Στην αυγή του νέου έτους το σύνολο των κυβερνήσεων του πλανήτη βρίσκεται αντιμέτωπο με μια τριπλή δομική κρίση σε οικονομικό, θεσμικό και υγειονομικό επίπεδο και με ένα αναπάντητο ερώτημα˙ Εάν και σε ποιο βαθμό οι τεκτονικές αυτές μετατοπίσεις σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, θα συνωθήσουν στην αναδιαμόρφωση της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς πολιτικής τάξης, απολήγοντας σε μία “νέα παγκόσμια τάξη”.
Παγκόσμια τάξη - Διεθνής τάξη
Ο όρος “νέα παγκόσμια τάξη” χρησιμοποιήθηκε από τον Αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον, μετά το τέλος του Α ’Παγκοσμίου Πολέμου, για να περιγράψει το ιδεαλιστικό του όραμα για μία «διεθνή ειρήνη». Τοιουτοτρόπως ο Τζορτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) σε ομιλία του στο Κογκρέσο (Σεπτέμβριος 1990), θα αναφερθεί στη “νέα παγκόσμια τάξη” ως «μια ιστορική περίοδο συνεργασίας […] στην οποία τα έθνη του κόσμου, Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου, μπορούν να ευημερούν και να ζουν αρμονικά». Η “νέα παγκόσμια τάξη” του Αμερικανού προέδρου Μπους εδράζονταν στις αρχές της συλλογικής ασφάλειας και της πολυεθνικής συνεργασίας.
Σε αντιδιαστολή με την έννοια της «παγκόσμιας τάξης» (η οποία σπάνια συμβαίνει στην ιστορία), η διεθνής πολιτική τάξη αποτελεί ένα μοντέλο συμπεριφοράς που εξυπηρετεί τους στοιχειώδεις ή πρωταρχικούς στόχους των κρατών και συνήθως διαμορφώνεται από την κυρίαρχη μεγάλη δύναμη στο διεθνές σύστημα. Κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαχρονίας παρατηρούμε αντίστοιχα μοντέλα διεθνούς τάξης από τη Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα, τη Γαλλία, τη Βρετανία, τη Ρωσία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία. Ενώ στην μεταψυχροπολεμική περίοδο η διεθνής πολιτική τάξη έχει ταυτισθεί με το σύνολο των διεθνών θεσμών που εμφορούνται από το νεοφιλελεύθερα αγγλοσαξονικά ιδεώδη, τόσο στο τομέα της διεθνούς πολιτικής οικονομίας (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, G7) όσο και της διεθνούς περιφερειακής ασφάλειας (ΝΑΤΟ).
Ως εκ τούτου υπάρχει μια στοιχειώδης διαφοροποίηση μεταξύ διεθνούς και παγκόσμιας τάξης. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Henry Kissinger, η παγκόσμια τάξη περιγράφει ένα consensus μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων ως προς τη διατήρηση του υπάρχοντος εδαφικού καθεστώτος. Πρόκειται για μια τυπική διεθνή συμφωνία (τύπου Γιάλτα) «για τη φύση των εφαρμόσιμων ρυθμίσεων και για τους επιτρεπόμενους στόχους και μεθόδους της εξωτερικής πολιτικής», σε μια προσπάθεια περιορισμού των ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και εγκαθίδρυσης ενός συστήματος ισορροπίας ισχύος (όπως το Κονσέρτο των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, απόρροια της διάσκεψης της Βιέννης, 1814-1815) όπου κανένα κράτος δεν θα είναι δυσαρεστημένο με τον υπάρχον εδαφικό καθεστώς.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τον διαφαινόμενο σινοαμερικανικό στρατηγικό ανταγωνισμό και τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις του.
Σινοαμερικάνικος ανταγωνισμός
Με την Κίνα να έχει ξεπεράσει τις οικονομικοπολιτικές - θεσμικές επιπτώσεις της πανδημίας και να εξακολουθεί να αναπτύσσεται ραγδαία σε οικονομικό-στρατιωτικό επίπεδο, υλοποιώντας κατά γράμμα το γεωοικονομικό της όραμα «μία ζώνη, ένας δρόμος», η εξωτερική απειλή για την αμερικανική διεθνή τάξη είναι ορατή και άμεσα υπολογίσιμη.
Ο νέος στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ Πεκίνου-Ουάσιγκτον επισημαίνεται στην τελευταία έκθεση του «Προσωπικού σχεδιασμού πολιτικής» του Αμερικανικού Υπουργείο Εξωτερικών, (Νοέμβριος 2020):
«Το [Κομουνιστικό] Κόμμα (Κ.Κ.Κ.) [της Κίνας] πυροδότησε μια νέα εποχή ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ακόμα και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκουν συνεργασία και χαιρετίζουν τον ανταγωνισμό που βασίζεται σε κανόνες, η υπεύθυνη αμερικανική πολιτική εξαρτάται από την αντιμετώπιση της αυξανόμενης πρόκλησης που θέτει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) σε ελεύθερα και κυρίαρχα έθνη-κράτη και στην ελεύθερη, ανοιχτή, βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη που είναι απαραίτητη για την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ευημερία τους. Η απροσεξία του Κ.Κ.Κ. στο να επιτρέψει στο μυθιστόρημα του κοροναϊού που γεννήθηκε στο Γουχάν να εξελιχθεί σε μια παγκόσμια πανδημία, σε συνδυασμό με τη συντονισμένη εκστρατεία παραπληροφόρησης που ανέλαβε το Πεκίνο για να αποκρύψει την ευθύνη της Κίνας, θέτει αμφιβολίες στους υπόλοιπους. Ωστόσο πολλοί άνθρωποι δεν έχουν επαρκή κατανόηση του χαρακτήρα και του πεδίου της πρόκλησης της Κίνας».
Αναγνωρίζοντας ότι η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας την μεταμορφώνει σε μια πλανητική στρατιωτική δύναμη που προώρισται «να ανταγωνιστεί και μακροπρόθεσμα να ξεπεράσει» τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, θέτει ως αντικειμενικό πολιτικό στόχο τη διασφάλιση της αγγλοσαξονικής διεθνούς πολιτικής τάξης και συνεπαγόμενα τη διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας. Ως μείζον ανασχετικό ανάχωμα για τη συγκράτηση της Κίνας στην περίμετρο της Ευρασίας είναι η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου με το ειδικό οικονομικό και διπλωματικό τους βάρος θα επανασυστήσουν το Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος, ανακόπτοντας το «νέο δρόμο του μεταξιού». Ορίζοντας την Ευρώπη ως συστατικό πυλώνα της στρατηγικής «μία ζώνη, ένας δρόμος» το Πεκίνο επιζητά μια νέα πολυπολική ρύθμιση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που «σέβεται τις γεωπολιτικές σφαίρες επιρροής».
Το όραμα της Κίνας
Αναλυτικότερα, το στρατηγικό όραμα της Κίνας, όπως διακηρύχθηκε από τον πρόεδρο Σι Τζιπίνγκ τον Σεπτέμβριο του 2013, έχει ένα διττό πολιτικό στόχο. Την μεσοπρόθεσμη αμοιβαία επωφελή συνεργασία για όλους τους συμμετέχοντες και την μακροπρόθεσμη δημιουργία μιας αρμονικής διεθνούς κοινότητας, στη βάση ενός κοινού οράματος για «τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας με κοινό μέλλον». Αυτό θα επιτευχθεί μέσα από «ένα σύνολο διασύνδεσης εμπορικών συναλλαγών και έργων υποδομής στην Ασία, την Ευρώπη και τον Ειρηνικό» εμπερικλείοντας περισσότερες από 68 χώρες και 4,4 δισ. ανθρώπους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η «νέα γέφυρα της Ευρασιατικής Γης», που διασχίζει το Καζακστάν, τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και τελειώνει στο Ρότερνταμ και το «μπλε οικονομικό πέρασμα» που συνδέει την Κίνα με τον Αρκτικό Ωκεανό και την Ευρώπη.
Ποια είναι όμως η απάντηση της Ουάσιγκτον στην προσπάθεια του Πεκίνου να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια τάξη;
Οι δύο επιλογές των ΗΠΑ
Έχοντας διασφαλίσει τον έλεγχο των παγκόσμιων κοινών (ωκεανοί, ατμόσφαιρα, διάστημα, Ανταρκτική) και εδραιώνοντας την οικονομική-στρατιωτική της πρωτοκαθεδρία, σε συνδυασμό με την σχετική της υπεροχή στους τομείς της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και της έρευνας-τεχνολογίας, οι ΗΠΑ έχουν δύο επιλογές. Είτε θα λειτουργήσουν ως υπερπόντιος εξισορροπητής, ανακόπτοντας την άνοδο της Κίνας με μία νέα στρατηγική ανάσχεσης στην περίμετρο της Ευρασίας, είτε θα χρησιμοποιήσουν μια αντίστοιχη στρατηγική για τη δημιουργία μιας «νέας παγκόσμιας τάξης» που θα αντικατοπτρίζεται σε μια συνολική διευθέτηση με την Ε.Ε., την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία «σχετικά με τα όρια της αποδεκτής συμπεριφοράς και τον τρόπο επιβολής τους». Το ποια στρατηγική θα επιλέξουν συναρτάται από το μέτρο αποτελεσματικότητάς της για την προάσπιση-προαγωγή των ζωτικών συμφερόντων των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων εμπερικλείονται η αποτροπή της διάδοσης-χρήσης και της απειλής χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής, η διατήρηση μιας περιφερειακής-πλανητικής ισορροπίας δυνάμεων, η ανάσχεση των αναδυόμενων περιφερειακών ηγεμόνων, η διασφάλιση της βιωσιμότητας-σταθερότητας των μεγάλων παγκόσμιων συστημάτων (εμπόριο, χρηματοπιστωτικές αγορές, ενεργειακός εφοδιασμός, κυβερνοχώρος, κ.α.) κλπ.