“Όμως κι η Τουρκία δεν μένει περισσότερο στάσιμη απ′ όσο ο υπόλοιπος κόσμος [...]”.
Fr. Engels, άρθρο στην New York Daily Tribune, 7/10/1853
Πολύ μελάνι έχει χυθεί τα τελευταία χρόνια από “ειδικούς” κι ερασιτέχνες μελετητές των διεθνών σχέσεων, που προσπαθούν να εξιχνιάσουν τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και να προβλέψουν με αυτόν τον τρόπο τις μελλοντικές κατευθύνσεις που πρόκειται να πάρει.
Κυρίως, το ζήτημα που δεν τους αφήνει να κοιμούνται τα βράδια είναι πως δεν έχουν μπορέσει ακόμα να καταλήξουν σε κάποιο συμπέρασμα αναφορικά με το “που ανήκει” η ισλαμιστική Τουρκία. Αν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της περισσότερο σαν μέρος της ευρωατλαντικής σφαίρας επιρροής, ή αν ετοιμάζεται να αποχωρήσει από το σύστημα συμμαχιών της υπερεθνικής ελίτ για να ενταχτεί σε κάποιον άλλον “άξονα” της διεθνούς πολιτικής, και πιο συγκεκριμένα σε αυτόν που περιλαμβάνει τη Ρωσία, το Ιράν, κλπ.
Έτσι, μπερδεύουν αυτό που συνιστά ουσία και περιεχόμενο της νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής και το ερμηνεύουν εσφαλμένα σαν σύμπτωμα ανισορροπίας, σαν παλινδρόμηση της τουρκικής ελίτ, η οποία άγεται και φέρεται από τις απότομες αλλαγές στις διαθέσεις και τα καπρίτσια του “σουλτάνου” Ερντογάν.
Το όραμα της Τουρκίας
Ωστόσο, η απροθυμία της ισλαμιστικής Τουρκίας να ενταχτεί σε κάποιο από τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής ανωριμότητας ή δείγμα της αναποφασιστικότητας από την οποία διακατέχεται η ισλαμική άρχουσα τάξη, αλλά ένδειξη ότι η Τουρκία κατανοεί πλέον τον ρόλο της στο διεθνές σύστημα κυριαρχίας σαν αυτόν μιας “πρώτης τάξεως” δύναμης. Μιας δύναμης που δημιουργεί τη δική της σφαίρα επιρροής, αποκτά κράτη-δορυφόρους και εξαρτημένες μη-κρατικές οντότητες που συνδέονται με σχέσεις υποτέλειας με την τουρκική μητρόπολη και συναλάσσεται ισότιμα με τα κέντρα εθνικής ή υπερεθνικής εξουσίας, αναλαμβάνοντας δράση για να δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις που θα τις επιτρέψουν να έχει πρόσβαση στα υπερεθνικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Συμπεριφέρεται δηλαδή σαν αυτό που ο ναζιστής νομομαθής και πολιτικός φιλόσοφος Carl Schmitt ονόμαζε “Reich”, το οποίο βρίσκεται στο ιστορικό στάδιο της δημιουργίας του δικού του μουσουλμανικού “Grossraum”.
Το Reich ήταν η καινοφανής έννοια που εισήγαγε στη διεθνή νομολογία το 1941 ο Schmitt, επιχειρώντας να κατχυρώσει νομικά τα νέα δεδομένα που είχαν δημιουργήσει διαμέσου του πολέμου και της στρατιωτικής βίας οι ναζί κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σύμφωνα με αυτόν τον πανούργο απολογητή της ναζιστικής απολυταρχίας, τα “Reiche”, “είναι εκείνες οι ηγέτιδες δυνάμεις που οι πολιτικές ιδέες τους ακτινοβολούν σε μια μείζονα, καθορισμένη γεωγραφική σφαίρα, η οποία αποκλείει αξιωματικά τις επεμβάσεις εξωτερικών δυνάμεων εντός της, και που ως δυνάμεις υψώνονται πάνω από τα κρατικά σύνορα και τα πληθυσμιακά όρια ενός και μόνο λάου”.i
Από την άλλη, το “Grossraum”, ο μείζων χώρος δηλαδή, δεν είναι παρά η επικράτεια μέσα στην οποία η “ανώτερη” αυτή δύναμη προβάλλει ανεμπόδιστα την ισχύ της. Ένας υπερεθνικός χώρος όπου αναπαράγονται οι σχέσεις ανισοκατανομής της δύναμης ανάμεσα στο μητροπολιτικό κέντρο και την εξαρτημένη σε όλα τα επίπεδα περιφέρεια.
Ο Κεμάλ έβλεπε τη σύγχρονη Τουρκία σαν μια εθνικά ομοιογενή οντότητα με σαφώς συρρικνωμένα εδαφικά σύνορα, τα οποία όμως, η νέα πολιτική κοινότητα, το τουρκικό “έθνος” που επιθυμούσαν να κατασκευάσουν οι νεότουρκοι, θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει και να υπερασπιστεί αποτελεσματικά. Έλεγε χαρακτηριστικά ο Κεμάλ, “[...] η κυβέρνηση οφείλει να εμμένει σε μια πάγια πολιτική, βασισμένη στα γεγονότα και να έχει έναν και μόνο προσανατολισμό: τη διασφάλιση της ζωής και της ανεξαρτησίας του έθνους εντός των φυσικών του συνόρων. Την πολιτική μας δεν πρέπει να επηρεάζουν ούτε το συναίσθημα ούτε οι αυταπάτες. Μακριά από εμάς τα όνειρα και οι σκιές. Μας κόστισαν ακριβά στο παρελθόν”.ii Όλα τούτα έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τα εκτεταμένα γεωγραφικά σύνορα του κράτους των Οθωμανών και την πολυεθνική σύνθεση της δικής τους πρωταρχικής πολιτικής κοινότητας, της “Ummah”, του πολυεθνικού “έθνους” των μουσουλμάνων πιστών.
Από την Κύπρο στο Αφρίν και την Ιντλίμπ
Στις μέρες όμως, το ισλαμιστικό κίνημα έχει προβεί σε μια δραματική αναθεώρηση των βασικών αξιωμάτων της κεμαλικής εθνικής ιδεολογίας.
Πέρα από τις στρατιωτικές δυνάμεις που διατηρεί παραδοσιακά στην Κύπρο μετά την εισβολή του 1974, ο τουρκικός στρατός έχει εισβάλει στην βόρεια Συρία, ελέγχει πλήρως τα ανατολικά τμήματα του συριακού Κουρδιστάν και έχει επιδοθεί σε μια σειρά από διοικητικές και δημογραφικές ενέργειες που αποβλέπουν να αλλάξουν ριζικά τα δεδομένα που υπήρχαν στην περιοχή πριν την εγκαθίδρυση της τουρκικής κατοχής. Η εθνοκάθαρση του γηγενούς κουρδικού στοιχείου και ο εποικισμός των εδαφών με εκτοπισθέντες Άραβες από την ανατολική Γκούτα και άλλα μέρη της Συρίας, η αντικατάσταση αραβικών και κουρδικών πινακίδων με τουρκικές, η κατασκευή εκ του μηδενός απ′ το τουρκικό κράτος ενός οικισμού-πρότυπο μέσα στα κουρδικά εδάφη με το αστρονομικό κόστος των 27 δισ. δολαρίων, αλλά και η από-τα-πάνω σύσταση κομματικών μηχανισμών στην περιοχή με σημείο αναφοράς την Τουρκία και το τουρκικό πολιτικό σύστημα, όλα δείχνουν ότι στο πρόγραμμα της ισλαμιστικής ελίτ περιλαμβάνεται η ολοκληρωτική προσάρτηση του συριακού Κουρδιστάν στην κυρίως γεωγραφική επικράτεια του τουρκικού κράτους.iii
Κι αν η στρατιωτική επιχείρηση στο Αφρίν είχε σαν πρόσχημα την “απειλή” που εκπροσωπούσε για το τουρκικό κράτος η παρουσία ένοπλων κουρδικών σχηματισμών περιμετρικά από τα σύνορα του, η ανάμειξη του τουρκικού στρατού στο Ιντλίμπ της βόρειας Συρίας, εκεί όπου έχει καταφύγει η μεγάλη μάζα των ισλαμιστών μαχητών μετά την ήττα τους από το μπααθικό καθεστώς, δεν μπορεί να υπολογίζει σε μια παρόμοια δικαιολόγηση με όρους μιας παραδοσιακής ερμηνείας του κρατικού συμφέροντος. Η ανάπτυξη τούρκικων δυνάμεων στο Ιντλίμπ δεν μπορεί επουδενί να “νομιμοποιηθεί” με βάση όσα προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο και δεν είναι παρά μια κυνική ιμπεριαλιστική απόπειρα από την πλευρά της τουρκικής ελίτ να αποδυναμώσει περαιτέρω τη Συρία, κατοχυρώνοντας για λογαριασμό της ένα μερίδιο από την κατανομή της εξουσίας που θα προκύψει μετά την λήξη του πολέμου.
Η περίπτωση της Λιβύης και οι σχέσεις της Τουρκίας με του Αραβες στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού δόγματος
Αλλά και στη Λιβύη, ο στρατός αποτελεί την αιχμή του δόρατος της νεο-οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτικό για το πώς αντιλαμβάνεται η ισλαμιστική Τουρκία τις σχέσεις της με τους Άραβες στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού δόγματος, δεν είναι μόνο το γεγονός της άμεσης επέμβασης της Τουρκίας σε μια φαινομενικά “εσωτερική” διένεξη ανάμεσα σε αντιμαχόμενες λιβυκές παρατάξεις, αλλά και η απόφαση που έλαβε η ισλαμιστική ελίτ να στηρίξει την πιο αδύναμη πλευρά της σύγκρουσης, που μέχρι την στιγμή της ανάμειξης της Τουρκίας διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο να χάσει τον πόλεμο. Η Τουρκία έχει ουσιαστικά αναλάβει τη διεύθυνση της διεξαγωγής του πολέμου για λογαριασμό της φιλο-ισλαμιστικής GNA, ενισχύοντας την πλευρά του Αλ-Σαράτζ με τάγματα τζιχαντιστών, με βαριά όπλα, στρατιωτικούς συμβούλους και έλεγχο του αέρα, μέσω των πολεμικών φρεγατών που έχουν καταπλεύσει στα λιβυκά παράλια κι επιτηρούν τον εναέριο χώρο με πυραύλους εδάφους-αέρος.iv
Διαβάστε επίσης: Η δράση των μισθοφόρων /τρομοκρατών της Τουρκίας στη Λιβύη
Ο στόχος είναι προφανής. Χάρη στην “βοήθεια” που παρέχει η Τουρκία, ο Σαράτζ έχει κατορθώσει να ανατρέψει τον σε βάρος του συσχετισμό δυνάμεων, καθώς οι δυνάμεις του GNA προελαύνουν σταθερά απέναντι στις ομάδες που πρόσκεινται στον NLA του Χαφτάρ, σπρώχνοντας τις προς τα ανατολικά και απομακρύνοντας έτσι την πιθανότητα κατάληψης της Τρίπολης. Παρ′ όλα αυτά, είναι κοινό μυστικό ότι ο Σαράτζ είναι πια όμηρος των νεο-οθωμανών, εφόσον σε αυτούς χρωστάει την εξουσία του και δεν διαθέτει τη δύναμη να επιβληθεί στα εκστρατευτικά σώματα και στις ισλαμικές πολιτοφυλακές που έστειλε η Τουρκία για να τον “βοηθήσουν”. Στην διόλου απίθανη περίπτωση που η GNA επκρατήσει, η Τουρκία δεν θα έχει στο πρόσωπο της Λιβύης απλώς έναν σύμμαχο, αλλά ένα δορυφορικό καθεστώς, μια υποτελή κυβέρνηση που θα συνιστά πολιτικό, ιδεολογικό και στρατιωτικό υποχείριο της.
Γίνεται φανερό από τα παραπάνω ότι η νεο-οθωμανική Τουρκία βλέπει τον αραβικό κόσμο σαν την πολιτική, οικονομική και πολιτισμική περιφέρεια της. Σαν το μουσουλμανικό Grossraum της, τον φυσικό στρατηγικό χώρο μέσα στον οποίο ασκεί την επιρροή της, που εκμεταλλεύεται για δικό της πολιτικό και οικονομικό όφελος και κυβερνά δικαιωματικά, αναλαμβάνοντας να μιλάει για λογαριασμό του στις υψηλότερες βαθμίδες του διεθνοποιημένου συστήματος κυριαρχίας (εξού και η εχθρική στάση απέναντι στο Ισραήλ).
Το “μαργαριταρένιο περιδέραιο” των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων
Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες των νέων οθωμανών δεν περιορίζονται άλλωστε στην επιβολή ευνοϊκά διακείμενων ή εξαρτημένων καθεστώτων στον αραβικό στρατηγικό τους περίγυρο, αλλά αφορούν και την απόκτηση σταθερής πρόσβασης στα κέντρα της υπερεθνικής εξουσίας. Με αυτό το σκεπτικό, η Τουρκία έχει αναπτύξει ένα δίκτυο από στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, το οποίο η φιλοκυβερνητική φυλλάδα Yenisafak αποκάλεσε το “μαργαριταρένιο περιδέραιο” των ενόπλων δυνάμεων, κι έχει σαν απώτερο στόχο τη δυνατότητα της Τουρκίας να επιτηρεί τις θαλάσσιες οδούς διακομιδής του πετρελαίου και να παρεμβαίνει στρατιωτικά αν αυτό καταστεί αναγκαίο, σε μια περιοχή η οποία μέχρι πρόσφατα απουσίαζε εντελώς από τον στρατηγικό σχεδιασμό της. Έτσι, η Τουρκία διατηρεί στρατιωτική βάση στο Κατάρ, με το οποίο υποστηρίζουν από κοινού τις διάφορες παραφυάδες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, οπουδήποτε αυτές δραστηριοποιούνται στον ισλαμικό κόσμο.
Επιπλέον, η τουρκική ελίτ έχει κατοχυρώσει τη στρατηγική παρουσία της στο Κέρας της Αφρικής, έχοντας δημιουργήσει στρατιωτικές βάσεις στη Σομαλία κι έχοντας συσφίξει με πολλούς τρόπους τις (άνισες) σχέσεις της με την κυβέρνηση της πολύπαθης αφρικανικής χώρας. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια ισλαμικα φιλανθρωπικά ιδρύματα προσκείμενα στο κυβερνών “Κόμμα της Δικαιοσύνης”, κατασκεύασαν στη Σομαλία νοσοκομεία, σχολεία και άλλα έργα κοινής ωφέλειας που ο μαρτυρικός λαός της Σομαλίας τόσο πολύ έχει στερηθεί, εκτινάσσοντας στα ύψη τόσο την ιδεολογική απήχηση του τουρκικού ισλαμισμού, όσο και την προσωπική δημοτικότητα του ίδιου του Ερντογάν.v
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά σχετικό δημοσίευμα, το όνομα Ταγίπ έγινε πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους σομαλούς που βαφτίζουν τα νεογέννητα παιδιά τους. Το τρίγωνο των βάσεων συμπληρώνεται από την ναυτική βάση που οι νέοι οθωμανοί σκοπεύουν να εγκαταστήσουν στο νησί Σουακίν, παλιό ορμητήριο του οθωμανικού ναυτικού στην Ερυθρά θάλασσα, το οποίο η Τουρκία συμφώνησε να ενοικιάσει από το κράτος του Σουδάν για 99 χρόνια, με ανοιχτό το ενδεχόμενο επέκτασης της εκμίσθωσης και πέρα από αυτό το χρονικό διάστημα.vi Και φυσικά η εξέλιξη που επικυρώνει την επαύξηση της στρατιωτικής ισχύος της Τουρκίας και αποτελεί το επιστέγασμα του νεο-οθωμανικού οράματος για την αναβάθμιση της τουρκικής ελίτ στην παγκόσμια καπιταλιστική ιεραρχία, είναι η ναυπήγηση του πρώτου τουρκικού αεροπλανοφόρου, του “TCG Anadolu”. Το Anadolu θα είναι επιχειρησιακά έτοιμο το 2021 και θα περιπολεί την απομακρυσμένη θαλάσσια περιοχή που νοητά βρίσκεται μέσα στο στρατηγικό πεδίο ευθύνης των νέων βάσεων στο Κατάρ, τη Σομαλία και το Σουδάν.vii
Ο ρόλος της ευσεβούς”, ισλαμιστικής οικονομικής ελίτ στην Τουρκία
Ποιά είναι όμως η υλική δύναμη που βρίσκεται πίσω από την εκδήλωση του νεο-οθωμανικού ιμπεριαλισμού; Κάθε επεκτατική εξόρμηση ενός κράτους στρέφεται πάντοτε εξίσου και προς τα μέσα. Αλλάζει τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, αναπαράγει την ανισοκατανομή της δύναμης ανάμεσα τους και “τσιμεντώνει” ταξικά προνόμια και συμφέροντα. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η συμβατική σοφία ταυτίζει τη φιλοπόλεμη τάση μέσα στους κόλπους της αμερικανικής ελίτ με τον οργανικό ρόλο που επιτελεί το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας συνολικά και, σίγουρα, αυτή η θέση εμπεριέχει μια μεγάλη δόση αλήθειας. Στην Τουρκία όμως τέτοια πολεμική βιομηχανία δεν υπάρχει. Κι αν καμιά μερίδα της οικονομικής ελίτ δεν ωφελούνταν από τις αλόγιστες σπατάλες δημοσίου χρήματος που συνεπάγεται η περιπέτεια της επέκτασης της νεο-οθωμανικής ισχύος, τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι ισχυροί παράγοντες του τουρκικού καπιταλισμού θα είχαν ήδη τραβήξει το αυτί του επίδοξου σουλτάνου, ή θα τον είχαν πετάξει με τις κλωτσιές έξω από το “λευκό παλάτι” του.
Ωστόσο, αν κάνεις μελετήσει προσεκτικά τα οικονομικά στοιχεία μπορεί να διακρίνει δύο συστημικές τάσεις, δύο εγγενείς δυναμικές που αφορούν την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας και, κατά κάποιον τρόπο, εξηγούν τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των νεο-οθωμανών. Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία είναι η 27η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, δύο θέσεις μπροστά από την Σαουδική Αραβία που παραδοσιακά κατείχε την θέση της ηγέτιδας οικονομικής δύναμης του μουσουλμανικού κόσμου, και πολύ μακριά από οποιαδήποτε άλλη μουσουλμανική χώρα στον σχετικό πίνακα.viii Το ενδιαφέρον στοιχείο έγκειται στο γεγονός ότι ο μεγάλος όγκος των εξαγωγών που συνιστούν την ατμομηχανή της ανάπτυξης του τουρκικού καπιταλισμού προέρχεται από τον δευτερογενή τομέα της μεταποίησης (ποσοστό 60%). Με άλλα λόγια, η μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην εκβιομηχάνιση της παραγωγής και την μετατροπή της Τουρκίας σε σημαντική βιομηχανική δύναμη.
Παρ′ όλα αυτά, το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών της χώρας εξακολουθεί να παραμένει αρνητικό με τις εξαγωγές να ανέρχονται στα 166 δισεκατομμύρια δολάρια και τις εισαγωγές στα 214 δισεκατομμύρια. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό επειδή οι βασικοί εμπορικοί της “εταίροι” είναι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπως η Κίνα, η Γερμανία και η Ιταλία που επιβαρύνουν ετησίως την τουρκική οικονομία με εμπορικά ελλείμματα της τάξεως των 25 δισ. δολαρίων.
Αυτό λοιπόν που έχει ανάγκη το τουρκικό εξαγωγικό κεφάλαιο είναι η δημιουργία μιας σφαίρας επιρροής από εξαρτημένες χώρες, στις αγορές των οποίων θα έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση και θα μπορεί να διοχετεύει με προνομιακούς όρους τα καταναλωτικά προϊόντα που παράγει η τουρκική βιομηχανία. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορεί να αντλεί διαρκή κι εγγυημένα εμπορικά πλεονάσματα, τα οποία θα το βοηθήσουν να ανταπεξέλθει στις σκληρές ανταγωνιστικές πιέσεις που υφίσταται από τις προηγμένες οικονομίες της υπερεθνικής ελίτ στο απορρυθμισμένο περιβάλλον της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια, οι θεοκρατικές μοναρχίες του Κόλπου επένδυσαν αυξημένα ποσά σε διάφορους κλάδους του τουρκικού καπιταλισμού και οι ευγενικές χορηγείες του ισλαμικού τραπεζιτικού τομέα προς τα πιο δυναμικά κομμάτια της τουρκικής μπουρζουαζίας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάδυση μιας “ευσεβούς”, ισλαμιστικής οικονομικής ελίτ που έχει στην κατοχή της το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής υποδομής της χώρας.ix Παράλληλα, ένα άλλο τμήμα της κεφαλαιοκρατικής ελίτ διέβλεψε ότι μόνο οφέλη θα είχε από μια ενδεχόμενη “ισλαμοποίηση” του και από την πολιτική ευθυγράμμιση του με το νεποτιστικό ισλαμιστικό κατεστημένο. Το AKP άλλωστε πρόσφερε στους τούρκους καπιταλιστές την προοπτική της διάλυσης των θεσμικών μηχανισμών συλλογικής άμυνας της εργατικής τάξης και της αφομοίωσης τους μέσα στο αντιδραστικό κοινωνικό φαντασιακό της αναβίωσης του αυτοκρατορικού μεγαλείου του “ένδοξου” οθωμανικού παρελθόντος.x Παλιότερα, οι φαβιανοί σοσιαλδημοκράτες είχαν εκδόσει μακροσκελέστατη μπροσούρα εκθέτοντας με πάσα επιμέλεια τους λόγους για τους οποίους η διατήρηση του αγγλικού imperium ήταν προς το συμφέρον των εργαζόμενων μαζών της Βρετανίας.xi Από την άλλη, ο Bismarck θέσπισε το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην ιστορία προκειμένου να εξασφαλίσει την ειρήνη ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, προτού επιδοθεί στην εκστρατεία για την ενοποίηση της Γερμανίας κάτω από το σκήπτρο της πρωσσικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε σε μια διαφορετική ιστορική συγκυρία, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Στους τούρκους εργαζόμενους κανένα θετικό κίνητρο δεν πρόκειται να προσφερθεί για να πειστούν να θυσιάσουν τη ζωή τους σαν πρόβατα στο βωμό του νεο-οθωμανικού μεγαλείου.
iC. Schmitt – R. M. W. Kempner, Ο Καρλ Σμιτ στο δικαστήριο της Νυρεμβάργης & Grossraum και Reich (Εκδόσεις Συγχρονικότητα), σελ. 39.
iiH. Poulton, Ημίψηλο, Γκρίζος Λύκος και Ημισέληνος (Οδυσσέας), σελ. 125.
iiiΤο ποσοστό των Κούρδων που μένουν μόνιμα στην περιοχή έχει μειωθεί από 80% σε 20% μετά την τουρκική εισβολή, στο http://globalcomment.com/the-tragic-consequences-of-turkeys-colonization-of-syrias-kurdish-afrin-region/. Για τη δημιουργία αντιπροσωπευτικών πολιτικών μηχανισμών με σκοπό την “δημοκρατική” επικύρωση της προσάρτησης του Αφρίν βλέπε, https://ahvalnews.com/afrin/congress-makes-afrin-part-turkish-province. Για τον πανάκριβο οικισμό που οι νεο-οθωμανοί σκοπεύουν να οικοδομήσουν στο Κουρδιστάν βλέπε, https://www.presstv.com/Detail/2019/09/28/607324/Turkey-Syria-safe-zone-refugees.
vihttps://www.dailysabah.com/columns/merve-sebnem-oruc/2019/05/10/who-is-disturbed-by-turkeys-presence-on-sudans-suakin-island.
viiΔεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε εδώ μια ακόμα σημαντική διάσταση που έχει το φλερτ του Ερντογάν με τις χώρες της Αφρικής. Μιλάμε βέβαια για την απόκτηση διπλωματικής υποστήριξης και την εξασφάλιση ψήφων μέσα στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ιστορικά άλλωστε, η συστηματική καλλιέργεια οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων με τις χώρες της μαύρης Αφρικής εκ μερους των μεγάλων δυνάμεων, μπορεί είτε να γινόταν για τον λόγο που αναφέραμε πιο πάνω, ή να είχε σαν στόχο την προμήθεια πρώτων υλών, την εγκατάσταση στρατευμάτων στο έδαφος τους, ή όλα τα παραπάνω.
viiiΌλα τα στοιχεία που παρατίθενται πιο κάτω προέρχονται από την ετήσια έκθεση του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία στην Ευρώπη, https://oec.world/en/profile/country/tur/.
ixΜόνο το 2019, το Κατάρ διέθεσε το ποσό των 7 δισ. δολαρίων με την μορφή άμεσων επενδύσεων στην τουρκική οικονομία, https://www.dailysabah.com/business/2019/12/03/another-7-billion-of-qatari-investments-to-flow-into-turkey.
xG. Uysal, Charity State: Neoliberalism, Political Islam, and Class Relations in Turkey, file:///C:/Users/Lenovo/Downloads/190250-Article%20Text-217344-2-10-20190529.pdf.
xi Fabianism and the Empire, https://archive.org/details/fabianismempirem00shawuoft/page/n6/mode/2up.