Μια μικρή τετραήμερη άδεια από τη δουλειά ήταν η αφορμή να σκεφτούμε με τη φίλη μου να αποδράσουμε, τέλη Αυγούστου όχι σε κάποιο νησάκι αλλά στη γειτονική Αλβανία.
«Μα καλά, στην Αλβανία;» ήταν η ερώτηση την οποία κληθήκαμε πολλές φορές να απαντήσουμε. Που να ήξεραν όλοι εκείνοι που μας ρωτούσαν ότι επρόκειτο να δοκιμάσουμε πρωτόγνωρα συναισθήματα στη γείτονο αυτή χώρα που πλέον θα τη νιώθαμε σαν δεύτερη πατρίδα, σαν προέκταση της δικής μας πατρίδας.
Η αλήθεια είναι πως τα στερεότυπα για τη χώρα αυτή καλά κρατούν και πως η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει άσχημη εικόνα για τη χώρα αυτή, για τη φτώχεια που έχει περάσει, για το δύσκολο παρελθόν της. Αν όμως επισκεφτείς την Αλβανία με την καρδιά ανοιχτή και ανεπηρέαστη από κάθε στερεότυπο, τότε αυτό που θα αντικρίσεις είναι μοναδικό.
Το ιδιωτικό λεωφορείο ξεκινούσε την ώρα του ηλιοβασιλέματος από τη δυτική πλευρά της πόλης, κι εγώ βολεύτηκα αναπαυτικά και υπομονετικά για τις επόμενες δώδεκα ώρες που θα ακολουθούσαν, ώσπου έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα υπό τους ήχους του βόρειο-ηπειρώτικου κλαρίνου που ήταν ίδιο στο άκουσμα με το δικό μας ηπειρώτικο.
Χαράματα φτάσαμε και πήγαμε κατευθείαν για ύπνο, προκειμένου να αντλήσουμε λίγες δυνάμεις για να ξεχυθούμε στα Τίρανα κατά τις έντεκα το πρωί.
Τίρανα λοιπόν! Μια μικρή πόλη με έντονο το σοσιαλιστικό παρελθόν της, όπως μαρτυρούν τα άφθονα σοσιαλιστικής αρχιτεκτονικής κτήρια ολόγυρα του κέντρου. Βεβαίως τείνουν να καλυφθούν από τα νεοφερμένα μεγαθήρια με τα γυάλινα παράθυρα και το επιβλητικό ύψος, τα νέα κτήρια που έφερε φυσικά μαζί του ο καπιταλισμός και η εξάπλωση του κεφαλαίου σε μια ταχεία κι επιτακτική ανάγκη εκσυγχρονισμού.
Η κεντρική πλατεία των Τιράνων, πλατεία αφιερωμένη στον Αλβανό ήρωα με το ελληνικό όνομα Σκεντέρμπεη ή Γεώργιο Καστριώτη, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των πολλαπλών προσώπων της Αλβανίας, μιας κι εδώ ο εθνικισμός απαντάται με το σοσιαλισμό, ο μουσουλμανισμός με τη χριστιανοσύνη. Η αλβανική σημαία κυματίζει σε σοσιαλιστικό φόντο και οι ουρανοξύστες στο βάθος διαταράσσονται από σταυρούς και τεμένη. Όλη η ιστορία της Αλβανίας σε μια πλατεία.
Με συγκλονίζει ιδιαίτερα αυτό το κτήριο που καταλαμβάνει ελάχιστο χώρο από το έδαφος μα εκτείνεται σε μεγάλο ύψος με συμμετρικές καμπύλες και κούφια παράθυρα που δίνουν μια αίσθηση του στοιχειωμένου σοσιαλιστικού παρελθόντος που πλανάται ακόμα πάνω από την πόλη.
Το ίδιο στοιχειωμένο παρελθόν μπορούμε να πούμε πως έχει και η περίφημη συνοικία Blloku (μπλοκ). Η άλλοτε απαγορευμένη συνοικία για τους κοινούς θνητούς, στην οποία, επί καθεστώς Χότζα κατοικούσαν μόνο κομματικά στελέχη, σήμερα έχει καταληφθεί από ξενοδοχεία και καφέ- εστιατόρια πολυτελείας. Οι κάτοικοι δείχνουν να έχουν ξεχάσει εκείνη την περίοδο του αποκλεισμού της χώρας από τον έξω κόσμο και το απολυταρχικό καθεστώς που επέβαλε ο Ενβέρ Χότζα. Τα πρόσωπα πάντως που αντικρίσαμε μας ήταν εντελώς οικεία, τόσο οικεία που πολλές φορές ξεχνούσαμε πως έχουμε περάσει τα σύνορα της δικής μας χώρας. Και όπου ζητήσαμε βοήθεια μας τη προσέφεραν απλόχερα, μιας και οι περισσότεροι μιλούν τα ελληνικά!
Κάτι ακόμα που άφησαν τα απομεινάρια της κυριαρχίας του Χότζα είναι η πλήρης αποδοχή της διαφορετικότητας, κυρίως στο θέμα της θρησκείας. Οι εκκλησίες βρίσκονται δίπλα σε τζαμιά, θα δεις μαντιλοφορεμένες γυναίκες πλάι σε γυναίκες με κοντές φούστες, ενίοτε στην ίδια παρέα. Η θρησκεία δείχνει να μη διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο για τους Αλβανούς, η σχέση με αυτή είναι χαλαρή, σαν ένα στοιχείο που τους «έλαχε» και απλά πορεύονται βάση αυτού. Δεν είναι αδιάφοροι ως προς αυτήν, απλά το καθεστώς αθεΐας του παρελθόντος τους έμαθε πως η θρησκεία δεν αποτελεί γνώρισμα με το οποίο θα έπρεπε να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους. Για μένα και τη φίλη μου δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε πρώην κομμουνιστική χώρα να εμφανίζεται πιο χαλαρή στην πορεία στο θέμα αυτό μιας κι έχουμε επισκεφτεί και οι δυο το μουσουλμανικό Κιργιστάν της πρώην ΕΣΣΔ.
Πέρα από την αλβανική πρωτεύουσα που ζει κοιτώντας με το ένα μάτι στην αναπτυγμένη Δύση, η αλβανική επαρχία δείχνει να κινείται ακόμα σε χαλαρούς ρυθμούς και μας θύμισε έντονα την Ελλάδα του πενήντα όπως μας την είχαν περιγράψει οι παππούδες μας : μια Ελλάδα που προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να αφήσει πίσω της τη φτώχεια, μια Ελλάδα που αναζητούσε εναγωνίως ταυτότητα, στρεφόμενη στο ένδοξο παρελθόν της.
Επισκεφτήκαμε το γραφικό και πανέμορφο Μπεράτι, την πόλη με τα χίλια παράθυρα. Η αρχιτεκτονική του μας θύμισε έντονα τη μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, που παρουσιάζεται σε όλο το μήκος των Βαλκανίων και έχει προέλθει από την Οθωμανική εποχή.
Το Μπεράτ αποτελεί ακόμα μια πόλη – χαρακτηριστικό παράδειγμα ομαλής συμβίωσης του χριστιανισμού με το μουσουλμανισμό, μιας και εδώ συναντήσαμε ισομεγέθη τζαμιά ακριβώς απέναντι σε εκκλησίες. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε πως πρόκειται για δυο θρησκείες που ιδρύθηκαν από την ίδια βάση, δυο αδερφές θρησκείες στις οποίες το παράδειγμα των Αλβανών διδάσκει πώς μπορούν να συμπορευτούν, χωρίς ανταγωνισμό και ανάγκη επιβολής.
Ανεβήκαμε στο απόκρημνο κάστρο του Μπεράτ και θαυμάσαμε τις βυζαντινές εκκλησίες που θύμιζαν τόσο πολύ τις εκκλησίες της βυζαντινής εποχής της Θεσσαλονίκης που κτίστηκαν κατά τη Μακεδονική Δυναστεία. Για ακόμα μια φορά το τοπίο μας ήταν τόσο οικείο, σα να βρισκόμαστε στη χώρα μας.
Εδώ ο χρόνος φαίνεται να κυλά πιο αργά, εδώ έχει αξία μια βόλτα με τη φίλη, να μοιραστούμε μυστικά, άγχη, αγωνίες, τη χαρά και τη λύπη μας. Αυτή η εικόνα μου δημιούργησε ένα αίσθημα νοσταλγίας για μια αγνή εποχή που λίγο έζησα και λίγο θυμάμαι.
Πίσω στο ξενοδοχείο μας χαιρόμασταν τη ζεστή φιλοξενία της οικοδέσποινας. Ο σύζυγός της προθυμοποιήθηκε να μας κάνει τις όποιες μεταφορές μας εντελώς δωρεάν. Οι δε τιμές ήταν πολύ χαμηλές και η ποιότητα των παροχών υψηλή.
Κάπως έτσι πέρασαν ευχάριστα 4 μέρες στην όμορφη γείτονα χώρα. Την τελευταία μέρα επρόκειτο να χωριστούμε με τη φίλη μου καθώς εγώ θα έπαιρνα το λεωφορείο για Θεσσαλονίκη που αναχωρούσε πρωί, κι εκείνο το βραδινό για την Αθήνα.
Λόγω δυσκολίας στην επικοινωνία το πρωί, ο συμβεβλημένος οδηγός του ξενοδοχείου δε με πήγε στο σταθμό να πάρω το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη αλλά με άφησε στα κεντρικά γραφεία των ΚΤΕΛ. Χωρίς να μπορώ να συνεννοηθώ ιδιαίτερα, ούτε γνωρίζοντας που βρισκόμουν, έπρεπε να καλέσω ταξί να με πάει στο σταθμό εγκαίρως για να μη χάσω το τελευταίο λεωφορείο αλλά και να φτάσουν τα ελάχιστα αλβανικά χρήματα που μου είχαν απομείνει.Το ταξί για καλή μου τύχη μου πήρε ακριβώς 500 λεκ, όσα είχα στην τσέπη μου από συνάλλαγμα, όμως δεν έφταναν να πάρω ούτε καφέ ούτε νερό και η διαδρομή ήταν μεγάλη ! Λίγο στεναχωρημένη μπήκα στο λεωφορείο και έκατσα δίπλα σε ένα κορίτσι 18 ετών που πήγαινε να δει τον πατέρα της στην Ελλάδα. Της αφηγήθηκα τι μου είχε συμβεί και η μητέρα της έτρεξε και μου έφερε νερό για το ταξίδι.
Στην πρώτη στάση, κι εκεί που έλεγα μέσα μου «και τί δε θα έδινα για έναν καφέ» με πλησιάζει ένας κύριος με ένα καπουτσίνο στο χέρι λέγοντάς μου : ”σε άκουσα που δεν έχεις αλβανικά χρήματα και δε θέλω να αισθάνεσαι άσχημα, αν θες να σου πάρω να φας κάτι, εμείς οι Αλβανοί χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στους Έλληνες που μας δέχτηκαν τότε που διασχίσαμε με τα πόδια τα σύνορα”.
Για μένα αυτή είναι η Αλβανία : η χώρα των απλών, φιλόξενων, ευγνωμόνων ανθρώπων με τη μεγάλη καρδιά και την καλοσύνη. Faleminderit λατρεμένοι μου γείτονες.