Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Άνοιξη τους 2016 ήδη, ζητάει εκλογές. Και προβλέπει εκλογές. Ενώ ξεκίνησε την αρχηγική του θητεία στη ΝΔ με τη ρήση «δεν βιάζομαι να γίνω Πρωθυπουργός», μέσα σε πολύ λίγους μήνες το λησμόνησε. Και το πήρε πίσω. Άρχισε έτσι σταθερά και μονότονα να ζητάει εκλογές «εδώ και τώρα». Και, ανά τρίμηνο, να τις προβλέπει κιόλας. Να στοιχηματίζει επί των πρόωρων καλπών. Δέχτηκε, βλέπετε, ισχυρές πιέσεις προς τούτο, από εξωθεσμικά παράκεντρα εξουσίας, τα οποία είχαν βέβαια τους λόγους τους, ώστε να τα παίξουν όλα για όλα στην «αριστερή παρένθεση». Απολύτως ορατούς λόγους, λόγους που έβγαζαν μάτι. Όλα για όλα λοιπόν στην «αριστερή παρένθεση» από τότε. Ώσπου η παρένθεση έγινε αγκύλη, και η αγκύλη διάρκεια. Σήμερα, στο τελείωμα του 2017 ο Πρόεδρος της ΝΔ προβλέπει εκλογές το 2018. Ε εντάξει, αν του χρόνου τέτοια εποχή τις δει για το 2019, μπορεί και να πέσει μέσα…
Σήμερα πράγματι είναι κάποιοι, εκτός του Κυριάκου Μητσοτάκη, που βλέπουν εκλογές μέσα στο 2018. Ποντάροντας μάλιστα στο πρώτο του μέρος, εκεί κατά την Άνοιξη. Στην βάση ποιων ενδείξεων αλλά και ποιας πολιτικής λογικής, είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς. Πολύ δύσκολο. Δεδομένου ότι η απόφαση για πρόωρες εκλογές ανήκει αποκλειστικά στον Πρωθυπουργό. Και δεδομένου ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχει απολύτως κανένα λόγο να το επιχειρήσει. Αφού σ’ αυτή τη φάση, παρά την υπέρ του δημοσκοπική αναστροφή, είναι πιθανό να τις χάσει. Οπότε πως και γιατί; Πως και γιατί τώρα, μιας και βασίμως προσδοκά ότι τον Αύγουστο του 2018, με την έξοδο από τα μνημόνια, τα πράγματα θα είναι πολύ καλύτερα για κείνον.
Οι δημοσκοπήσεις, όλες οι δημοσκοπήσεις, όλων των εταιριών, πράγματι έχουν εδώ και κάποιους μήνες αρχίσει ν’ αλλάζουν «κατεύθυνση». Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται σταθερά ανοδική. Ενώ της ΝΔ σταθερά καθοδική ή, στην καλύτερη για κείνην περίπτωση, στάσιμη. Κι ενώ το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έχει πιάσει ταβάνι ως προς την συσπείρωση των σταθερών ψηφοφόρων του. Αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ακριβώς στα μισά της πορείας συσπείρωσης του κόσμου του. Έχοντας λαμβάνειν από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος όσων σήμερα δηλώνουν «αναποφάσιστοι». Εκείνων δηλαδή που ενώ προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ τηρούν ακόμη στάση αναμονής. Και δεν είναι μονάχα οι δείκτες της «πρόθεσης ψήφου». Το ίδιο ακριβώς ισχύει για όλα, χωρίς εξαίρεση, τα δημοσκοπικά ευρήματα. Τα λεγόμενα και ποιοτικά στοιχεία των ερευνών. Αξίζει επί πλέον να παρατηρήσει κανείς τον «δείκτη αισιοδοξίας» της ελληνικής κοινωνίας, όπως καταγράφεται στις μετρήσεις. Έχοντας αισθητά βελτιωθεί σε σχέση προς το πρόσφατο παρελθόν, παραμένει ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, δύσπιστος ο πολίτης ως προς το ενδεχόμενο «καθαρής εξόδου» από τα μνημόνια. Δεδομένου μάλιστα ότι βομβαρδίζεται καθημερινά περί του αντιθέτου από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα ενημέρωσης. Ε λοιπόν, όσο περνάει ο καιρός, και όσο πείθεται ο κόσμος πως τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα, και πως η «καθαρή έξοδος» είναι πλέον ορατή, το κυβερνών κόμμα δικαιούται να λογαριάζει σε ολοκληρωτική, σε πλήρη δημοσκοπική αναστροφή.
Από την άλλη μεριά, ο Πρωθυπουργός δεν έχει λόγο να φοβάται το λεγόμενο «τυχαίο ατύχημα». Την αναγκαστική δηλαδή προσφυγή στις κάλπες λόγω απώλειας της δεδηλωμένης. Η κυβερνητική πλειοψηφία, βλέπετε, έχει δοκιμαστεί τρία χρόνια τώρα στα δύσκολα, στα πολύ δύσκολα. Και επέδειξε αξιοθαύμαστη αντοχή. Οπότε πως μπορεί να γίνεται κουβέντα για πρόωρες εκλογές στους επόμενους μήνες; Δεν υπάρχει κανείς απολύτως λόγος, αλλά κανείς.
Από τον Αύγουστο του 2018, με την έξοδο από τα μνημόνια και από την επιτροπεία, με την επιστροφή της Χώρας στην κανονικότητα, τότε ναι. Τότε το εκλογικό σενάριο πράγματι παίζει. Είναι λογικά βέβαιο πως τότε ο Αλέξης Τσίπρας θα σταθμίσει όλα τα δεδομένα. Πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και δημοσκοπικά ασφαλώς, προπάντων ως προς τους δείκτες αισιοδοξίας του πολίτη. Και τότε θα πάρει τις αποφάσεις του.
Αν και, εδώ που τα λέμε, λογικότερο και μάλλον πιθανότερο μοιάζει το σενάριο του επισήμως διακηρυγμένου κυβερνητικού στόχου. Εκείνου της εξάντλησης της τετραετίας. Έτσι ώστε οι θετικές εξελίξεις να έχουν προλάβει να ενσωματωθούν στην «πραγματική οικονομία». Και να τις αισθανθεί ο πολίτης στην τσέπη του. Όλα τ’ άλλα, όσα περί προώρων υποστηρίζουν οι επειγόμενοι, απλώς κοντράρουν στην πολιτική λογική. Ακόμη και στην κοινή λογική…