Από τα χειμαδιά στα Ορεινά-μια διαδρομή γεμάτη αναμνήσεις και χρώματα

Από τα χειμαδιά στα Ορεινά-μια διαδρομή γεμάτη αναμνήσεις και χρώματα
Shepherd woman shepherds mixed flock of sheep and cows in Karditsa countryside, Thessaly
Shepherd woman shepherds mixed flock of sheep and cows in Karditsa countryside, Thessaly
PHOTO BY DIMITRIOS TILIS via Getty Images

To παρακάτω κείμενο είναι αφιερωμένο στη μάνα μας, που τέτοια εποχή θυμάμαι να μας οδηγεί μέσα από αρώματα και χρώματα στην άνοιξη των παιδικών μας χρόνων.

Τη θυμάμαι πάντα τέτοια εποχή -τέλος του Πάσχα περίπου- να έχει μια έντονη ανησυχία και να θέλει να φέρνει στο μυαλό της ωραίες αναμνήσεις της δεκαετίας 1935-1955. Έτσι ήθελε να μου τα διηγείται κάθε φορά με έναν όμορφο δικό της μοναδικό τρόπο, την περίοδο αυτή.

-Άντε ήρθε ο καιρός μου έλεγε να πάμε τα κοπάδια στα βουνά να ανταμωθούμε ξανά με τους συγγενείς μας. Αντάμωμα το έλεγε και είχε μια νοσταλγία ο τόνος της φωνής της που ακόμα τον έχω στο μυαλό μου…

Η σκηνή που εκτυλισσόταν όλο αυτό το φαντασμαγορικό τοπίο μέσα στη φύση ήταν για εκείνη το πάν και ο τρόπος που το ζούσε 50 χρόνια μετά ήταν αναλλοίωτος στο χρόνο και στη μνήμη της.

Όταν έβλεπε τον καιρό να “δίνει πίσω” έτσι το έλεγε χαρακτηριστικά, στενοχωριόταν. Θα παγώσουμε έλεγε θα κρυώσουν οι οικογένειες στον δρόμο! Τι κι αν πέρασαν 50 χρόνια από τότε: ήταν κάτι που για εμάς συνεχιζόταν πάντα κάθε χρόνο τέτοια εποχή.

Έτσι ξεκινούσε την αναδρομή στο παρελθόν και μας διηγούταν κάθε φορά τις λεπτομέρειες μιας διαδρομής της κτηνοτροφικής της οικογένειας, η οποία κρατούσε πάνω από 2 εβδομάδες, μέχρι να φτάσουν στη «Γη της Επαγγελίας». Από τη Θεσσαλία στις οροσειρές της Πίνδου, όπως την φανταζόταν στο μυαλό της και έτσι την καταλάβαινα και εγώ στο παιδικό μου μυαλό.

Η ίδια διαδρομη αντίστροφα γινόταν το Φθινόπωρο από τα ορεινά στα Χειμαδιά.

Τον Απρίλιο, μετά τη γιορτή του Αϊ- Γιώργη υπήρχε μια αναστάτωση και στις οικογένειες αλλά και στα ζώα. Όλοι καταλάβαιναν ότι θα γίνει κάτι σημαντικό και ο καθένας περίμενε τις κινήσεις του άλλου για να κάνει το επόμενο βήμα. Τα ζώα ήταν ανήσυχα λες και ο αρχιτσέλιγκας είχε ολοκληρώσει το έργο του και περίμεναν να πάνε στη Γη της Επαγγελίας με τον Μωυσή σε ρόλο τσοπάνη. Αυτός ως μπροστάρης σε μια κουραστική διαδρομή αλλά που στο τέλος θα σήμαινε για όλους μια ανάταση και έναν προορισμό που τον περίμεναν 7 ολόκληρους μήνες.

Σχολείο δεν πήγαιναν από το Μάιο και μετά αν και πολλά παιδιά πηγαίνανε μια δυο τάξεις και μετά συνεχίζανε στα ορεινά μέρη, με τοπικές διδασκαλίες. Κάτι που κάποιες άλλες χώρες προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν και να προσεταιρισθούν, δηλαδή τον τοπικό πληθυσμό με την ιδιόμορφη γλωσσική συγγένειά του. Δεν υπήρχαν όπως καταλαβαίνετε και οι διαδικτυακές πλατφόρμες της σημερινής γενιάς – για ψηφιακή διδασκαλία- και έτσι ήταν πρόσφορο το έδαφος για αυτές τις ενέργειες/τακτικές.

Η διαδικασία κουράς των προβάτων ήταν τόσο για εμάς μια εικόνα χαράς και αγαλλίασης, όσο και για τα ζώα, αφού πετούσαν από πάνω τους το βάρος του χειμώνα. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά και τη φράση «ο νοικοκύρης στο κούρεμα κουράστηκε», που είχε το νόημα ότι είχε πολλά ζώα στην κατοχή του. Άλλες φορές τα κουρεύανε τα ζώα τους πριν φύγουν και άλλες όταν φτάνανε στα βουνά. Μία διαδικασία που κρατούσε μέρες με γλέντια και χορούς. Θυμάμαι μας έλεγε η μάνα μας μετά το κούρεμα να μη γνωρίζουνε το βιός τους, αφού ήταν θεαματική η αλλαγή στην εμφάνισή των ζωντανών. Και βέβαια περιμέναμε τη στιγμή όπου τα ζώα εκεί που ζούσαν αρμονικά όλο το χρόνο, ξαφνικά θα άρχιζαν να μαλώνουν μεταξύ τους. Τέτοια ήταν η αλλαγή στην εμφάνισή τους, ώσπου ξαφνικά άρχιζαν να χτυπάει το ένα, το άλλο. Δεν γνωρίζονταν έλεγε η μάνα μας και εμείς το απολάμβάναμε γελώντας....

Στο κούρεμα των προβάτων είχαμε βοήθεια και από άλλους κτηνοτρόφους της περιοχής. Η ανταμοιβή τους ήταν το φαΐ και παίρναν και μαζί τους κάνα δυο τόπια μαλλί από το κούρεμα.

Αρχές Μαΐου ήμασταν στο δρόμο ένα ατέλειωτο καραβάνι από ζώα, σχεδόν πάνω από 1000 κεφάλια είχε ο κάθε νοικοκύρης κτηνοτρόφος στο βιός του. Μέρος του τσελιγκάτου ήταν και οι σμίχτες, έτσι λέγανε αυτούς που είχαν συνεισφέρει με 200-300 ζώα στο συνολικό κοπάδι. Μπροστά ήταν ο μπροστάρης, ο ανιχνευτης κατα κάποιο τρόπο, που έπρεπε να βρει τα κονάκια να ανοίγει το δρόμο και να προετοιμάζει το έδαφος για τη βραδινή στάση του κοπαδιού. Αυτός ετοίμαζε το γρέκι του κοπαδιού με πρόχειρη αυτοσχέδια περίφραξη για να τα κρατήσει ενωμένα.

Ευτυχώς για εμάς η διαδρομή μας δεν περνούσε μέσα από λιβάδια, γιατί αλλιως δεν μας επέτρεπαν να μείνουμε στο ίδιο μέρος πάνω από 24 ώρες οι ντραγάτες και οι ντόπιοι κάτοικοι. Όλα αυτά από τον φόβο μη τους χαλάσουμε με τα ζώα μας τα χωράφια τους.

Δεν ήταν λίγες οι ιστορίες που ακούγαμε από άλλα τσελιγκάτα που περνούσαν μέσα από χωράφια και είχαν μηνύσεις και δικαστήρια από τους ντόπιους. Οι τελευταίοι φοβούνταν και έλεγαν συχνά ότι από όπου περνάνε τα βλάχικα κοπάδια, δεν έτρωγαν μετά τα δικά τους κοπάδια.

Μέσα σε όλα φυσικά είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής ΄41-44, που μας έκαναν τη μεταφορά ακόμη πιο δύσκολη και συνάμα επικίνδυνη.

Από πίσω ακολουθούσαν οι οικογένειες με τα άλογα και τα γαϊδούρια, όπου πανωσάμαρα είχαν τα μωρά. Οι μεγαλύτεροι πήγαιναν πεζοί, μια διαδρομή πάνω από 150 χιλιόμετρα, μέσα από περιπέτειες σε καιρό με γυρίσματα και με ό,τι συνεπάγεται η διαχείριση του κοπαδιού. Σε ρόλο GM ο Αρχιτσέλιγκας μαζί με τα στελέχη του σε μια συνύπαρξη που θα τη ζήλευαν οι σημερινοί Managers πολλών εταιριών. Η συνεννόηση τους μέσα από (σφυρίγματα) θα τη ζήλευε ακόμα και ο Bill Gates και θα έκανε διατριβή πάνω στις μεθόδους επικοινωνίας και διαχείρισης κρίσεων μιας τόσο πολυπληθούς ομάδας εργαζομένων και ζωικού κεφαλαίου.

Η στάση το απόγευμα της κάθε μέρας ήταν μια ιεροτελεστία για όλους. Οι βοσκοί ασχολούνταν με το άρμεγμα, να βάλουν το κοπάδι σε στρούγκα και πάνω από όλα ακέραιο χωρίς απώλειες. Οι οικογένειες και τα παιδιά είχαν το ρόλο τους, έπρεπε να φροντίσουν τα οικόσιτα που κουβαλούσαν μαζί τους, να στρώσουν τις πρόχειρες καλύβες για το βράδυ, να μαζέψουν το γάλα, «να το πιτιάσουν» όπως έλεγε η μάνα μας και να ετοιμάσουν τα κονάκια.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που στη διαδρομή έρχονταν οι ντόπιοι και τους δίναμε το γάλα ημέρας για να φτιάξουν το τυρί της χρονιάς.

PHOTO BY DIMITRIOS TILIS via Getty Images

Οι άλλοι τζοπαναραίοι φρόντιζαν τα ζώα μεταφοράς, όπως άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, όπου έπρεπε να τους βάλουν τους τρουβάδες με το κριθάρι να φάνε. Τα σκυλιά τρώγανε διαφορετικό ψωμί, φτιαγμένο με πίτυρο, τα λεγόμενα γκουμούλια τα που έλεγαν οι παλιοί.

Στην επιστροφή το φθινόπωρο, έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις πρώτες βροχές για αυτό φτιάχνανε αυτοσχέδια κρεβάτια με κλαδιά και κορμούς για να μη περνά η βροχή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι γονείς μας έψαχναν τρόπο να μας κρατάν στεγνούς στη διαδρομή από τη δυνατή βροχή και τις λάσπες σε πολλά σημεία της επιστροφής.

Οι κάπες έπαιζαν τον ρόλο του αντίσκηνου και θυμάμαι να λέει η μάνα μου ότι ένιωθε το βάρος της κάπας σαν τσιμεντένιο τοίχο πάνω από το κεφάλι της, τόσο που είχε ποτίσει από τη βροχή το ένδυμα.

Η διαδρομή που ακολουθούσε το κάθε κοπάδι ήταν συγκεκριμένη και δεν έπρεπε να συμπέσει με άλλο κοπάδι. Αργότερα μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα ότι σημάδια ήταν οι γέφυρες, οι διασταυρώσεις των δρόμων, μιας και δεν μπορούσα ποτέ να βρω τοπωνύμια για την ακριβή διαδρομή που ακολουθούσαν τότε. Σε μια έρευνα μετά από πολλά χρόνια βρήκα από τους χάρτες του Αμερικάνικου στρατού ΄53-55, πληροφορίες για το οδικό δίκτυο της εποχής με αεροφωτογραφίες του 1945 και με τα αντίστοιχα τοπωνύμια.

Η μάνα μου ήταν δεν ήταν 5 χρονών όταν έκανε το πρώτο της ταξίδι μέσα από την διαδρομή που σας προανέφερα. Αυτό να σημειωθεί ότι γινόταν για πάνω από 20 χρόνια πάντα την ίδια εποχή. Το βράδυ φτάναμε στα κονάκια κουρασμένοι αλλά χορτασμένοι από τις εικόνες της διαδρομής και έτσι με το που έστρωνε τις φλοκάτες η μάνα, μας έπαιρνε ο ύπνος. Μας έβαζε στη σαρμανίτσα για να μη μετακινούμαστε στη διάρκεια της νύχτας ή σε αυτοσχέδια παρκοκρέβατα από τα σαμάρια των ζώων.

Εγώ μας έλεγε ήμουν πολύ ζωηρή και δεν με έπαιρνε εύκολα ο ύπνος, με αποτέλεσμα να μου βάζουν για νανούρισμα έναν από τους τσοπάνηδες να παίζει με τη φλογέρα του σκοπούς ποιμενικούς. Έτσι κάθε φορά μετά από πολλά χρόνια όταν άκουγα τη νύχτα κάποιον τσοπάνη να παίζει τη φλογέρα του, βαθιά μέσα στο δάσος μας διηγιόταν την ίδια ιστορία.

Πολύ νωρίς το πρωί μόλις χάραζε ο ήλιος τα κοπάδια άρχιζαν να φωνάζουν όλα μαζί σε ένα κρεσέντο κονσέρτου, ήταν η ώρα που γινόταν το πρωινό άρμεγμα και η διαδικασία εκκίνησης του καραβανιού.Τα γκεσέμια με τα κουδούνια ήταν οι αρχηγοί του κοπαδιού και αυτός ο ήχος των κουδουνιών ήταν το πρωινό μας ξύπνημα. Εμείς δεν είχαμε άλλη επιλογή, μιας και η μάνα μας βοηθούσε στις δουλειές και συνεχίζαμε τον ύπνο που δεν χορταίναμε πάνω στο σαμάρι του αλόγου σε όλη την προηγούμενη διαδρομή.

Όταν μετά από πολλά χρόνια οι κόρες μου ρώτησαν τη γιαγιά τους «ποιό ήταν το πρωινό σας, γιαγιά, εκείνα τα χρόνια;», οι αναμνήσεις πια είχαν άλλη τροπή. Για το brunch της εποχής, έπρεπε η μάνα μας να πάρει το αυγό από την κότα που μόλις είχε γεννήσει σε αυτοσχέδιες φωλιές μαζί με το φρέσκο αρμεγμένο γάλα και με συνοπτικές διαδικασίες συνεχίζαμε τη διαδρομή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πίναμε και άβραστο το γάλα. Πολλές φορές για να μη γκρινιάζουμε και κλαίμε στη διαδρομή μας έδιναν ένα κομμάτι ψωμί να μασουλάμε έτσι για να ξεχνιόμαστε πάνω στο σαμάρι του ζώου.

Αυτή η διαδικασία συνεχιζόταν για 15-20 ημέρες μέχρι να φτάσουμε στα ορεινά βοσκοτόπια. Όταν πια χρόνια αργότερα έλεγα στη μάνα μου για τον ανταγωνισμό στα λιμάνια που κάνουν τα πλοία για να δέσουν το καλοκαίρι στα νησιά, πάντα μου έλεγε «αυτά κάναμε και εμείς στα χρόνια μας, αφού διαγωνιζόμασταν ποιο κοπάδι θα μπει πρώτο στο χωριό. Έπρεπε να πιάσουμε πρώτοι το βοσκοτόπι με το πιο πλούσιο χορτάρι για βοσκή».

Η ημερομηνία ήταν συγκεκριμένη και έπρεπε να μπούμε στις 21 Μαΐου στα χωριά μας, στην γιορτή του Αγίου Κωνσταντίνου & της Ελένης. Τέλη Οκτώβρη άρχιζε η αντιστροφή μέτρηση για εμάς και η ανάποδη διαδρομή από τα ορεινά στα χειμαδιά.

Ο αποχωρισμός από το χωριό ήταν μια διαδικασία που ήταν πολύ στενάχωρη για όλους μας. Ήταν τόσο συγκινητική η ατμόσφαιρα του αποχωρισμού, που οι ευχές όλων μας συντρόφευαν στη διαδρομή των 10-15 ημερών ταξίδι.

Με αυτό τον τρόπο λοιπόν ξεκινούσε και τελείωνε κάθε χρόνο, ίδια εποχή η ίδια περιήγηση μέσα από αναμνήσεις με δυσκολίες αλλά και μοναδικά μαγευτικά ανεξίτηλες ομορφιές του ανταμώματος. Εκείνο ήταν τελικά που κρατούσε ζωντανή τη μνήμη όλων αυτών των γεγονότων που επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο. Το κατάλαβα μετά από πολλά χρόνια όταν έψαχνα να βρω ως μελετητής πλέον ποια ηταν η λέξη κλειδί για να παραμένουν πάντα ζωντανές οι μνήμες μας. ΑΝΤΑΜΩΜΑ

*Επιμέλεια κειμένου-διόρθωση: Ζωή Λίτου

Δημοφιλή