Υπάρχει μια αόρατη, λεπτή γραμμή που συνδέει την Ελλάδα και την ιστορία της με εκείνη των εθνών της ανατολικής Ευρώπης. Η κοινή ιστορική μας εμπειρία, έχει να κάνει με τα εθνικά μας κινήματα, που ’ταν κινήματα αυτοδιάθεσης-απόσχισης από αυτοκρατορίες υπερεθνικού χαρακτήρα.
Εμείς, δεν υπήρξαμε, όπως πολλά έθνη της δυτικής Ευρώπης αυτομετασχηματιζόμενες ―συχνά μέσω επαναστάσεων― μοναρχίες. Διαμορφώσαμε, στην πρώτη φάση της αναγέννησής μας, μια πολιτιστική αντίληψη για την εθνική μας ενότητα, η οποία σε δεύτερη κινήθηκε για να διεκδικήσει την κρατική αυτοτέλεια.
Η ιδέα περί ενός παλλαϊκού, πολιτιστικού έθνους, ότι τα έθνη κράτη οφείλουν αντικατοπτρίζουν όχι μόνον την ενότητα την τυπική των πολιτών τους έναντι του κράτους, αλλά και μια συμφωνία αξιών κεντρική, μια αίσθηση κοινής ιστορικής πορείας και ενός χαρακτήρα συλλογικού, την εισηγήθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη η Επανάσταση των Ελλήνων του 1821 ―την προσέλαβαν οι κοινωνίες της Ευρώπης μέσω του φιλελληνικού κινήματος.
Μια δεύτερη ώθηση σε αυτήν την ιδέα υπήρξαν οι Επαναστάσεις του 1848, καλούμενες και ως «Άνοιξη των Εθνών», όπου επίσης, οι αστικές, εθνικές επαναστάσεις των Ανατολικο-ευρωπαϊκών εθνών (έναντι της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας), θα συμπαρασύρουν και τις αντίστοιχες της Δύσης.
Αν στη Δυτική Ευρώπη, λοιπόν, η μορφή του έθνους κράτους απέκτησε την πιο καθαρή της εκδοχή, από την σκοπιά των νομικών, συνταγματικών, και θεσμικών επιχειρημάτων, στην Νοτιο-ανατολική και την Ανατολική Ευρώπη απέκτησε ιστορικό και πολιτιστικό βάθος, ενσωμάτωσε τις λαϊκές παραδόσεις, τα έθιμα, την μουσική, είδε την γλώσσα ως φορέα εθνικής συνείδησης, μίλησε για το ρίζωμα και την κοινότητα.
Η Δυτική Ευρώπη οφείλει πολλά στην Ανατολική και την Νοτιοανατολική αλλά το κρύβει πίσω από ένα κόμπλεξ και μια υποτίμηση τεράστια.
Οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, σύμφωνα με αυτή, είναι πάντοτε βουβοί, ακόλουθοι και «πιόνια» στην σκακιέρα των μεγάλων αυτοκρατοριών. Δεν πρόκειται για έθνη, αλλά για «σύνορο» και ουδέτερη ζώνη. Χώρος και όχι χώρες.
Αυτή η βαθιά υποτίμηση εκφράζεται στην τοποθέτηση του Μηρσχάιμερ και των υπόλοιπων υποτίθεται «ψυχρών» αναλυτών των διεθνών συσχετισμών, και των αιτιών που μας οδήγησαν στη ρωσική εισβολή.
Αν θα δείτε, στην ερμηνεία τους, δεν υπάρχουν Πολωνοί, Ουκρανοί, Λετονοί, Λιθουανοί, Εσθονοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι ή Ρουμάνοι. Δεν υπάρχουν καν Ευρωπαίοι· υπάρχει μόνον η Αμερική, η Ρωσία και ο αναμεταξύ τους «ζωτικός χώρος» που θα πρεπε να μοιράζεται δίκαια και «κάμπτοντας τις ανησυχίες».
Θυσιάζοντας δηλαδή όλα αυτά τα έθνη της ανατολικής Ευρώπης, για να μην «ανησυχεί» η Ρωσία ή για να μην μπλέκει η Αμερική σε πολέμους που κοστίζουν, χαλάνε τις μπίζνες της πουτινικής ολιγαρχίας στη Νέα Υόρκη, και στερούν από την οικονομία της τα δολάριά τους.
Ε λοιπόν, αυτού του τύπου την στάση, εκθειάζουν ορισμένες και ορισμένοι στην Ελλάδα ως δήθεν «αντι-ιμπεριαλιστική». Κραδαίνοντας, μάλιστα, κάδρα όχι κάποιου ηγέτη αντιαποικιακού κινήματος αλλά του... Κίσινγκερ.