Η Κοινή Ανακοίνωση των κρατών –μελών «για τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία» επαναδιατυπώνει τις γνωστές τάσεις εντός της Κοινότητας, σχετικά με την «Κατάσταση των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας» και επιβεβαιώνει τους συσχετισμούς όπως διαμορφωθήκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2020.
Η πρόκριση της θετικής ατζέντας έναντι των κυρώσεων, σημαίνει ότι την παρούσα συγκυρία προκρίνονται τα συμφέροντα των κρατών της ΕΕ, που χρειάζονται και προσβλέπουν στην τουρκική αγορά, ώστε να επέλθει ταχύτερα η οικονομική ανάταξη των ευρωπαϊκών οικονομιών και ίσως μία ύστατη προσπάθεια παραμονής της Τουρκίας στο πλέγμα των δυτικών θεσμών.
Υπό αυτό το πρίσμα προσδιορίζεται ως στρατηγικό συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης «ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο και για την ανάπτυξη μιας συνεργατικής και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία».
Η αναφορά στην πρόσφατη αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της διακοπής των παράνομων δραστηριοτήτων γεώτρησης, αναμφίβολα καλύπτει τις κυπριακές αιτιάσεις, αφού ορθά προσδιορίζει ως παράνομες τις γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ.
Οι αναφορές για «επανάληψη των διμερών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και των επικείμενων συνομιλιών για το Κυπριακό υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών» αποτελούν γενικόλογες και ισορροπημένες τοποθετήσεις, αν και αμέσως μετά προκρίνεται και συσχετίζεται η διατήρηση της αποκλιμάκωσης με τη θετική ατζέντα, προσδιορίζοντας ότι:
«η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να συνεργαστεί με την Τουρκία με έναν σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο για την ενίσχυση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος και τη λήψη περαιτέρω αποφάσεων κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου».
Το φλέγον, για αρκετά κράτη-μέλη, ζήτημα της τελωνειακής Ένωσης ΕΕ –Τουρκίας φαίνεται να ανατιμάται και διαμορφώνονται οι συνθήκες πιθανόν στο μέλλον να απεξαρτηθεί από την συμπεριφορά της Τουρκίας.
Πιο συγκεκριμένα: «καλούμε την Επιτροπή να εντείνει τις συνομιλίες με την Τουρκία για να αντιμετωπιστούν οι τρέχουσες δυσκολίες στην εφαρμογή της Τελωνειακής Ένωσης, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή της σε όλα τα κράτη μέλη και καλούμε παράλληλα το Συμβούλιο να εργαστεί για την εντολή εκσυγχρονισμού της τελωνειακής ένωσης».
Η πρόσκληση στην Τουρκία: «να απέχει από νέες προκλήσεις ή μονομερείς ενέργειες κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου», καλύπτει μέρος των ελληνικών αιτιάσεων.
Η επιβεβαίωση της αποφασιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «σε περίπτωση τέτοιων ενεργειών, να χρησιμοποιήσει τα μέσα και τις επιλογές που έχει στη διάθεσή της για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα των κρατών μελών της», συνιστούν δυνητικές επιλογές που προϋποθέτουν ομοφωνία κι όχι σαφώς προσδιορισμένο μηχανισμό αυτοματοποιημένων κυρώσεων.
Σχετικά με το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα, η ΕΕ θα συνεχίσει την συνδρομή της προς την γειτονική χώρα: «συμφωνούμε ότι η βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους πρόσφυγες και τις κοινότητες υποδοχής θα συνεχιστεί. Καλούμε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση στο Συμβούλιο για τη συνέχιση της χρηματοδότησης των Σύρων προσφύγων στην Τουρκία», συνιστώντας απόφαση θετική και για την Ελλάδα αρκεί να τηρηθούν, αυτή τη φορά, οι δεσμεύσεις της Άγκυρας σχετικά με την: «επιστροφή των παράτυπων μεταναστών και των απορριφθέντων αιτούντων άσυλο στην Τουρκία, σύμφωνα με τη Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας, που εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις».
Είναι γεγονός ότι η δέσμευση της ΕΕ: «για μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (ιδίως τις αποφάσεις 550, 789, 1251)», αναπαράγει προηγούμενες ανάλογες θέσεις της Ένωσης.
Συνιστά επίσης θετική εξέλιξη η συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «ως παρατηρητής και θα διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη στήριξη των διαπραγματεύσεων, μεταξύ άλλων διορίζοντας έναν εκπρόσωπο στην αποστολή Καλών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Εθνών».
Αναμφίβολα, βασική ελληνική και κυπριακή στόχευση πρέπει να είναι η αναβάθμιση της ΕΕ από παρατηρητή σε ισότιμό συνομιλητή των μελλοντικών -6μερών- διαπραγματεύσεων, και εγγυητή του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Τέτοια πρόβλεψη δεν υπάρχει στην παράγραφο για το Κυπριακό.
Η ανάγκη ενεργής και ισότιμης, όχι επικουρικής, συμμετοχής της ΕΕ στις διαπραγμάτευσης επίλυσης του κυπριακού γίνεται επιτακτικότερη ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από ΕΕ.
Η προτροπή προς τον Ύπατο Εκπρόσωπο: «να προχωρήσει στις εργασίες της Πολυμερούς Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο» συνιστά θετικό βήμα, στο βαθμό που η συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση πραγματοποίησής της.
Είναι γεγονός πως το τελευταίο διάστημα το τουρκικό κράτος λειτουργεί ως «βιομηχανία παραβίασης» των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των γυναικών, των πολιτικών ελευθεριών, του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας του τύπου και γενικότερα παραβιάσεων που βρίσκονται στον αντίποδα του πολιτικού και νομικού κεκτημένου ΕΕ, το οποίο αποτελεί και προαπαιτούμενα για την συνεργασία με τρίτες χώρες.
Στην Κοινή Ανακοίνωση υπάρχουν αναφορές και προσδιορίζεται ως βασικό μέλημα και αναπόσπαστο μέρος της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας, η αντίστροφη της προαναφερθείσας νοσηρής κατάστασης στην Τουρκία.
Και σ’ αυτόν όμως τον τομέα δεν αποφασίστηκε ένας αυτοματοποιημένος μηχανισμός κυρώσεων, που θα πραγματώνει μία εξωτερική πολιτική αρχών, λόγω και έργω, έναντι της Τουρκίας.
Ειρήσθω εν παρόδω δεν έχουν υποπέσει στην αντίληψή μου, πέραν κάποιων ψιθύρων, ανάλογες ρωμαλέες δημόσιες επικρίσεις, επί του προκειμένου, των συνήθως λαλίστατων εγχωρίων δικαιωματιστών.
Η προτροπή στην Τουρκία: «για την ειρήνη και τη σταθερότητα (…) να συμβάλουν θετικά στην επίλυση περιφερειακών κρίσεων όπως στη Λιβύη, στην Συρία, στο Νότιο Καύκασο», υπονοεί τον πρότερο αποσταθεροποιητικό της ρόλο, ευελπιστώντας να μετασχηματιστεί σε παράγοντα σταθερότητας.
Η ακροτελεύτια πρόταση: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανέλθει στο θέμα αυτό κατά τη σύνοδο του Ιούνιου» συνιστά μία δυνάμει, αλλά όχι αξιόπιστη απειλή για την Άγκυρα.
Η μετάθεση των αποφάσεων στο επόμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, εκτός από διπλωματική πρακτική συνιστά και παρελκυστική πολιτική με σκοπό την αποφυγή αποφάσεων εναντίον της Τουρκίας.
Οι κυρώσεις και η τιμωρία της Άγκυρας δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, διότι δεν θα επιλύσουν τα προβλήματα με την γειτονική χώρα.
Η βασική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης για αναγωγή των ελληνοτουρκικών σχέσεων ως μέρος των ευρωτουρκικών έχει κόστος, όρια και κυρίως δεν φαίνεται να επιφέρει το διακηρυγμένο στόχο για εξομάλυνση στη βάση νομικών διαδικασιών και κυρίως την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της θάλασσας στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.
Τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα προσμετρώνται μερικώς από τους εταίρους.
Οι μέχρι στιγμής αποφάσεις προτρέπουν για αποκλιμάκωση -χρήσιμη αναντίρρητα- με σκοπό να δοθεί προτεραιότητα στη θετική ατζέντα.
Δεν ομονόησαν όμως σε αυτοματοποιημένους μηχανισμός ενεργοποίησης κυρώσεων, εφ’ όσον η Τουρκία επανέλθει επί του πεδίου.
Εν ολίγοις τα προαπαιτούμενα για την εμβάθυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων απέχουν από τις ελληνικές και κυπριακές απαιτήσεις.
Τα περιβόητα κίνητρα, μόλις ενεργοποιηθεί η νέα Συμφωνία για την Τελωνειακή Ένωση θα έχουν κεφαλαιοποιηθεί και η Τουρκία, όταν εξέλθει της δύσκολης οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας, θα θέσει εκ νέου τους αναθεωρητικούς της στόχους στο πεδίο. Σ΄ αυτή την περίπτωση η συγκεκριμένη διαδικασία θα έχει εν τέλει ανατροφοδοτήσει την τουρκική αδιαλλαξία.
Εν γένει, αδυνατώ να κατανοήσω αυτούς που διαρκώς επικρίνουν τις ευρωπαϊκές αποφάσεις που δεν καλύπτουν πλήρως τις ελληνικές και κυπριακές επιδιώξεις, όπως και όσους εξακολουθούν να βλέπουν το ευρωπαϊκό πλαίσιο ως το κύριο πεδίο διαχείρισης του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία έχουν την ανάγκη για μία στρατηγική έναντι της Τουρκίας, σαφώς απαιτητικότερη από αυτή του δύναται να παρέχει η ΕΕ.
Για την μεν Ελλάδα η στρατηγική αποτροπής είναι μάλλον το αποτελεσματικότερο μέσο, όχι μόνον της εξυπηρέτησης των προσδιορισμένων συμφερόντων της, αλλά κυρίως της διασφάλισης του ρόλου της στην περιοχή.
Για την δε Κυπριακή Δημοκρατία η στοχοθεσία της επιβίωσης δεν συνιστά λεκτική υπερβολή.