Από τη Ρωσία στον Περσικό Κόλπο: Οι Νέοι Ενεργειακοί Δεσμοί της Ευρώπης και ο ρόλος της Ελλάδας

Η χώρα μπορεί να αναδειχθεί σε στρατηγική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και των οιονεί ενεργειακών εταίρων στη Μέση Ανατολή και, πιο συγκεκριμένα, στον Κόλπο.
samafoto via Getty Images

Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας – με την Ουγγαρία να απειλεί μέχρι την τελευταία στιγμή να εκτροχιάσει την διαδικασία – τα οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης εντείνονται.

Μέχρι και την απόφαση του νέου Αμερικανού προέδρου Τραμπ να βρει μια λύση στο ουκρανικό παραμερίζοντας την Ουκρανία και την Ευρώπη, ορισμένοι στην Ευρώπη έκαναν λόγο για μια στρατηγική νίκη έναντι της Ρωσίας. Όμως το οικονομικό διαζύγιο που ακολούθησε την εισβολή στην Ουκρανία αποδεικνύεται επώδυνο και για τις δύο πλευρές, όχι μόνο για την Ρωσία.

Πριν την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία κάλυπτε σχεδόν το 50% των ενεργειακών αναγκών της ευρωπαϊκής ηπέιρου. Σήμερα το ποσοστό αυτό είναι μονοψήφιο. Παρότι ορισμένοι αξιωματούχοι γιορτάζουν την «στρατηγική νίκη» της Ευρώπης, οι επιπτώσεις για την βαριά της βιομηχανία είναι αδιαμφισβήτητες: η Γερμανία αντιμετωπίζει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά ύφεση, ενώ το προσωρινό οικονομικό όφελος από τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν κατάφερε να αναστρέψει την ύφεση στη Γαλλία.

Παρόλο που οι Βρυξέλλες αναζητούν εναλλακτικές πηγές ενέργειας από εξαγωγείς ενέργειας όπως η Νορβηγία και το Αζερμπαϊτζάν, οι διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές είναι περιορισμένες.

Για την Ελλάδα, η οποία μετά από μια δεκαετή οικονομική κρίση έχει εργαστεί σκληρά για την οικονομική της ανάκαμψη, αυτή η πρόκληση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία. Οι υψηλές τιμές ενέργειας – ακόμη και σε σύγκριση με τους γείτονές της – θέτουν σημαντικά εμπόδια για τη βιομηχανία. Εντούτοις, η χώρα μπορεί να αναδειχθεί σε στρατηγική γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και των οιονεί ενεργειακών εταίρων στη Μέση Ανατολή και, πιο συγκεκριμένα, στον Κόλπο.

Οι ελληνικοί λιμένες, ο ισχυρός ναυτιλιακός τομέας και η ύπαρξη τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), μπορούν να συνδράμουν στην υλοποίηση ενός στρατηγικού σχεδίου για την ανάδειξη της Ελλάδας σε κρίσιμο παίκτη, με εξέχοντα ρόλο στη μεταφορά φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή στην ευρωπαϊκή αγορά, μειώνοντας, έτσι, την εξάρτηση της Ευρώπης από τους ρωσικούς αγωγούς.

Σε πρόσφατή του παρέμβαση, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι υποστήριξε ότι η Ευρώπη χρειάζεται επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 886 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως για να αποτρέψει την οικονομική της συρρίκνωση. Με την Ρωσία να μην είναι αξιόπιστος εταίρος, τα κράτη του Κόλπου αναδεικνύονται ως μία από τις ελάχιστες πηγές κεφαλαίου που μπορούν να καλύψουν μερικώς αυτό το κενό.

Οι πρόσφατες εξελίξεις υποδηλώνουν τη διαμόρφωση ενός νέου ενεργειακού άξονα. Ο γερμανικός κολοσσός χημικών Covestro, που συμβάλλει στο 5% του γερμανικού ΑΕΠ, αποκτήθηκε έναντι σχεδόν 15 δισεκατομμυρίων ευρώ από την Abu Dhabi National Oil Co. (ADNOC), την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ). Η Covestro ειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στην έρευνα βιώσιμων χημικών ενώσεων που ενισχύουν τις αλυσίδες εφοδιασμού πράσινων τεχνολογιών. Η συμφωνία αυτή αποδεικνύει ότι οι προερχόμενες από τον Κόλπο επενδύσεις μπορούν να ενισχύσουν κεφαλαιακά τις αποδυναμωμένες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, ενώ δείχνει και την προσαρμοστικότητα των επενδυτών του Κόλπου, οι οποίοι δεν προτίθενται να αγνοήσουν τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες και την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία.

Αυτό το μοντέλο θα μπορούσε να ωφελήσει και την Ελλάδα. Υπάρχει αρκετά μεγάλος χώρος για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην ελληνική βιομηχανία και τον κλάδο των υποδομών. Τέτοιου τύπου επενδύσεις μπορούν να αναζωογονήσουν κρίσιμους τομείς – από τα διυλιστήρια και τον κλάδο της πετροχημείας έως τη ναυτιλία και τον τουρισμό – εξασφαλίζοντας παράλληλα την διαφοροποίηση του ενεγρειακού προφίλ της χώρας.

Κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη αδράξει την ευκαιρία. Για παράδειγμα, το σαουδαραβικό ενδιαφέρον για το επενδυτικό ταμείο «Made in Italy» στοχεύει στην προστασία των εφοδιαστικών αλυσίδων και της βιομηχανικής ικανότητας της Ιταλίας, με την πιο πρόσφατη συμφωνία να περιλαμβάνει την συμμετοχή ιταλικών επιχειρήσεων στην υλοποίηση του φουτουριστικού έργου NEOM στην Σαουδική Αραβία.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει μία παρόμοια στρατηγική, ιδίως από την στιγμή που διατηρεί αγαστές σχέσεις με χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ.

Τα κράτη του Κόλπου έχουν πάρει την απόφασή να προχωρήσουν σε επενδύσεις πέραν των υδρογονανθράκων. Η ADNOC, για παράδειγμα, σχεδιάζει να επενδύσει 150 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2027. Και όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι επενδύσεις αυτές δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο αργό πετρέλαιο. Αντιθέτως, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για τομείς όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), οι καθαρές τεχνολογίες και η προηγμένη μεταποίηση – τομείς που συμβαδίζουν με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας. Η δε πιθανή συμμετοχή της Ελλάδας στον διεθνή οικονομικό διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (IMEC) αυξάνει τα πιθανά οφέλη για την χώρα.

Αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδιώξουν μια συνεργασία αμοιβαίου οφέλους – εστιάζοντας στη μεταφορά τεχνογνωσίας, τις ΑΠΕ και τη δημιουργία θέσεων εργασίας – η σύμπραξη αυτή μπορεί να αποφέρει περισσότερα από απλές ενέσεις ρευστότητας. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μακροπρόθεσμη βιομηχανική ανθεκτικότητα της δοκιμαζόμενης ευρωπαϊκής οικονομίας.

Για την Ελλάδα, η συνεχιζόμενη συνεργασία με τις χώρες του Κόλπου μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον της οικονομίας. Οι συμπράξεις με οντότητες όπως η ADNOC θα μπορούσαν, όχι μόνο να διασφαλίσουν ενεργειακές προμήθειες, αλλά και να χρηματοδοτήσουν τον εκσυγχρονισμό των ναυπηγείων, την αναβάθμιση των λιμενικών εγκαταστάσεων και την ανάπτυξη νέων έργων πράσινου υδρογόνου – σε απόλυτη ευθυγράμμιση με τους ευρύτερους ευρωπαϊκούς στόχους αποανθρακοποίησης.

Πέραν της ενέργειας, ο τουριστικός τομέας – κρίσιμος για το ελληνικό ΑΕΠ – ήδη προσελκύει επισκέπτες από τη Μέση Ανατολή. Πρόσθετες επενδύσεις στν βιομηχανία τουρισμού, την ανάπτυξη ακινήτων και τις υποδομές μπορούν να διαφοροποιήσουν την οικονομία και να ενισχύσουν τα δημόσια οικονομικά. Παράλληλα, τέτοιες συνεργασίες θα μπορούσαν να διευκολύνουν πολιτιστικές ανταλλαγές που θα εδραιώσουν τη διεθνή θέση της Ελλάδας ως μεσογειακού σταυροδρομιού και ενός στρατηγικού συνδετικού κρίκου της Ε.Ε. με την ευρύτερη περιοχή.

Όλα αυτά οδηγούν σε ένα σαφές συμπέρασμα: η Ευρώπη δεν μπορεί από μόνη της να ανασυγκροτήσει την βιομηχανική της βάση ή να μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Τα κράτη του Κόλπου, τα οποία έχουν τα απαραίτητα κεφάλαια και είναι πρόθυμα να διαφοροποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους, μπορούν να αναδειχθούν σε κρίσιμο οικονομικό εταίρο της Ε.Ε.

Αντί για μια νέα εξάρτηση, αυτές οι συνεργασίες μπορεί να σηματοδοτήσουν μια νέα πραγματικότητα, στην οποία η Ελλάδα θα έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα για να αποτελέσει έναν κρίσιμο κόμβο ενέργειας και κεφαλαίου, ενσωματώνοντας τον ρόλο της στη συνολικότερη στροφή της Ευρώπης μακριά από τη Ρωσία, σε μια πραγματικότητα όπου η ευρωπαϊκή οικονομία θα είναι πιο ανθεκτική και παγκοσμίως δικτυωμένη.

Δημοφιλή