Από την αντιμνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα

Από την αντιμνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα
Milos Bicanski via Getty Images

Η έξοδος από το 3ο πρόγραμμα διάσωσης έχει χαρακτηρισθεί από την κυβέρνηση ως έξοδος από τα μνημόνια. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για την έξοδο των εταίρων μας από την υποχρέωση να δανείζουν τη χώρα μας η οποία από τώρα θα πρέπει να καλύπτει τις δανειακές της ανάγκες από τις αγορές. Από το προστατευμένο λοιπόν περιβάλλον δανεισμού με επιτόκια της τάξης του 1%-1.5% που είχαμε, πηγαίνουμε σε επιτόκια των αγορών 3%-4% στην καλύτερη περίπτωση.

Εκτός προγράμματος η χώρα θα έχει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής, αλλά πάντα μέσα σε ένα στενό πλαίσιο που έχει ήδη διαμορφωθεί κυρίως από τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3.5% ως το 2022 και περίπου 2% έκτοτε ως το 2060, καθώς και από τα ήδη ψηφισμένα μέτρα της περικοπής των συντάξεων από 1/1/2019 και της μείωσης του αφορολόγητου από 1/1/2020. Αν οι βαθμοί ελευθερίας που υπάρχουν χρησιμοποιηθούν με γνώμονα την αναπτυξιακή πολιτική και όχι την προεκλογική παροχολογία τότε η ελληνική οικονομία θα δώσει σήματα αξιοπιστίας το οποίο άμεσα μεταφράζεται σε προσέλκυση επενδύσεων και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές.

Αν προτιμηθεί η προεκλογική παροχολογία τότε βραχυπρόθεσμα μπορεί να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά θα χάσει η ελληνική οικονομία. Το ζητούμενο λοιπόν από δω και πέρα είναι η υπευθυνότητα που θα δείξει η κυβέρνηση. Και επειδή μας έχει συνηθίσει σε τυχοδιωκτικούς και ευκαιριακούς χειρισμούς δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι θα βάλει το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό. Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει πάντα και παντού, αυξημένη αυτονομία σημαίνει και αυξημένη ευθύνη. Και στις διαδικασίες λήψης απόφασης τον επόμενο χρόνο, το θέμα είναι ποιο κριτήριο θα έχει μεγαλύτερο συντελεστή βαρύτητας: το κομματικό ή το εθνικό κριτήριο;

Από την άλλη μεριά, ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τα τερατώδη λάθη που έκανε κυρίως στο πρώτο εξάμηνο του 2015, είναι η πρώτη κυβέρνηση που κατορθώνει να ολοκληρώσει το πρόγραμμα. Η αλήθεια είναι ότι το 2014 ήμασταν κοντά στην έξοδο από το 2ο πρόγραμμα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ βιάστηκε. Πειραματίστηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015 και φορτωθήκαμε έτσι ένα 3ο αχρείαστο μνημόνιο. Τώρα λοιπόν πανηγυρίζει για το εξιτήριο από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας αλλά παραμένουμε στο «Νοσοκομείο» των οικονομικά ασθενών κρατών. Πάντως, αυτή η διακυβέρνηση των 3.5 ετών ελπίζω να μας έκανε σοφότερους. Να καταλάβαμε ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και για να επιβιώσουμε πρέπει να μπούμε στον παγκόσμιο ανταγωνισμό εκμεταλλευόμενοι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας.

Οι αριθμοί λένε την αλήθεια και θα πρέπει να δούμε κάποιες κρίσιμες απώλειες. Η χώρα στα χρόνια της κρίσης έχασε το 25% του ΑΕΠ και είχε τεράστια υστέρηση στις επενδύσεις. Η σημαντικότερη όμως αποεπένδυση είναι στο ανθρώπινο κεφάλαιο με τους σχεδόν 400,000 νέους, κυρίως επιστήμονες που έφυγαν. Αν λοιπόν δεν δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να επιστρέψει ένα μεγάλο μέρος αυτών, αν δεν ανατάξουμε την οικονομία μας επενδύοντας σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους, αν δεν εξορθολογίσουμε με αξιοκρατία τις διαδικασίες στελέχωσης του δημοσίου, έτσι ώστε να σταματήσει ή και να αναστραφεί το brain drain, δεν θα υπάρχει η κρίσιμη μάζα (κυρίως ποιοτικά) για την ανάπτυξη της χώρας.

Στην κρίση λοιπόν τους δοκιμάσαμε όλους, το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ και κανένας δεν κατάφερε να κάνει αυτά που υποσχέθηκε. Ο λόγος είναι ότι ο καθένας πίστεψε ότι μπορούσε να βγάλει μόνος του το φίδι από την τρύπα. Όμως η μισή Ελλάδα δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Αν δεν υπάρξουν συναινέσεις σε κάποια minima, η χώρα θα κυνηγάει συνεχώς την ουρά της. Το πρώτο πεδίο συναίνεσης πρέπει να είναι το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου. Το εμφυλιοπολεμικό, διχαστικό, πολωτικό κλίμα που καλλιεργήθηκε αρχικά με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και έχει πάρει τώρα τη σκυτάλη μερίδα της αντιπολίτευσης πρέπει να εκλείψει. Αλλιώς, δεν θα μπορούμε να εστιάσουμε στα σημαντικά αλλά μόνο στα επιφανειακά, στην κοκκορομαχία και όχι στην ουσία, στα συνθήματα και όχι στα επιχειρήματα.

Με αυτήν τη λογική, δυστυχώς οι εκλογές σε μερικούς μήνες θα γίνουν με ατζέντα παρελθόντος και όχι μέλλοντος. Δεν θα κυριαρχήσουν τα θέματα για το μέλλον, αλλά τα αναθέματα για το παρελθόν, απώτερο και πρόσφατο. Και όσοι υποδαυλίζουν τον εμφύλιο μέσα στο υποσυνείδητο του Έλληνα (κάτι όχι ιδιαίτερα δύσκολο) θα τρίβουν τα χέρια τους. Όσοι μιλάνε για συναινέσεις θα στοχοποιούνται από τους εκατέρωθεν ακραίους. Το ποιος τελικά θα νικήσει, ο διχαστικός λόγος ή ο ουσιαστικός διάλογος είναι η πραγματική μάχη που θα δοθεί τους επόμενους μήνες.

Δημοφιλή