Οι τελευταίες, καταιγιστικές εξελίξεις, οι σχετικές με τη Συμφωνία των Πρεσπών, επανέφεραν στην επιφάνεια ξεχασμένες ιστορίες.
Το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής μας χώρας ανέκυψε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, τα περί εθνότητας, περί μειονότητας, περί γλώσσας είναι θέματα, που προβλημάτιζαν την ελληνική εξωτερική πολιτική καθ’ όλη, σχεδόν, τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Άλλες φορές, με ένταση, άλλοτε βρίσκονταν σε σχετική ύφεση. Να διευκρινίσω πως ο όρος «μακεδονικός» δεν απαντάται στη διπλωματική αλληλογραφία της μεσοπολεμικής περιόδου, τουλάχιστον ως τις αρχές του 1930. Ούτε για τη γλώσσα, ούτε για την εθνότητα, ούτε για τη μειονότητα. Παντού, αναφέρεται ως σλαβόφωνη μειονότητα, η οποία κατοικούσε στην ελληνική Μακεδονία και η φιλονικία εντοπιζόταν ανάμεσα στα όμορα κράτη, Ελλάδα, Σερβία (Γιουγκοσλαβία, αργότερα), Βουλγαρία. Τότε, βέβαια, υπήρχε ένα ενιαίο κράτος∙ το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, δημιούργημα του Μεγάλου Πολέμου. Υπήρχε και η Βουλγαρία, η αναθεωρητική Βουλγαρία, που ανήκε στη πλευρά των ηττημένων του Πολέμου, άρα είχε ταχθεί με το μέρος των αναθεωρητικών Δυνάμεων, οι οποίες επιδίωκαν την αναθεώρηση των Συνθηκών Ειρήνης, που τους είχαν επιβληθεί και περιλάμβαναν επαχθείς όρους για τους ηττημένους του Πολέμου. Ωστόσο, τα τρία κράτη -Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία- δεν είχαν εξισορροπήσει τις διαφορές τους.
Στις περιόδους έξαρσης του φαινομένου, εντάσσεται και η περίπτωση του Πρωτοκόλλου, που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ». Η ιστορία του ατυχούς Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ αν και τοποθετείται στις σχισμές της ιστορίας, εντούτοις συνιστά μια σημαντικότατη πτυχή του Ανατολικού ζητήματος, γενικότερα, και του Μακεδονικού ζητήματος, ειδικότερα, και ακόμα ειδικότερα του Μειονοτικού προβλήματος, που οι νικητές του Μεγάλου Πολέμου προσπάθησαν να επιλύσουν με τις Συνθήκες Μειονοτήτων, οι οποίες περιλήφθηκαν στις Συνθήκες Ειρήνης, ως ειδικά κεφάλαια ή αφορούσαν σε Δηλώσεις, σχετικές με την προστασία των μειονοτήτων, που ορισμένα κράτη υπέβαλαν στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Οι ρυθμίσεις αυτές προβλέφθηκαν από τις ηγεμονικές Δυνάμεις και περιλήφθηκαν στις Συνθήκες Μειονοτήτων και για να εκμηδενίσουν την πιθανότητα αναζωπύρωσης εδαφικών διεκδικήσεων.
Το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, δεν ήταν διμερής, ελληνοβουλγαρική Σύμβαση. Δηλαδή δεν υπεγράφη ένα συμβατικό κείμενο από τους εκπροσώπους των δύο κρατών, τον Νικόλαο Πολίτη και του Χρήστο Καλφώφ, που να δεσμεύει τα δύο κράτη, εν ονόματι των οποίων συνδιαλέχθηκαν με το Συμβούλιο του νεοσύστατου Διεθνούς Οργανισμού. Οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές, παρίσταντο στην Ε΄ Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών, εκπροσωπώντας τις χώρες τους. Ο πρώτος, ήταν εντεταλμένος από την κυβέρνηση Σοφούλη να εκπροσωπήσει τη χώρα στη Συνέλευση της ΚτΕ, ο δεύτερος, υπουργός Εξωτερικών στη βουλγαρική κυβέρνηση Τσαγκώφ. Επομένως, ο Πολίτης δεν ήταν υπουργός Εξωτερικών.
Το Πρωτόκολλο, δεν μπορούσε να είναι διμερής συμφωνία, δεδομένου ότι η κάθε χώρα δεσμευόταν «να εξασφαλίσει» στους μειονοτικούς πληθυσμούς, η Ελλάδα, στη «βουλγαρική μειονότητα», που κατοικούσε στα εδάφη της και η Βουλγαρία, στην «ελληνική μειονότητα», που κατοικούσε στα εδάφη της, «μια δίκαιη μεταχείριση», βάσει δυο, διαφορετικών κειμένων, ενώ αποφασιζόταν πως η Μικτή Επιτροπή, η οποία είχε συσταθεί βάσει της Σύμβασης του Νεϊγύ, θα λειτουργούσε, υπό διαφορετική σύνθεση, για την ολοκλήρωση του έργου της εθελούσιας ελληνοβουλγαρικής μετανάστευσης. Οι προαναφερόμενοι αντιπρόσωποι κατέθεσαν δύο παράλληλες δηλώσεις στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, οι οποίες με την αποδοχή τους από αυτό και την καταχώρησή τους στον πίνακα των Συνθηκών της Γραμματείας του Οργανισμού, στις 3 Οκτωβρίου 1924, περιβλήθηκαν με τον τύπο της διεθνούς πράξης. Αφορούσαν δε, οι Δηλώσεις, στον τρόπο εφαρμογής των Συνθηκών περί Μειονοτήτων, ειδικότερα της Συνθήκης Ειρήνης του Νεϊγύ, της 27ης Νοεμβρίου 1919, όπου περιλαμβανόταν το Δ΄ μέρος, αφιερωμένο, αποκλειστικώς στην προστασία των μειονοτήτων, αλλά και της Ειδικής Σύμβασης των Σεβρών, της 10ης Αυγούστου 1920, η οποία συνιστούσε μέρος της μη επικυρωθείσας Συνθήκης Ειρήνης των Σεβρών, της 10ης Αυγούστου 1920, η οποία, ωστόσο, συνέχισε να δεσμεύει την Ελλάδα, διότι ενσωματώθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης και θεωρήθηκε αναπόσπαστο τμήμα της.
Επιπλέον, αν το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο ήταν διμερής, διεθνής πράξη, δηλ. ελληνοβουλγαρικό Πρωτόκολλο, όπως, εσφαλμένως αποκαλείται, κάποιες φορές, θα επρόκειτο για ένα κείμενο και, το κυριότερο, δεν θα χρειαζόταν, όταν ανέκυψαν τα προβλήματα για την Ελλάδα, από την άμεση και πιεστική αντίδραση της Σερβίας, να επιδοθεί η κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου σ’ έναν διπλωματικό αγώνα δρόμου για να ακυρώσει το Πρωτόκολλο ενώπιον του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, τον Ιούνιο του 1925. Διότι, έναντι της ΚτΕ είχε δεσμευθεί.
Εξάλλου, οι δυο χώρες, Ελλάδα και Βουλγαρία, ακολούθησαν διαφορετική πρακτική. Η κυβέρνηση Τσαγκώφ, ενώ δεν είχε υποχρέωση, υπέβαλε το Πρωτόκολλο, που ο Καλφώφ είχε υπογράψει με το Συμβούλιο της ΚτΕ, στη Σοβράνιε, τη βουλγαρική Βουλή, η οποία το επικύρωσε. Η συγκεκριμένη ενέργεια της βουλγαρικής κυβέρνησης στάθηκε μια θεόπεμπτη ευκαιρία για την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, η οποία επιζήτησε τρόπους ακύρωσης του Πρωτοκόλλου, εξαναγκασμένη από την προσπάθεια της Βουλγαρίας να παρερμηνεύσει τα όσα είχαν αποφασιστεί και από την άμεση αντίδραση της Σερβίας, η οποία κατήγγειλε την ελληνοσερβική Συνθήκη Συμμαχίας του 1913, τον Νοέμβριο του 1924, μια Συνθήκη θεμελιώδους σημασίας για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Στον τύπο των δύο χωρών δημοσιεύθηκε, στις 18 Νοεμβρίου, ταυτόσημο ανακοινωθέν, με το οποίο αναγγελλόταν η πράξη της καταγγελίας, με αιτιολογικό την άρδην μεταβολή της κατάστασης μετά τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αληθής λόγος, που ωθούσε τη Σερβία σ’ αυτή την ενέργεια, ήταν η υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, με το οποίο η Ελλάδα αναγνώριζε τη σλαβόφωνη μειονότητα της Μακεδονίας, ως βουλγαρική, γεγονός που προέκυπτε από τον τίτλο του: Protection de la Minorité Bulgare en Grèce. Εκ παραλλήλου, η Σερβία, πρότεινε, την έναρξη διαπραγματεύσεων, με σκοπό τη συνομολόγηση μιας καινούριας συμμαχίας και τη ρύθμιση των διαφορών των δύο κρατών, με πραγματικό στόχο την υπογραφή Συμφωνίας, σχετικής με τη σλαβόφωνη μειονότητα της Μακεδονίας.
Η Ελλάδα είχε βρεθεί ενώπιον ενός αδιεξόδου. Το επόμενο διάστημα, οι επαφές και οι συνομιλίες παραγόντων της ελληνικής κυβέρνησης με αρμόδιους του Τμήματος Μειονοτήτων της Κοινωνίας των Εθνών, οδήγησαν στο συμπέρασμα πως αυτό έπρεπε να ακυρωθεί. Ας διευκρινισθεί πως η λύση της υποβολής του Πρωτοκόλλου στην ελληνική Εθνοσυνέλευση προήλθε από την Κοινωνία των Εθνών. Έτσι, στις 2 Φεβρουαρίου 1925, η ελληνική Βουλή απέρριψε το Πρωτόκολλο. Όμως, το θέμα δεν έληξε εκεί. Απαιτήθηκε η παρουσία του Βενιζέλου στη Γενεύη, τον Μάρτιο, όπου για να αποδεσμεύσει την Ελλάδα δεν δίστασε να κατηγορήσει, τον άλλοτε συνεργάτη του και συνοδοιπόρο του, τον Νικόλαο Πολίτη, για υπέρβαση δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι είχε θέσει στο Πρωτόκολλο τον ακροτελεύτιο όρο, ότι αυτό θα ισχύσει από τη στιγμή της υπογραφής του, όρο για τον οποίο δεν είχε λάβει ειδική εξουσιοδότηση από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ας σημειωθεί πως την παραμονή της Συνεδρίασης του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών ο Βενιζέλος είχε στείλει γράμμα στον Πολίτη, ο οποίος βρισκόταν στη Γενεύη persona grata, όπου του εξηγούσε πως θα χειριζόταν την υπόθεση.
Η υπόθεση του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, η οποία συντάραξε την ελληνική εξωτερική πολιτική επί δεκάμηνο, τερματίσθηκε οριστικώς στις 10 Ιουνίου 1925, όταν το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών δέχθηκε, μετά από εισήγηση Δημητρίου Κακλαμάνου, την ανάκληση της υπογραφής της Ελλάδας από τη διεθνή πράξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1924.
Παράλληλα με τις διπλωματικές διαβουλεύσεις, που σκοπό είχαν την απεμπλοκή της Ελλάδας από τις δεσμευτικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, η ελληνική διπλωματική υπηρεσία είχε και ένα άλλο, βαρύτατο έργο να φέρει εις πέρας. Τις διαπραγματεύσεις με τη Σερβία, οι οποίες ξεκίνησαν, ως προκαταρκτικές, το Φεβρουάριο του 1925, στην Αθήνα και συνεχίστηκαν, από τον Απρίλιο, στη γιουγκοσλαβική πρωτεύουσα για να τερματιστούν, αιφνιδίως και άδοξα, την 1η Ιουνίου 1925, γεγονός που διευκόλυνε την αποδέσμευση της Ελλάδας από το Πρωτόκολλο της 29ης Σεπτεμβρίου 1924.
Ήδη, από την εποχή, που ανέκυψαν τα προβλήματα με τη Σερβία, τον Νοέμβριο και οδήγησαν τα δύο κράτη σε διαπραγματεύσεις, στις οποίες προσήλθαν τον χειμώνα του 1925, ο αυτοεξόριστος, στο Παρίσι, Βενιζέλος δεν είχε παραμείνει απλός θεατής των εξελίξεων. Τις τελευταίες, δε, μέρες, του Μαΐου, όταν είχε διαφανεί, ότι οι διαπραγματεύσεις προσέκοπταν σε εμπόδια, ο Βενιζέλος, ενημέρωνε τον Μιχαλακόπουλο για τις σκέψεις του, τις οποίες εξέθετε σε μια έκθεση, όπου ανέφερε πως τα παρεμβαλλόμενα, στην προσέγγιση των δύο κρατών, εμπόδια ήταν εκείνο της εκμετάλλευσης της σιδηροδρομικής γραμμής «Θεσσαλονίκης – συνόρων – Γευγελής» και της σλαβόφωνης μειονότητας της Μακεδονίας, για την οποία η Σερβία αξίωνε δικαίωμα προστασίας «εποπτείας και δεν ξεύρω πώς να το ονομάσω». Υπογράμμιζε ότι, αν και έδινε ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στη συμμαχία με τη Σερβία, προτιμούσε τη ματαίωση των διαπραγματεύσεων «παρά τη σύναψη συμφωνίας κατά την οποία δεν θα παρίστατο η Ελλάς ως ισότιμον κράτος προς την σύμμαχόν του αλλ’ ως υποτελές ή προστατευόμενον. Εάν η συνομολόγησις της νέας συμμαχίας άφινε τοιαύτην εντύπωσιν εις το πνεύμα των Σέρβων η απέναντι της Ελλάδος διεξαγωγή των θα απέβαινεν από ημέρας εις ημέραν επαχθεστέρα έως ότου αι σχέσεις θα εξετραχύνοντο εις αληθή εχθρότητα». Ανέλυε και διάφορα άλλα, ακανθώδη, σημεία, και κατέληγε: «Παρακαλώ να συγχωρήσητε την παρούσαν αλλ’ ενόμισα ότι το γεγονός ότι επανειλημμένως είχατε την καλωσύνην να ζητήσετε την παρέμβασίν μου εις το ζήτημα τούτο μου επιβάλλει το καθήκον να σας εκθέσω τας ανωτέρω σκέψεις μου».
Από όσα εκτέθηκαν τεκμαίρεται η ανάμιξη του Βενιζέλου στα ελληνοσερβικά πράγματα αλλά διαφαίνεται και ο ρόλος του στη διακοπή των διαπραγματεύσεων του Βελιγραδίου. Ενισχυτικό αυτής της άποψης είναι και το γεγονός, πως η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης στο ερωτηματολόγιο, που της είχε υποβληθεί από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών και αφορούσε στον τρόπο, με τον οποίο αυτή προστάτευε τη σλαβόφωνη μειονότητα της χώρας, είχε συνταχθεί βάσει των υποδείξεων του Βενιζέλου, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Δημήτριο Κακλαμάνο. Το εν λόγω θέμα ήταν απόλυτα συνυφασμένο με τον τερματισμό των διμερών διπλωματικών συνομιλιών, στη σερβική πρωτεύουσα, διότι η αποδοχή της ελληνικής απαντήσεως από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θα σηματοδοτούσε και τον τερματισμό του αδιεξόδου, που είχε προκληθεί από την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ. Μάλιστα, στα τέλη Μαΐου, ο Μιχαλακόπουλος παρακαλούσε τον Βενιζέλο να μεσολαβήσει στον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών, ώστε να δεχθεί την απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης, ούτως ώστε το ζήτημα του Πρωτοκόλλου «θεωρηθή λήξαν διότι εκκρεμότης αυτού ενισχύει σερβικήν επιθυμίαν προς σύναψιν συμβάσεως περί μειονοτήτων».
Μετά δε την παύση των ελληνοσερβικών διαβουλεύσεων, που σημειώθηκε την 1η Ιουνίου, ο Βενιζέλος, απευθυνόμενος και πάλι στον πρωθυπουργό, εξέθετε απόψεις για τον τρόπο, με τον οποίο όφειλε η κυβέρνηση ν’ αντιμετωπίσει την, ιδιαζόντως, εύθραυστη κατάσταση. Αφού συνέχαιρε το υπουργείο των Εξωτερικών για το λιτό ανακοινωθέν, με το οποίο είχε πληροφορήσει την κοινή γνώμη για το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, υπογράμμιζε:
«Παρακαλώ μόνον να επιστήσετε την προσοχήν τύπου όπως εμπνεόμενος από περιεχόμενον ανακοινωθέντος μη εκτραπή κατά μικρόν εις γλώσσαν εχθρικήν προς την Σερβίαν. […]. Πολιτική μας και μετά αποτυχίαν διαπραγματεύσεων μένει πολιτική σταθεράς φιλίας προς Γιουγκοσλαβίαν μετά της οποίας θεωρούμεν ότι έχομεν πολλά κοινά συμφέροντα». Και αν ακόμα, συνέχιζε ο Βενιζέλος, ο σερβικός τύπος μας προκαλέσει, οφείλουμε να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας και να μην παρασυρθούμε σ’ έναν αγώνα αντεγκλήσεων. Ο πρωθυπουργός θα μπορούσε να καλέσει, προσωπικώς, τους διευθυντές των εφημερίδων και, συγχρόνως, να δοθούν αυστηρότατες οδηγίες στις τελωνειακές, τις σιδηροδρομικές και τις διοικητικές αρχές, ώστε ν’ αποφευχθούν επεισόδια και εντάσεις με τις σερβικές αρχές. Και συνέχιζε: «Δεν πρέπει να υποθέσουν αρχαί μας ότι δυσκολεύουσαι Σερβικόν εμπόριον θα εξαναγκάσουν Σερβίαν ν’ ανανεώση συμμαχίαν. Αύτη θα ανανεωθή μετά τινα χρόνον διότι Σερβία έχει κεφαλαιώδες συμφέρον να ασφαλίση την δια Θεσσαλονίκης εισαγωγήν εν καιρώ πολέμου και ταύτην δύναται ν’ ασφαλίση μόνον φιλική και σύμμαχος Ελλάς. Αλλ’ απόπειρα εκβιάσεως αυτής εκ μέρους μας θα τραχύνη τας σχέσεις μας και διακινδυνεύσει μέλλον». Ως προς «την απόκρουσιν των άκρων Σερβικών αξιώσεων πρέπει εις κάθε περίστασιν να δίδεται η εντύπωσις ότι δεν ειμπορούμεν επ’ αυτών να υποχωρήσωμεν».
Οι προσπάθειες των δύο πλευρών, Ελλάδας-Σερβίας, οι αποβλέπουσες στην εξισορρόπηση των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων, συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια, ως το 1928-1929, ενώ τον Αύγουστο του 1926, επί Πάγκαλου, είχαν υπογραφεί ελληνοσερβικές συμφωνίες, οι οποίες, όμως, είχαν ακυρωθεί ένα χρόνο αργότερα από το ελληνικό Κοινοβούλιο.