Δεκάδες φωτογραφίες των μελών της οργάνωσης, με μέλη ιδιώτες και δημοσίους υπαλλήλους, που εκβίαζαν ιδιοκτήτες καταστημάτων και ξενοδοχείων στο κέντρο της Αθήνας, για να τους αποσπούν χρήματα με αντάλλαγμα να μην ελέγχονται από τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβάνονται στην ογκωδέστατη δικογραφία, που σχημάτισαν τα στελέχη της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων.
Όπως αναφέρεται στα έγγραφα, τα μέλη της σπείρας προτιμούσαν τις δια ζώσης συναντήσεις, προκειμένου να κάνουν συνεννοήσεις και συναλλαγές χρημάτων, αλλά σε κάποιες από αυτές τους απαθανάτισαν οι «Αδιάφθοροι» της ΕΛ.ΑΣ.
Για την υπόθεση συνέλαβαν δεκατέσσερα άτομα, εκ των οποίων τα εννέα είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία –κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, εκβίαση, δωροληψία υπαλλήλου, δωροδοκία υπαλλήλου και συνέργεια σε αυτή, πλαστογραφία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, για παραβάσεις των νομοθεσιών περί αθλητισμού, περί όπλων καθώς και του κώδικα μετανάστευσης.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη εννέα υπάλληλοι, που δεν είχαν ρόλο ως μέλη της οργάνωσης, αλλά υποβοηθούσαν το έργο της, χωρίς διαρκή συμμετοχή.
Ως «αρχηγοί» της οργάνωσης φέρονται μία 43χρονη και ένας 64χρονος, οι οποίοι συντόνιζαν κάθε κίνηση των μελών. Ρόλο εισπράκτορα κατηγορείται ότι είχε ο αδελφός της 43χρονης, ενώ τα χρήματα τα αποθήκευαν στο σπίτι της μητέρας τους και από εκεί τα μοίραζαν στα υπόλοιπα μέλη με διάφορους τρόπους.
Τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν χρηματικά ποσά που κυμαίνονται από -6.000- έως -16.000- ευρώ ανά έτος, από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, -1.500- ανά έτος από περίπτερα, ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις που έλαβαν αμοιβές από -1.000- έως -35.000- ευρώ για μια παράνομη ενέργεια ή παράλειψη.