχει σημασία είναι να συνεχίζεται το ταξίδι, αυτό που έκαναν τόσοι/ες πριν από εμάς, κάνουμε τώρα εμείς και θα κάνουν ακόμα περισσότεροι/ες στο μέλλον. Βίρα τις άγκυρες λοιπόν, η πορεία είναι πια γνωστή...
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
Κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
Κι άκοπο μασάς καφέ πικρό