Επί περίπου 140 χρόνια, τέσσερα μεγάλα επίχρυσα μπρούτζινα επιτοίχια φωτιστικά κοσμούσαν το σαλόνι του Swinton Castle στο Γιορκσάιρ, που λειτουργεί πλέον ως luxury hotel. Έδρα του κόμη του Swinton, το περίφημο κάστρο που βρίσκεται σε μία έκταση 20.000 στρεμμάτων, ανήκει στην οικογένεια Cunliffe-Lister από τη δεκαετία του 1880.
Είναι βέβαιο ότι οι κατά καιρούς ένοικοι του Swinton Park Hotel, όπως έχει μετονομαστεί, θα είχαν παρατηρήσει τις εντυπωσιακές ροκοκό απλίκες ύψους ενός μέτρου, με τα ασύμμετρα πλεγμένα κλαδιά που είναι διακοσμημένα με φύλλα και μικρά χερουβείμ. Όπως είναι περίπου βέβαιο ότι θα νόμιζαν ότι πρόκειται για εντυπωσιακές απομιμήσεις των πολύτιμων πρωτότυπων αντικειμένων.
Τώρα, ο οίκος δημοπρασιών Sotheby’s εκτιμά ότι ανακάλυψε ένα «χαμένο θησαυρό», καθώς εντόπισε την ιστορία των φωτιστικών - έργων τέχνης (περ. 1750-1755) και τις διαδρομές που ακολούθησαν μέσα στον χρόνο, από το μεγάλο σαλόνι της ερωμένης του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, Μαντάμ ντε Πομπαντούρ (1721-1764) μέχρι τις επαύλεις της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Ο Πορτογάλος João Magalhães, ειδικός στα γαλλικά και ιταλικά έπιπλα, θεωρεί ότι οι απλίκες φιλοτεχνήθηκαν από τον αριστοτέχνη γλύπτη Jacques Caffieri (1978 - 1755), πέμπτο γιο της περίφημης εκείνη την εποχή καλλιτεχνικής οικογένειας. Τις συνέδεσε με δύο πολυελαίους που δημιούργησε ο ίδιος -ο οποίος εργαζόταν για τον βασιλικό οίκο της Γαλλίας τον 18ο αιώνα-, που έφεραν την ίδια διακόσμηση και αποκτήθηκαν από την ντε Πομπαντούρ.
Μετά από έρευνα εννέα μηνών, ο Magalhães τις εντόπισε στα διαμερίσματα της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, πρώτα στο Ανάκτορο των Βερσαλλιών και στη συνέχεια στο Château de Crécy στο Dreux, που βρίσκεται σε απόσταση τριάντα λεπτών από το Παρίσι.
Το όμορφο αρχοντικό, που ήταν ένα από τα πολλά δώρα του βασιλιά στην ερωμένη του, πωλήθηκε από την ντε Πομπαντούρ το 1757 -με την οικοσκευή- στον Duc de Penthièvre, εγγονό του Λουδοβίκου ΙΔ΄ (του επονομαζόμενου και Βασιλιά Ήλιου). Η περιουσία του de Penthièvre κατασχέθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και τα κινητά αντικείμενα μεταφέρθηκαν στο Hôtel des Nesle, στο Παρίσι.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του Sotheby’s, τα ίχνη των φωτιστικών χάθηκαν μέχρι που έκαναν την εμφάνιση τους στην άλλη πλευρά της Μάγχης, το 1844, στο σαλόνι του 2ου κόμη του Lonsdale, και μεγάλου συλλέκτη, στο Λονδίνο. Τέθηκαν σε δημοπρασία από τον Christie’s στις 13 Ιουνίου 1887, οπότε και αγοράστηκαν για τον Samuel Cunliffe-Lister, 1ο βαρόνο του Masham of Swinton (1815-1906), για το Swinton Park.
Μαντάμ ντε Πομπαντούρ: Πολλά περισσότερα από ερωμένη του βασιλιά
Η Madame de Pompadour, η Jeanne-Antoinette Poisson, όπως ήταν το όνομα της, θεωρείται σημαντική προσωπικότητα στη γαλλική ιστορία του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄.
Δεν ήταν μόνο η επίσημη ερωμένη του βασιλιά, αλλά υπήρξε σύμβουλος του μέχρι το τέλος της ζωής της, όπως και προστάτιδα των τεχνών.
Η γοητευτική Ζαν-Αντουανέτ, παντρεμένη, μητέρα ενός κοριτσιού και λαμπερό αστέρι της παρισινής κοινωνίας, γνώρισε τον βασιλιά στις Βερσαλλίες το 1745, σε έναν χορό μεταμφιεσμένων που διοργανώθηκε στο πλαίσιο των εορτασμών του γάμου του δελφίνου Λουδοβίκου Φερδινάνδου (1729-1765), ο οποίος απεβίωσε πριν από τον πατέρα του και επομένως δεν κυβέρνησε ποτέ.
Ο ντροπαλός Λουδοβίκος, η νεαρή ερωμένη του οποίου, δούκισσα de Châteauroux, είχε πεθάνει ξαφνικά το 1744, ερωτεύτηκε τη Ζαν-Αντουανέτ και την έφερε στο Ανάκτορο των Βερσαλλιών την ίδια χρονιά, δίνοντας της ένα διαμέρισμα ακριβώς πάνω από το δικό του -μία μυστική σκάλα επέτρεπε στον μονάρχη να έχει πρόσβαση στο διαμέρισμα της ερωμένης του χωρίς να γίνεται αντιληπτός.
Τον Ιούλιο και αφού είχε φροντίσει η νέα αγαπημένη του να λάβει νόμιμα διαζύγιο, της χάρισε το Κάστρο Πομπαντούρ και της έδωσε τον τίτλο της Μαρκησίας, παρουσιάζοντάς την επίσημα στην Αυλή τον Σεπτέμβριο του 1745. Ωστόσο, οι αστικές και όχι αριστοκρατικές ρίζες της (ο πατέρας της ήταν τραπεζίτης που είχε εμπλακεί μάλιστα σε ένα σκάνδαλο στη μαύρη αγορά και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα το 1725), προκάλεσαν σκληρή κριτική από τα μέλη της αριστοκρατίας.
Κατά τη δεκαετία του 1750, η Ζαν-Αντουανέτ έπαψε να είναι ερωμένη του βασιλιά, αλλά η επιρροή της στον μονάρχη παρέμεινε σημαντική. Αφού μετακόμισε στο ισόγειο της κύριας πτέρυγας του ανακτόρου το 1751, ο ρόλος της άλλαξε από ερωμένη σε έμπιστη φίλη. Έθεσε υπό την προστασία της συγγραφείς και καλλιτέχνες -ήταν άλλωστε, φίλη του Βολταίρου- ενώ ο Λουδοβίκος της ανέθεσε την επίβλεψη σημαντικών έργων.
Το 1756 χρηματοδότησε την ίδρυση του βασιλικού εργοστασίου πορσελάνης στη Sèvres, όπως και τη δημιουργία της Place Louis XV, τη γνωστή σήμερα Place de la Concorde, και έπεισε τον βασιλιά, με τη βοήθεια του αδελφού της Μαρκησίου του Marigny, για την ανέγερση του Μικρού Τριανόν (Petit Trianon) στις Βερσαλλίες. Επιπλέον, το 1751 στήριξε την έκδοση των δύο πρώτων τόμων της Εγκυκλοπαίδειας των Ντιντερό και ντ′ Αλεμπέρ.
Άφησε την τελευταία της πνοή στις Βερσαλλίες, σε ηλικία μόλις 43 ετών από φυματίωση ή από καρκίνο του πνεύμονα. Λέγεται ότι ο βασιλιάς επηρεάστηκε βαθιά από το τέλος αυτής της «εικοσαετούς φιλίας».
Ενώ μεγάλο μέρος της ζωής της επικεντρώθηκε γύρω από το Παλάτι των Βερσαλλιών και τον στενό κύκλο του βασιλιά, τα χρόνια που έζησε στο Château de Crécy, στο οποίο αποσυρόταν όταν ήθελε να ξεφύγει από τις πιέσεις της Αυλής και να απολαύσει έναν πιο χαλαρό, ιδιωτικό τρόπο ζωής, παρότι λίγα, αποτελούν σημαντικό σταθμό στην προσωπική της ιστορία.
Τα φωτιστικά, η αξία των οποίων εκτιμάται σε 1, 2 εκατ. ευρώ, περιλαμβάνονται στην ετήσια δημοπρασία Treasures του οίκου, που θα πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο, στις 4 Δεκεμβρίου.
Με πληροφορίες από Guardian, Sotheby’s, chateauversailles.com