Η πολιτική/εκλογική σύγκρουση που ολοκληρώνεται σε μερικές μέρες κλείνει μια μακρά προεκλογική και όχι μόνο, περίοδο (μια και διεξήχθησαν ήδη και οι εκλογές της 21ης Μάϊου), που οδήγησε σε καταιγιστικές αλλαγές επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις, θετικές και αρνητικές, που κάνουμε εδώ και μερικά χρόνια, τουλάχιστον μετά την πανδημία και τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και θα ξεκινήσω από τις αρνητικές εξελίξεις.
Οι αρνητικές εξελίξεις
Ο λεγόμενος «δημοκρατικός πατριωτικός χώρος», για τον οποίο καταβάλλαμε επίπονες και μακρόχρονες προσπάθειες να μεταβληθεί σε μια δύναμη ευθύνης, ικανή να προβάλει ένα όραμα για την επιβίωση και την αναγέννηση της χώρας και να επηρεάσει καθοριστικά το πολιτική σύστημα, απέτυχε παταγωδώς. Αντ’ αυτού, ιδιαίτερα μετά την Πανδημία και την Εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μεταβλήθηκε σε «αντιδημοκρατικό» πατριωτικό χώρο και κατά συνέπεια ψευδεπίγραφα πατριωτικό.
Στο τέλος ο Κασιδιάρης, η Νίκη και ο Βελόπουλος επικράτησαν συγκροτώντας ένα άτυπο αλλά πραγματικό ρωσικό κόμμα της άκρας Δεξιάς, δίπλα και παράλληλα με ένα εξίσου άτυπο αλλά υπαρκτό ρωσικό κόμμα της Αριστεράς.
Ορισμένοι μάλιστα, ιδιαίτερα κάποιοι φιλελεύθεροι συνοδοιπόροι της Νέας Δημοκρατίας, επειδή υποχρεώνονται οι ίδιοι να αποδεχτούν έννοιες που απέρριπταν διαρρήδην στο παρελθόν και τι οποίες εμείς εισαγάγαμε στο πολιτικό λεξιλόγιο, όπως εθνομηδενισμός, νεοθωμανισμός, εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού και των προσφύγων, κ.λπ., προσπαθούν να μας πλήξουν ιδεολογικά, «φορτώνοντας» μας τις περιστασιακές σχέσεις μας στο παρελθόν με τον Δημήτρη Νατσιό και συνολικότερα με τον «πατριωτικό χώρο».
Και όμως δεν μετανιώνουμε καθόλου για το γεγονός ότι σε μια μακρά διαδρομή που υπερβαίνει τις τρεις δεκαετίες, συνεργαστήκαμε με τον Μανόλη Γλέζο για τις γερμανικές αποζημιώσεις και την Κύπρο, με τον Νικόλα Βουλέλη και τον Άλκη Ρήγο (ΝΑΙ!) σε επιτροπή υπεράσπισης της Κύπρου και απόρριψης του τουρκικού επεκτατισμού· με τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη, τον Στέλιο Παπαθεμελή και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη ενάντια στο σχέδιο Ανάν και την υπεράσπιση των Κούρδων· με τον Βλάση Αγτζίδη για την ανάδειξη της γενοκτονίας των Ποντίων· με τον Κώστα Ζουράρι έχουμε οργώσει την Ελλάδα και με τον Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο) συμπορευτήκαμε σε πλήθος κοινωνικών και εθνικών αγώνων· συνεργαστήκαμε με τον Μίκη Θεοδωράκη στη Σπίθα. Έχουμε συνεργαστεί και με τον Δημήτρη Νατσιό και «ο Καραμπελιάς» έχει μιλήσει στην εκπομπή του, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών. Συνεργαστήκαμε με μοναχούς, ιερείς και μητροπολίτες, στην προάσπιση των εθνικών συμφερόντων και της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Συνεργαστήκαμε, λιγότερο ή περισσότερο με χιλιάδες ανθρώπους, διανοουμένους, φιλοσόφους, πολιτικούς, ιερωμένος, (αρκεί κανείς να αναγνώσει τους εκατοντάδες συνεργάτες του Άρδην), από τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Γεώργιο, μέχρι τον Αλέκο Αλαβάνο, από τον Στέλιο Ράμφο μέχρι τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο και τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο.
Όλα αυτά τα χρόνια, διαμορφώσαμε ένα ιδεολογικό, φιλοσοφικό και θεωρητικό «corpus», αξονισμένο σε ορισμένες βασικές αρχές: Τον πατριωτισμό, ως πρωταρχική μέριμνα μετά την επίταση της τουρκικής επιθετικότητας, την κοινωνική δικαιοσύνη, την οικολογική μέριμνα, την δημοκρατική ευαισθησία, την δημογραφική και πολιτιστική ανάταξη. Και δεν πάψαμε ποτέ, παράλληλα με τη θεωρητική και ιδεολογική μας παραγωγή να παρεμβαίνουμε στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. Εκατοντάδες βιβλία, εκδόσεις, περιοδικά εφημερίδες, ίσως και χιλιάδες εκδηλώσεις και παρεμβάσεις. Ακολουθώντας πάντοτε μια βασική αρχή. Ανοικτοί σε συνεργασίες και ταυτόχρονα σταθεροί στις απόψεις μας. Και σταθεροί δεν σημαίνει δογματικά προσκολλημένοι σε σχήματα και μορφές, αλλά επιμονή στον πυρήνα των αρχών μας. Αυτός ο διττός χαρακτήρας της φυσιογνωμίας μας, μάς οδήγησε ακριβώς στις πολλαπλές συνεργασίες μας αλλά και στις απαραίτητες ρήξεις.
Και δυστυχώς σπάνια ταυτιστήκαμε με κάποιον από τους συνεργάτες μας, διότι, δυστυχώς, οι περισσότερες από αυτές τις συνεργασίες, ιδιαίτερα οι πολιτικές, δεν παρήγαγαν πλήρη ταύτιση απόψεων φιλοσοφική, ιδεολογική και πολιτική αλλά είχαν κάποτε συγκυριακό χαρακτήρα. Εξου και οι αλλεπάλληλες ρήξεις μας. Με τους προερχόμενους από την Αριστερά, διότι εξαγόρασαν τον πατριωτισμό τους με την ένταξη σε ένα εθνομηδενιστικό σχήμα όπως ο Σύριζα. Όσο για τους προερχόμενους από τη Δεξιά, συγκρουστήκαμε κατ’ εξοχήν γύρω από το θέμα των εμβολίων και εν συνεχεία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Και πάρα τα όποια λάθη μας, που υπήρξαν πολλά, δεν μετανιώνουμε για τις βασικές μας επιλογές σε μια εποχή, μετά τη σοβιετική κατάρρευση, όπου το εθνικό ζήτημα σε όλες τις μορφές, του αναδεικνύεται ως το κεντρικό ζήτημα των κοινωνιών, πόσο μάλλον της Ελλάδας.
Ωστόσο, όπως προαναφέραμε παρότι σε αυτή τη διαδρομή, μοναδική στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, ήλθαμε σε επαφή ίσως με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι έτειναν πάντα ευήκοο ους στις απόψεις μας και επηρεάσαμε σημαντικά τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της κοινωνίας, όλη αυτή η δραστηριότητα δεν μπόρεσε και ίσως ούτε θα μπορούσε, να παραγάγει ένα πολιτικό αποτέλεσμα μεγάλης κλίμακας. Ακριβώς γιατί δρούσαμε σε ένα πολιτικά «εχθρικό περιβάλλον» για απόψεις σαν τις δικές μας. Η κοινωνία στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ειδικά μετά το 1990, κατευθυνόταν στη λογική μιας ήσσονος, καταναλωτικού τύπου, προσπάθειας και εμείς αντίθετα επιμέναμε στην ανάγκη παραγωγικής, κοινωνικής και εθνικής εγρήγορσης. Μας άκουγαν, συμφωνούσαν πολύ συχνά μαζί μας και βυθιζόντουσαν και πάλι «στην ευρωστία» της σαρκός και τα νανουρίσματα των μεγάλων κομμάτων. «Γιατί άραγε δεν σας ακολουθούν, αφού συμφωνούν μαζί σας», αναρωτιόντουσαν πολλοί. Και ευτυχώς είχαμε καταλάβει από ενωρίς ότι είναι άλλο πράγμα η αποδοχή της ακρίβειας κάποιων απόψεων και άλλο η στράτευση σε αυτές. Μας αγάπαγαν, αλλά δεν μας ακολουθούσαν. Η κοινωνία πήγαινε αλλού. Γι’ αυτό και δεν γελοιοποιηθήκαμε με κενά περιεχομένου εκλογικά «κατεβάσματα». Οι Δημοτικές Εκλογές της Αθήνας της Πάτρας και της Θεσσαλονίκης, όπου κατορθώσαμε να εκλέξουμε αντιπροσώπους ήταν το όριο της εκλογικής μας ισχύος.
Βιώναμε τον εαυτό μας ως «αιχμαλώτους της μεταπολίτευσης» και το μόνο που μπορούσαμε ένα κάνουμε ήταν ένα διαρκές «αντάρτικο» στο εσωτερικό των «εχθρικών» ή και των ουδέτερων γραμμών. Γι’ αυτό και μόνιμος και διακαής μας πόθος ήταν να έλθει το «τέλος της μεταπολίτευσης» Τόσο που συχνά γινόταν ευσεβής πόθος και αντικείμενο αστεϊσμών μεταξύ φίλων: Για πότε το προσεχές «τέλος της μεταπολίτευσης» του Καραμπελιά;!
Τώρα όμως, από αναβολή σε αναβολή αυτό έγινε πράξη, επί τέλους, αφήνοντας πίσω της τα συντρίμμια του πατριωτικού χώρου, σε Σπαρτιάτες, Βελόπουλους, και γεροντάδες. Διότι το αργόσυρτο τέλος της μεταπολίτευσης εξάντλησε ότι δημιουργικό είχε ο χώρος αυτός ιδιαίτερα μετά την αδιέξοδη στροφή του προς τα πίσω που έφερε η μνημονιακή εποχή και η Ρωσική επιβουλή. Ναζί, επιστολές του Χριστού, και γεροντάδες.
Οι θετικές εξελίξεις
Ωστόσο οι θετικές εξελίξεις υπερακοντίζουν κατά πολύ τις αρνητικές. Αν το πατριωτικό «αντάρτικο» έλαβε τέλος οριστικά, αυτό συνέβη ταυτόχρονα με το τέλος της μεταπολίτευσης και του ιδεολογικού του πυρήνα .
Στη νέα ιστορική περίοδο, ο πατριωτισμός ως βασικό διακριτικό στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας των σύγχρονων Ελλήνων μετακινείται προς το δημοκρατικό κέντρο και οι εθνοαποδομητικές απόψεις που κυριαρχούσαν σε μεγάλο μέρος των ιδεολογικών του εκφραστών υποχωρούν. Οι κατ’ εξοχήν εκφραστές του Εθνομηδενισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέουν, όχι τυχαία, καθώς καταρρέει η κυρίαρχη ιδεολογία της μεταπολίτευσης που τόσο εύγλωττα εκφράζουν οι Αντίφα: «Να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς»!
Μέσα από τη σκληρή εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη: την κρίση της δυτικοκεντρικής παγκοσμιοποίησης την ανάδυση νέων πόλων ισχύος, με την Κίνα επικεφαλής· τον παροξυσμό του Ισλαμισμού ο οποίος με αλλεπάλληλα Μπατακλάν αιματοκύλισε την Ευρώπη· τα τεράστια μεταναστευτικά παλιρροϊκά· τη νέα επιθετικότητα της Ρωσίας του Πούτιν και την ανάδυση του ισλαμικού νεοθωμανισμού τα έθνη, οι πολιτισμικές ταυτότητες η ανάγκη της συνέχισης του δυτικού πολιτισμού, αποκτούν μια νέα νομιμοποίηση, απέναντι στην άλλοτε κυρίαρχη μηδενιστική και ψευτοδιεθνιστική ιδεολογία.
Αρχίζει μια μεγάλη ιδεολογική και πολιτική μετακίνηση των μεσαίων τάξεων, της αστικής τάξης, αλλά και των ελίτ της Ευρώπης και της Ελλάδας. Στη Σκανδιναβία, επίκεντρο της Ευρωπαϊκής «μη-εθνικότητας», από τη Δανία έως τη Σουηδία, τα σύνορα επιστρέφουν. Για να μη μιλήσουμε για τη νέα μεταναστευτική πολιτική της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας, ή την άνοδο της Μελόνι στην Ιταλία. Τέλος, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επανέφερε στο κέντρο της Ευρωπαϊκής συζήτησης την ανάγκη άμυνας και σύσφιγξης των αμυντικών συμμαχιών.
Αυτές οι σαρωτικές; αλλαγές, σε συνδυασμό με την κατάρρευση ενός παρασιτικού οικονομικού μοντέλου στην Ελλάδα, επανέφεραν στο κέντρο της συζήτησης και του προβληματισμού έννοιες και λέξεις, όπως άμυνα, προστασία των συνόρων, κοινωνική συνοχή, ενδογενής ανάπτυξη, ενώ το έθνος, που αποτελούσε κυριολεκτικώς μια parola… non grata, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, εισέρχεται στο καθημερινό λεξιλόγιο πολιτικών και διανοουμένων, «Το εθνικό συμφέρον, η εθνική άμυνα κ.ο.κ.».
Πόσο μάλλον που ο ευρωπαϊσμός ο οποίος κάποτε προτάσσονταν ως ο αντίπαλος πόλος του «εθνολαϊκού» πατριωτισμού, σήμερα αποτελεί… στοιχείο αυτού του τελευταίου.
Τωόντι, στο παρελθόν, οι εθνομηδενιστικές ελίτ φαντασίωναν τον ευρωπαϊσμό ως διάλυση και αποσύνθεση της εθνικής ταυτότητας μέσα σε μια αδιαφοροποίητη ευρωπαϊκή χοάνη. Εξού και οι επιθέσεις τους ενάντια στην παράδοση, την ορθόδοξη ιδιοπροσωπία στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και η ανοικτή ή υποδόρια τουρκοφιλία τους, καθώς ο Ερντογάν στη δεκαετία του 2000 είχε ανακηρυχθεί σε «φιλελεύθερο ισλαμιστή», φιλικό προς την Ευρώπη.
Σήμερα όμως, απέναντι στην συνειδητοποίηση από την Ευρώπη, κατ’ εξοχήν τη Γαλλία, του κινδύνου που αντιπροσωπεύει ο ισλαμικός φονταμενταλισμός και η Τουρκία του Ερντογάν, καθώς και απέναντι την φιλοτουρκική απομάκρυνση του ξανθού γένους από την Ελλάδα, αυξάνεται η δυσπιστία των ΗΠΑ προς την Τουρκία (βλέπε S400, ακύρωση των F35, βάση στην Αλεξανδρούπολη που παρακάμπτει τον Βόσπορο) και ο πατριωτισμός αν δεν ταυτίζεται, οπωσδήποτε συμπορεύεται, τουλάχιστον για ένα διάστημα, με τον ευρωπαϊσμό και τη Δύση.
Και ως δια μαγείας, ακόμα και παλιοί εθνοαποδομητές «εκσυγχρονιστές», άρχισαν να κατανοούν, ίσως για πρώτη φορά, πως ο ευρωπαϊσμός δεν είναι αποτελεσματικός παρά μόνο ιδωμένος από τη σκοπιά ενός ισχυρού και αυτοδύναμου έθνους. Γι’ αυτό και διαπιστώνεται μια αντίστροφη κίνηση προς την αναβάθμιση των αξιών του πατριωτισμού και του ευρωπαϊσμού, ταυτόχρονα.
Μήπως να θυμίσουμε πως η ίδια η φιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέβηκε στην εξουσία το 2019 με μια εξωπραγματική γεωπολιτική αντίληψη, και τον Νοέμβριο του 2019 μείωνε τις αμυντικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2020, για να ανακρούσει πρύμναν και να πενταπλασιάσει τις εξοπλιστικές δαπάνες στον προϋπολογισμό του 2021; Ραφάλ, Μπελαρά, αμυντικές συμφωνίες, Αλεξανδρούπολη. κ.ο.κ.
Δημοσιογράφοι και διανοούμενοι, που όμνυαν στην πολυπολιτισμικότητα και την κατάργηση εθνών και συνόρων γίνονται υπέρμαχοι της εθνικής συνοχής και της ενσωμάτωσης των μεταναστών και όχι των πολυπολιτισμικών γκέτο.
Πρόκειται, προφανώς, για μια θετική εξέλιξη, άσχετα από κίνητρα και προθέσεις: Μέσω της Δύσης και της Ευρώπης ανακάλυψαν την Ελλάδα. Pourquoi pas;
Ωστόσο υπάρχει πάντα μια σημαντική διαφορά από εκείνους, που συνεχίζουν να βλέπουν τη Δύση με αφετηρία την Ελλάδα.
Μάλιστα καθώς η κατάρρευση της μεταπολίτευσης, το 2010, αποτέλεσε, κατ’ εξοχήν, την κατάρρευση του κρατικιστικού μοντέλου και της κρατικής αστικής τάξης –του παρασιτικού καταναλωτισμού κατά τον Παναγιώτη Κονδύλη–, τα μεγαλύτερα πολιτικά πλήγματα θα τα υποστούν πρώτο το ΠΑΣΟΚ, με τον Γιώργο Παπανδρέου, που μας εισήγαγε στην κόλαση των μνημονίων και ως δεύτερη όψη του νομίσματος, το «αντιμνημονιακό» νεοΠΑΣΟΚ του Αλέξη Τσίπρα.
Η δε έξοδος από την κρίση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εάν το κέντρο βάρους της οικονομίας και των κοινωνικών επιλογών πρέπει να περάσει από την κατανάλωση στη συσσώρευση και την παραγωγή, από το καταναλωτικό στο παραγωγικό μοντέλο.
Οι αντιφάσεις του νέου κυβερνητικού μπλοκ
Αυτό το κοινωνικό μπλοκ που έχει αναλάβει την εξουσία υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης, έχει διαταξικά χαρακτηριστικά, που ενισχύονται και από την παρούσα μονοπολικότητα του πολιτικού συστήματος καθώς συμπεριλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων καθώς και σημαντικά τμήματα των λαϊκών τάξεων.
Και τα μεσαία και λαϊκά στρώματα, περισσότερο συνδεδεμένα με την παράδοση, την ορθοδοξία και τον πατριωτισμό, επιβάλουν κάποτε τις δικές τους απόψεις και κατευθύνσεις στη συμμαχία, παρά την ηγεμονία των αστικών ελίτ. Χαρακτηριστικά, θα επιβάλλουν την καταδίκη της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ΝΔ, ή την πολιτική για το μεταναστευτικό στον Έβρο και τα νησιά, – παρά την αρχική, επηρεαζόμενη από τις ΜΚΟ και την Open Society, θέση πως τα «θαλάσσια σύνορα δεν φυλάσσονται». Ο Έβρος και η ομόθυμη στάση του ελληνικού λαού θα σαρώσουν τις σχετικές ιδεοληψίες – που παρ’ όλα ταύτα συνεχίζουν να επιβιώνουν.
Η πίεση και η παρουσία των μεσαίων στρωμάτων θα επιβάλουν μια ισχυρή επιδοματική πολιτική μπροστά στην πανδημική και την ενεργειακή κρίση, παρά τις αντιρρήσεις κάποιων ζηλωτών του φιλελευθερισμού.
Αυτή η μαζική ανάδυση του κοινωνικού και πολιτικού κέντρου ως του faiseur des Rois στην ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα (άλλωστε το 50% των Ελλήνων αυτοχαρακτηρίζονται ως μεσαία τάξη) αποτελεί εν πολλοίς και συνέπεια της κρίσης των αστικών αλλά και των λαϊκών τάξεων κατά τη μνημονιακή περίοδο. Πράγματι, μεγάλο μέρος των επιχειρήσεών είτε συρρικνώθηκε είτε πέρασε στα χέρια του ξένου κεφαλαίου – μόνο το εφοπλιστικό κεφάλαιο παραμένει ισχυρό, ενώ οι λαϊκές τάξεις αποσυντέθηκαν και ένα μέρος τους λουμπενοποιήθηκε.
Εντούτοις οι αστικές ελίτ διατηρούν ή προσπαθούν να διατηρήσουν την ηγεμονία σε κομβικά πεδία του πολιτισμού και των ιδεολογικών αναπαραστάσεων, μια και το Κολέγιο και το Χάρβαρντ αποτελούν σχεδόν τον αναγκαίο προθάλαμο της πολιτικής εξουσίας.
Στο πεδίο της «υψηλής κουλτούρας» οι ακραίες μηδενιστικές ιδεολογίες, με ένα έντονο άρωμα woke, συνεχίζουν να κυριαρχούν ασφυκτικά, από τη «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, μέχρι το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και τα πολιτιστικά ένθετα των «σοβαρών» εφημερίδων. Το ίδιο ισχύει ακόμα στον χώρο του Πανεπιστημίου. Χαρακτηριστικός υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο «εορτάστηκε» η επέτειος των διακοσίων χρόνων από το 1821 από το επίσημο κράτος, ενώ παρασιωπήθηκε σκανδαλωδώς η επέτειος των εκατό χρόνων από το 1922. Με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, με τα σχετικά βιβλία του Στάθη Καλύβα στο προσκέφαλό του και ομιλίες για το «νεαρό έθνος–κράτος» των Ελλήνων.
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία της ηγετικής ομάδας της ΝΔ και την ίδια την πρακτική της ως κυβέρνησης, που επισημάναμε ήδη στα ζητήματα των εξοπλισμών και του μεταναστευτικού, δεν μπορεί να λυθεί χωρίς να εισαγάγουμε την κοινωνική διάσταση αυτών των πολιτικών αντιφάσεων.
Εξ αιτίας του πολύ χαμηλού ύψους των επενδύσεων (13% του ΑΕΠ το 2022, έναντι 23% στην Ευρώπη) ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει η δυναμική μιας ενδογενούς ανάπτυξης. Η οικονομία στηρίζει το πλεόνασμά της στον τουριστικό τομέα σε μεγάλο βαθμό, ενώ ένα μεγάλο μέρος της έχει περάσει σε ξένα χέρια (τράπεζες, αεροδρόμια, λιμάνια, μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις, real estate, αλυσίδες τροφίμων, ιδιωτικές κλινικές κ.λπ.) και έχει αυξηθεί το ειδικό βάρος των εφοπλιστών (Μαρινάκης, Βαρδινογιάννης, Αλαφούζος, Κυριακού, Λάτσης, κ.λπ.) που ελέγχουν σχεδόν και το σύνολο των ΜΜΕ. Ως συνέπεια όλων αυτών παραμένει πολύ ισχυρή η ροπή των υψηλότερων στρωμάτων της αστικής τάξης να βλέπουν και αυτοί την Ελλάδα «από τα έξω προς τα μέσα» και όχι το αντίστροφο. Χαρακτηριστική εξάλλου είναι η περίπτωση του ομίλου Μυτιληναίου που ετοιμάζει την μεταφορά της έδρας της στον Καναδά!
Άλλωστε οι γόνοι τους, αποτελούν μέλη μιας έντονα διεθνοποιημένης υπερεθνικής ελίτ. Πολύ πιο εύκολα μπορούν «να εκφράζονται», οι φιλότεχνες συμβίες τους από τα woke ανοσιουργήματα της Στέγης του ιδρύματος Ωνάση και να εκστασιάζονται από τα τερατουργήματα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Έχουν πάψει να υποκλίνονται στον Παναγιώτη Ζωγράφο που ζωγράφισε τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όπως έκανε κάποτε ο Γιώργος Σεφέρης και να επισκέπτονται την Εθνική Πινακοθήκη. Καθόλου τυχαία δε, πολλά από τα βαριά πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας, όπως το Μουσείο Μπενάκη και όχι μόνο, διοικούνται από ξένους διευθυντές.
Και αν σήμερα «συγκατοικούν» πολιτικά με το «πόπολο» των μεσαίων τάξεων, αυτό συμβαίνει διότι τα δικά τους συμφέροντα συναντιούνται με εκείνα της μεσαίας τάξης, γύρω από την ανάγκη σταθερότητας στη χώρα, μετά από δεκαπέντε χρόνια κρίσης, ανάγκη την οποία άλλωστε «επιστατούν» και οι δυνάμεις της Δύσης. Η σταθερή Ελλάδα αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη γεωπολιτική ισορροπία της Ανατολικής Μεσογείου και της Ευρώπης γενικότερα.
Τι δέον γενέσθαι;
Αυτή νέα πραγματικότητα, μας βάζει και νέες προτεραιότητες: Την εμβάθυνση των σχέσεων μας με αυτό τον νέο πατριωτισμό, που είναι πολύ πιο ήπιος από εκείνον του άλλοτε «πατριωτικού χώρου» αλλά πολύ πιο μαζικός και ρεαλιστικός. Με την ενίσχυση κατευθύνσεων όπως η υπεράσπιση των συνόρων, η αμυντική θωράκιση, η δημογραφική ανάκαμψη, η παραγωγική ανασυγκρότηση. Και πάντα σε αντίθεση με τον ακραίο εθνομηδενισμό της Αριστεράς, – ένα τμήμα της οποίας άλλωστε, ίσως το ΠΑΣΟΚογενές, μετά την ήττα θα αρχίσει να απομακρύνεται από τις εθνομηδενιστικές ιδεοληψίες. Παράλληλα δε θα πρέπει να γίνεται η αυστηρότερη κριτική στις αντιφάσεις της κυβέρνησης και της εξουσίας. Και να αναδεικνύεται το μεγάλο της κενό, η έλλειψη οράματος.
Πάντως η μεταπολιτευτική εξορία μας έχει λάβει τέλος.
Αλλά για όλα αυτά και τις μελλοντικές εξελίξεις στον αντιπολιτευτικό χώρο, στο επόμενο σημείωμα.